41.-(1) (α) Η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα δύναται να επιλέξει για την ίδια ή σε σχέση με άλλη συνιστώσα οντότητα που υπόκειται σε επιλέξιμο σύστημα φόρου διανομής να συμπεριλάβει το ποσό που προσδιορίζεται ως φόρος τεκμαρτής διανομής σύμφωνα με το εδάφιο (2) στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους της συνιστώσας οντότητας για το οικονομικό έτος.
(β) Η επιλογή πραγματοποιείται ετησίως σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 46 και εφαρμόζεται σε όλες τις συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στη δικαιοδοσία.
(2) Το ποσό του φόρου τεκμαρτής διανομής είναι το μικρότερο από τα ακόλουθα:
(α) Το ποσό των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων που είναι αναγκαίο για την αύξηση του πραγματικού φορολογικού συντελεστή, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 28 για την δικαιοδοσία για το οικονομικό έτος, ώστε να ισούται με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή· ή
(β) το ποσό του φόρου που θα οφειλόταν εάν οι συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην δικαιοδοσία είχαν διανείμει το σύνολο του εισοδήματός τους που υπόκειται στο επιλέξιμο σύστημα φόρου διανομής κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου οικονομικού έτους.
(3)(α) Σε περίπτωση επιλογής δυνάμει του εδαφίου (1), δημιουργείται λογαριασμός ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής για κάθε οικονομικό έτος κατά το οποίο εφαρμόζεται η εν λόγω επιλογή και το ποσό του φόρου τεκμαρτής διανομής που προσδιορίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (2) για την δικαιοδοσία προστίθεται στον λογαριασμό ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής για το οικονομικό έτος κατά το οποίο δημιουργήθηκε.
(β) Στο τέλος κάθε επόμενου οικονομικού έτους, τα ανεξόφλητα υπόλοιπα στους λογαριασμούς ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής που έχουν δημιουργηθεί για προηγούμενα οικονομικά έτη μειώνονται με χρονολογική σειρά, έως και μηδενίζονται, κατά το ποσό των φόρων που κατέβαλαν οι συνιστώσες οντότητες κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους σε σχέση με πραγματικές ή τεκμαρτές διανομές.
(γ) Κάθε ποσό στους λογαριασμούς ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής που εναπομένει μετά την εφαρμογή της παραγράφου (β) μειώνεται, έως και μηδενίζεται, κατά ποσό ίσο με την καθαρή αποδεκτή ζημία μιας δικαιοδοσίας, πολλαπλασιαζόμενο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.
(4) Κάθε ποσό καθαρής αποδεκτής ζημίας πολλαπλασιαζόμενο επί τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή που εναπομένει μετά την εφαρμογή της παραγράφου (γ) του εδαφίου (3) για τη δικαιοδοσία μεταφέρεται στα επόμενα οικονομικά έτη και μειώνει τυχόν εναπομείναντα ποσά στους λογαριασμούς ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής μετά την εφαρμογή του εδαφίου (3).
(5) Το τυχόν ανεξόφλητο υπόλοιπο του λογαριασμού ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής κατά την τελευταία ημέρα του τέταρτου οικονομικού έτους μετά το οικονομικό έτος για το οποίο δημιουργήθηκε ο εν λόγω λογαριασμός αντιμετωπίζεται ως μείωση των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων που είχαν προσδιοριστεί προηγουμένως για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος και ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής και ο συμπληρωματικός φόρος για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος επανυπολογίζονται αναλόγως, σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 30.
(6) Οι φόροι που καταβάλλονται κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους σε σχέση με πραγματικές ή τεκμαρτές διανομές δεν περιλαμβάνονται σε αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους, στον βαθμό που μειώνουν τον λογαριασμό ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής σύμφωνα με τα εδάφια (3) και (4).
(7)(α) Όταν μια συνιστώσα οντότητα που υπόκειται σε επιλογή σύμφωνα με το εδάφιο (1) αποχωρεί από τον όμιλο ΠΕ ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας ή ουσιαστικά όλα τα περιουσιακά στοιχεία της μεταβιβάζονται σε πρόσωπο που δεν είναι συνιστώσα οντότητα του ίδιου ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που βρίσκεται στην ίδια δικαιοδοσία, κάθε ανεξόφλητο υπόλοιπο των λογαριασμών ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής, όπως προσδιορίζεται στο εδάφιο (2), κατά τα προηγούμενα οικονομικά έτη κατά τα οποία δημιουργήθηκε ο εν λόγω λογαριασμός αντιμετωπίζεται ως μείωση των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων για καθένα από τα εν λόγω οικονομικά έτη σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 30.
(β) Κάθε οφειλόμενο ποσό πρόσθετου συμπληρωματικού φόρου πολλαπλασιάζεται με την ακόλουθη σχέση για τον προσδιορισμό του πρόσθετου συμπληρωματικού φόρου που οφείλεται για τη δικαιοδοσία:
(Αποδεκτό εισόδημα της συνιστώσας οντότητας)
_____________________________________________
(Καθαρό αποδεκτό εισόδημα της δικαιοδοσίας)
όπου:
(α) το αποδεκτό εισόδημα της συνιστώσας οντότητας προσδιορίζεται σύμφωνα με το Μέρος ΙΙΙ για κάθε οικονομικό έτος κατά το οποίο υπάρχει ανεξόφλητο υπόλοιπο των λογαριασμών ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής για την δικαιοδοσία· και
(β) το καθαρό αποδεκτό εισόδημα για την δικαιοδοσία προσδιορίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 27 για κάθε οικονομικό έτος κατά το οποίο υπάρχει ανεξόφλητο υπόλοιπο των λογαριασμών ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής για την δικαιοδοσία.