5.-(1) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται σε πρόσωπα-
(α) που εργάζονται στον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα και έχουν αποκτήσει πληροφορίες σχετικά με παραβάσεις σε εργασιακό πλαίσιο και πρόκειται για πρόσωπα που-
(i) έχουν την ιδιότητα του «εργαζομένου», κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στην παράγραφο 1 του άρθρου 45 της ΣΛΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων υπαλλήλων∙
(ii) έχουν την ιδιότητα του «μη μισθωτού», κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ∙
(iii) έχουν την ιδιότητα του μετόχου και πρόσωπα που ανήκουν στο διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο μιας επιχείρησης, περιλαμβανομένων μη εκτελεστικών μελών, καθώς και εθελοντών και αμειβόμενων ή μη αμειβόμενων ασκουμένων∙
(iv) εργάζονται υπό την εποπτεία και τις οδηγίες αναδόχων, υπεργολάβων και προμηθευτών.
(β) που αναφέρουν ή αποκαλύπτουν δημόσια πληροφορίες σχετικά με παραβάσεις που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο εργασιακής σχέσης η οποία έχει έκτοτε λήξει.
(γ) αναφέροντες των οποίων η εργασιακή σχέση δεν έχει ακόμη αρχίσει, σε περιπτώσεις που πληροφορίες σχετικά με παραβάσεις έχουν αποκτηθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας πρόσληψης ή σε άλλο στάδιο διαπραγμάτευσης πριν από τη σύναψη σύμβασης ή την έναρξη της εργοδότησης.
(2) Τα μέτρα για την προστασία των αναφερόντων που καθορίζονται στο Κεφάλαιο VI εφαρμόζονται επίσης, κατά περίπτωση, σε-
(α) διαμεσολαβητές,
(β) τρίτα πρόσωπα που συνδέονται με τον αναφέροντα και ενδεχομένως να υποστούν αντίποινα σε εργασιακό πλαίσιο, περιλαμβανομένων συναδέλφων του αναφέροντος ή συγγενών αυτού, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τέταρτου βαθμού. και
(γ) νομικά πρόσωπα τα οποία ο αναφέρων έχει στην ιδιοκτησία του, για τα οποία εργάζεται ή συνδέεται με άλλο τρόπο με εργασιακή σχέση.