Συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου

23.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί-

(α)«μη επιτρεπόμενη δεδουλευμένη υποχρέωση» σημαίνει-

(i) οποιαδήποτε μεταβολή του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου που καταχωρίζεται ως δεδουλευμένο στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς μιας συνιστώσας οντότητας, η οποία σχετίζεται με αβέβαιη φορολογική κατάσταση· και

(ii) οποιαδήποτε μεταβολή του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου που καταχωρίζεται ως δεδουλευμένο στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς μιας συνιστώσας οντότητας, η οποία σχετίζεται με διανομές από μια συνιστώσα οντότητα·

(β) «μη διεκδικούμενη δεδουλευμένη υποχρέωση» σημαίνει οποιαδήποτε επιβαρυντική αύξηση μιας αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης που καταγράφεται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς μιας συνιστώσας οντότητας για ένα οικονομικό έτος, η οποία δεν αναμένεται να καταβληθεί εντός του διαστήματος που ορίζεται στο εδάφιο (7) και για την οποία η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα επιλέγει ετησίως, σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 46, να μην συμπεριλάβει στο συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου για το εν λόγω οικονομικό έτος.

(2)(i) Όταν ο εγχώριος φορολογικός συντελεστής που εφαρμόζεται για σκοπούς υπολογισμού του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου είναι ίσος ή χαμηλότερος από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, το συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου που προστίθεται στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους μιας συνιστώσας οντότητας για ένα οικονομικό έτος σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου 1 του άρθρου 22 είναι το αναβαλλόμενο έξοδο φόρου που καταχωρίζεται ως δεδουλευμένο στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της όσον αφορά τους καλυπτόμενους φόρους, με την επιφύλαξη των αναπροσαρμογών σύμφωνα με τα εδάφια (3) έως (6).

(ii) Όταν ο εγχώριος φορολογικός συντελεστής εφαρμόζεται για το σκοπό του υπολογισμού του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου είναι υψηλότερος από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, το συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου που προστίθεται στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους μιας συνιστώσας οντότητας για ένα οικονομικό έτος σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου 1 του άρθρου 22 είναι το αναβαλλόμενο έξοδο φόρου που καταχωρίζεται ως δεδουλευμένο στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της όσον αφορά τους καλυπτόμενους φόρους που αναδιατυπώνονται με βάση τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, με την επιφύλαξη των αναπροσαρμογών σύμφωνα με τα εδάφια (3) έως (6).

(3)Το συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου προσαυξάνεται κατά-

(α) οποιοδήποτε ποσό της μη επιτρεπόμενης δεδουλευμένης ή της μη διεκδικούμενης δεδουλευμένης υποχρέωσης που καταβλήθηκε κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους· και

(β) οποιοδήποτε ποσό της ανακτημένης αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης που προσδιορίστηκε σε προηγούμενο οικονομικό έτος, το οποίο έχει καταβληθεί κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους.

(4) Όταν, για ένα οικονομικό έτος, μια αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση ζημίας δεν αναγνωρίζεται ως δεδουλευμένη στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς επειδή δεν πληρούνται τα κριτήρια αναγνώρισης, η μείωση του συνολικού ποσού αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου ισούται με τη μείωση που θα επερχόταν στο συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου εάν είχε καταχωριστεί ως δεδουλευμένη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση ζημίας για το οικονομικό έτος.

(5)(α) Το συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου δεν περιλαμβάνει-

(i) το ποσό του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου όσον αφορά τα στοιχεία που εξαιρούνται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας σύμφωνα με το Μέρος ΙΙΙ·

(ii) το ποσό του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου σε σχέση με μη επιτρεπόμενες δεδουλευμένες και μη διεκδικούμενες δεδουλευμένες υποχρεώσεις·

(iii) την επίδραση μιας αναπροσαρμογής αποτίμησης ή μιας αναπροσαρμογής λογιστικής αναγνώρισης σε σχέση με αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση·

(iv)το ποσό του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου που προκύπτει από την επανεπιμέτρηση σε σχέση με τη μεταβολή εφαρμοστέου εγχώριου φορολογικού συντελεστή· και

(v)το ποσό του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου σε σχέση με τη δημιουργία και τη χρήση πιστώσεων φόρου.

(β) Η υποπαράγραφος (v) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 23 δεν θα εφαρμόζεται στο ποσό αναβαλλόμενου εξόδου φόρου μίας «υποκατάστατης αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης προκύπτουσας από ζημιά προς μεταφορά», η οποία προκύπτει όταν όλες οι πιο κάτω προϋποθέσεις εφαρμόζονται σωρευτικά-

(i) οι φορολογικοί νόμοι μιας δικαιοδοσίας απαιτούν όπως εισόδημα το οποίο πηγάζει από το εξωτερικό να αντισταθμίζεται από εγχώριες φορολογικές ζημιές πριν να παραχωρηθεί οποιαδήποτε πίστωση αλλοδαπού φόρου σε σχέση με το εν λόγω εισόδημα το οποίο πηγάζει από το εξωτερικό·

(ii) η συνιστώσα οντότητα έχει εγχώριες ζημιές οι οποίες αντισταθμίζονται είτε εξ’ ολοκλήρου είτε μερικώς από το εισόδημα το οποίο πηγάζει από το εξωτερικό· και

(iii) οι φορολογικοί νόμοι της εν λόγω δικαιοδοσίας επιτρέπουν όπως πιστώσεις αλλοδαπού φόρου δύναται να χρησιμοποιηθούν σε μετέπειτα φορολογικά έτη σε σχέση με εισόδημα το οποίο συμπεριλαμβάνεται στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος η ζημίας της εν λόγω συνιστώσας οντότητας.

(γ) Όταν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις οι οποίες ορίζονται στην παράγραφο (β), το αναβαλλόμενο έξοδο φόρου το οποίο αντιστοιχεί στην υποκατάστατη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση προκύπτουσα από ζημιά προς μεταφορά θα συμπεριλαμβάνεται στο συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου της εν λόγω συνιστώσας οντότητας κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο προκύπτει και κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο αντιστρέφεται, αλλά μόνο κατά το βαθμό τον οποίο η πίστωση αλλοδαπού φόρου, η οποία οδήγησε στην υποκατάστατη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση προκύπτουσα από ζημιά προς μεταφορά, χρησιμοποιείται για να αντισταθμίσει φορολογική υποχρέωση σε εισόδημα το οποίο περιλαμβάνεται στο αποδεκτό εισόδημα η ζημία της εν λόγω συνιστώσας οντότητας.

(δ) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (ε), για τους σκοπούς της παραγράφου (γ) το ποσό της υποκατάστατης αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης προκύπτουσας από ζημιά προς μεταφορά ισούται με το μικρότερο του-

(i) ποσού της πίστωσης αλλοδαπού φόρου σε σχέση με το εισόδημα το οποίο πηγάζει από το εξωτερικό το οποίο, σύμφωνα με τους φορολογικούς νόμους της εν λόγω δικαιοδοσίας δύναται να μεταφερθεί από το φορολογικό έτος κατά τη διάρκεια του οποίου η συνιστώσα οντότητα είχε φορολογικές ζημίες, πριν να ληφθεί υπόψη οποιοδήποτε εισόδημα που πηγάζει από το εξωτερικό σε επόμενο οικονομικό έτος· και

(ii) ποσού της φορολογικής ζημίας της συνιστώσας οντότητας, πριν να ληφθεί υπόψη οποιοδήποτε εισόδημα που πηγάζει από το εξωτερικό, πολλαπλασιασμένο με το εφαρμοστέο φορολογικό ποσοστό.

(ε) Τα άρθρα 23(5)(α)(i), 53(2), 53(3) και 53(4) εφαρμόζονται στην υποκατάστατη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση προκύπτουσα από ζημιά προς μεταφορά.

(6)(i) Όταν, για ένα οικονομικό έτος, έχει καταγραφεί αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση που αποδίδεται σε αποδεκτή ζημία μιας συνιστώσας οντότητας, η οποία έχει υπολογιστεί με συντελεστή χαμηλότερο από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, δύναται να αναδιατυπωθεί με βάση τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή κατά το ίδιο οικονομικό έτος, υπό την προϋπόθεση ότι ο φορολογούμενος δύναται να αποδείξει ότι η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση δύναται να αποδοθεί σε αποδεκτή ζημία.

(ii) Όταν μια αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αυξάνεται σύμφωνα με την παράγραφο (i) το συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου μειώνεται ανάλογα.

(7)(i) Μια αναβαλλόμενη φορολογική υποχρέωση η οποία δεν αντιστρέφεται και της οποίας το ποσό δεν καταβάλλεται εντός των πέντε (5) επόμενων οικονομικών ετών ανακτάται στον βαθμό που συνυπολογίστηκε στο συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου μιας συνιστώσας οντότητας.

(ii) Το ποσό της ανακτημένης αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης που προσδιορίζεται για το τρέχον οικονομικό έτος αντιμετωπίζεται ως μείωση των καλυπτόμενων φόρων κατά το πέμπτο οικονομικό έτος πριν από το τρέχον οικονομικό έτος και ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής και ο συμπληρωματικός φόρος του εν λόγω οικονομικού έτους επανυπολογίζονται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 30· η ανακτημένη αναβαλλόμενη φορολογική υποχρέωση για το τρέχον οικονομικό έτος είναι το ποσό της αύξησης στην κατηγορία της αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης που είχε συμπεριληφθεί στο συνολικό ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής αναπροσαρμογής κατά το πέμπτο οικονομικό έτος πριν το τρέχον οικονομικό έτος, που δεν έχει αντιστραφεί έως το πέρας της τελευταίας ημέρας του τρέχοντος οικονομικού έτους.

(8) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του εδαφίου (7), όταν μια αναβαλλόμενη φορολογική υποχρέωση αποτελεί κατ’ εξαίρεση ανάκτηση φορολογικής υποχρέωσης, δεν ανακτάται ακόμη και αν δεν αντιστραφεί ή καταβληθεί εντός των πέντε (5) επόμενων ετών και η κατ’ εξαίρεση ανάκτηση φορολογικής υποχρέωσης είναι το ποσό του δεδουλευμένου εξόδου φόρου που αποδίδεται σε μεταβολές των σχετικών αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων, όσον αφορά τα ακόλουθα στοιχεία-

(α) προβλέψεις για την ανάκτηση του κόστους ενσώματων περιουσιακών στοιχείων·

(β) το κόστος άδειας ή παρόμοιας ρύθμισης από κυβέρνηση για τη χρήση ακίνητης περιουσίας ή την εκμετάλλευση φυσικών πόρων που συνεπάγεται σημαντική επένδυση σε ενσώματα περιουσιακά στοιχεία·

(γ) δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης·

(δ) έξοδα παροπλισμού και αποκατάστασης·

(ε) λογιστική εύλογης αξίας για μη πραγματοποιηθέντα καθαρά κέρδη·

(στ) καθαρά συναλλαγματικά κέρδη·

(ζ) ασφαλιστικά αποθεματικά και αναβαλλόμενα έξοδα απόκτησης ασφαλιστήριων συμβολαίων·

(η) κέρδη από την πώληση ενσώματων περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στην ίδια δικαιοδοσία με τη συνιστώσα οντότητα, τα οποία επανεπενδύονται σε ενσώματα στοιχεία στην ίδια δικαιοδοσία· και

(θ) πρόσθετα δεδουλευμένα ποσά ως αποτέλεσμα μεταβολών των αρχών λογιστικής σε σχέση με τα στοιχεία που απαριθμούνται στις παραγράφους (α) έως (η).