Τελική μητρική οντότητα που υπόκειται σε καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος

40.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

(α) «καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος» σημαίνει φορολογικό καθεστώς που εφαρμόζει ενιαίο επίπεδο φορολόγησης επί του εισοδήματος των ιδιοκτητών μιας οντότητας, αφαιρώντας ή εξαιρώντας από το εισόδημα της οντότητας τα κέρδη που διανέμονται στους ιδιοκτήτες ή απαλλάσσοντας έναν συνεταιρισμό από φορολόγηση·

(β) «εκπίπτον μέρισμα» σημαίνει σε σχέση με μια συνιστώσα οντότητα που υπόκειται σε καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος-

(i) διανομή κερδών στον κάτοχο ιδιοκτησιακής συμμετοχής στη συνιστώσα οντότητα, η οποία εκπίπτει από το φορολογητέο εισόδημα της συνιστώσας οντότητας σύμφωνα με το δίκαιο της δικαιοδοσίας στην οποία είναι εγκατεστημένη· ή

(ii) συμμετοχή στα κέρδη μέλους συνεταιρισμού· και

(γ) «συνεταιρισμός» σημαίνει οντότητα που διαθέτει συλλογικά στην αγορά ή αποκτά αγαθά ή υπηρεσίες για λογαριασμό των μελών της και υπόκειται σε φορολογικό καθεστώς στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη, το οποίο διασφαλίζει τη φορολογική ουδετερότητα όσον αφορά τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που πωλούνται ή αποκτώνται από τα μέλη μέσω του συνεταιρισμού.

(2)Η τελική μητρική οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που υπόκειται σε καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος μειώνει έως και μηδενίζει το αποδεκτό εισόδημά της για το οικονομικό έτος, κατά το ποσό που διανέμεται ως εκπίπτον μέρισμα εντός δώδεκα (12) μηνών από το τέλος του οικονομικού έτους, υπό την προϋπόθεση ότι-

(α) το μέρισμα υπόκειται σε φόρο που βαρύνει τον λήπτη για φορολογητέα περίοδο που λήγει εντός δώδεκα (12) μηνών από το τέλος του οικονομικού έτους με ονομαστικό συντελεστή που ισούται ή υπερβαίνει τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή· ή

(β) δύναται εύλογα να αναμένεται ότι το συνολικό ποσό των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων και των φόρων της τελικής μητρικής οντότητας που καταβάλλει ο λήπτης επί του εν λόγω μερίσματος ισούται ή υπερβαίνει το συγκεκριμένο εισόδημα πολλαπλασιαζόμενο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.

(3) Η τελική μητρική οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που υπόκειται σε καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος μειώνει έως και μηδενίζει το αποδεκτό εισόδημά της για το οικονομικό έτος κατά το ποσό που διανέμει ως εκπίπτον μέρισμα εντός δώδεκα (12) μηνών από το τέλος του οικονομικού έτους, υπό την προϋπόθεση ότι ο λήπτης είναι-

(α) φυσικό πρόσωπο και το μέρισμα που εισπράττεται είναι συμμετοχή στα κέρδη από συνεταιρισμό προμηθειών·

(β) φυσικό πρόσωπο που έχει φορολογική κατοικία στην ίδια δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη η τελική μητρική οντότητα και που κατέχει ιδιοκτησιακές συμμετοχές που αντιπροσωπεύουν δικαίωμα που δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) των κερδών και των περιουσιακών στοιχείων της τελικής μητρικής οντότητας· ή

(γ) κρατική οντότητα, διεθνής οργανισμός, μη κερδοσκοπικός οργανισμός ή συνταξιοδοτικό ταμείο εκτός από οντότητα παροχής συνταξιοδοτικών υπηρεσιών που έχει φορολογική κατοικία στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη η τελική μητρική οντότητα.

(4) Οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 21 καλυπτόμενοι φόροι τελικής μητρικής οντότητας, εκτός από τους φόρους για τους οποίους επιτράπηκε η έκπτωση μερίσματος, μειώνονται κατ’ αναλογία προς το ποσό του αποδεκτού εισοδήματος που μειώνεται σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3).

(5) Όταν η τελική μητρική οντότητα κατέχει ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε άλλη συνιστώσα οντότητα η οποία υπόκειται σε καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος, απευθείας ή μέσω αλυσίδας τέτοιων συνιστωσών οντοτήτων, τα εδάφια (2) έως (4), ισχύουν για κάθε άλλη συνιστώσα οντότητα που είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία της τελικής μητρικής οντότητας που υπόκειται στο καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος, στον βαθμό που το αποδεκτό εισόδημά της διανέμεται περαιτέρω από την τελική μητρική οντότητα σε λήπτες που πληρούν τις απαιτήσεις των εδαφίων (2) και (3).

(6) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2), συμμετοχή στα κέρδη που διανέμει συνεταιρισμός προμηθειών θεωρείται ότι υπόκειται σε φόρο ο οποίος βαρύνει τον λήπτη, εφόσον το εν λόγω μέρισμα μειώνει ένα εκπίπτον έξοδο ή κόστος κατά τον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματος ή ζημίας του λήπτη.