16.-(1) Το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία συνιστώσας οντότητας υπολογίζεται πραγματοποιώντας τις αναπροσαρμογές που ορίζονται στα άρθρα 17 έως 20 στο καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της συνιστώσας οντότητας για το οικονομικό έτος πριν από τυχόν αναπροσαρμογές ενοποίησης για την εξάλειψη ενδοομιλικών συναλλαγών, όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με το λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας.
(2) Όταν δεν είναι ευλόγως εφικτός ο προσδιορισμός του καθαρού λογιστικού εισοδήματος ή ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας με βάση το αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο ή το εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας, το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία της συνιστώσας οντότητας για το οικονομικό έτος δύναται να προσδιορίζεται με τη χρήση άλλου αποδεκτού χρηματοοικονομικού λογιστικού προτύπου ή εγκεκριμένου χρηματοοικονομικού λογιστικού προτύπου, υπό την προϋπόθεση ότι-
(α) οι χρηματοοικονομικοί λογαριασμοί της συνιστώσας οντότητας τηρούνται βάσει αυτού του λογιστικού προτύπου·
(β) οι πληροφορίες που περιέχονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς είναι αξιόπιστες· και
(γ) οι μόνιμες διαφορές άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ (€1.000.000) που προκύπτουν σε στοιχεία εσόδων ή εξόδων ή συναλλαγές από την εφαρμογή συγκεκριμένης αρχής ή προτύπου, όταν η εν λόγω αρχή ή πρότυπο διαφέρει από το χρηματοοικονομικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας, αναπροσαρμόζονται ώστε να συνάδουν με τη μεταχείριση που απαιτείται για το εν λόγω στοιχείο σύμφωνα με το λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων.
(3) Όταν μια τελική μητρική οντότητα δεν έχει καταρτίσει τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του όρου «ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις» του άρθρου 2, οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας αναπροσαρμόζονται, ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε ουσιώδης στρέβλωση του ανταγωνισμού.
(4) Όταν μια τελική μητρική οντότητα δεν καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του όρου «ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις» του άρθρου 2 της τελικής μητρικής οντότητας που αναφέρεται στην παράγραφο (δ) του όρου «ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις» του άρθρου 2 είναι εκείνες που θα είχαν καταρτιστεί εάν η τελική μητρική οντότητα ήταν υποχρεωμένη να καταρτίσει τις εν λόγω ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο το οποίο είναι-
(α) αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο· ή
(β) άλλο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο υπό τον όρο ότι οι εν λόγω ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις αναπροσαρμόζονται, ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε ουσιώδης στρέβλωση του ανταγωνισμού.
(5) Όταν κράτος μέλος ή δικαιοδοσία τρίτης χώρας εφαρμόζει ενδεδειγμένο εγχώριο συμπληρωματικό φόρο, το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία των συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στο εν λόγω κράτος μέλος ή δικαιοδοσία τρίτης χώρας δύναται να προσδιορίζεται σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο ή εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που διαφέρει από το χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία το οποίο προσδιορίζεται σύμφωνα με εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο αναπροσαρμόζεται, ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε ουσιώδης στρέβλωση του ανταγωνισμού.
(6) Όταν η εφαρμογή συγκεκριμένης αρχής ή διαδικασίας βάσει εγκεκριμένου χρηματο-οικονομικού λογιστικού προτύπου οδηγεί σε ουσιώδη στρέβλωση του ανταγωνισμού, η λογιστική μεταχείριση κάθε στοιχείου ή συναλλαγής που υπόκειται στην εν λόγω αρχή ή διαδικασία αναπροσαρμόζεται ,ώστε να συνάδει με τη μεταχείριση που απαιτείται για το στοιχείο ή τη συναλλαγή βάσει των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς ΔΠΧA ή ΔΠΧΠ όπως εγκρίθηκαν από την Ένωση δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002.