11.-(1) Κάθε εξαρτώμενο πρόσωπο του Εθελοντή Έρευνας και Διάσωσης, ο οποίος, ενώ εκτελούσε καθήκον ή υπηρεσία που του ανατέθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου-
(α) απεβίωσε λόγω πνιγμού ή τραύματος που υπέστη με οποιονδήποτε τρόπο∙
(β) τραυματίστηκε με οποιονδήποτε τρόπο και ως αποτέλεσμα του τραυματισμού αυτού απεβίωσε σε μεταγενέστερο χρόνο·
(γ) απεβίωσε ύστερα από ασθένεια από την οποία προσβλήθηκε κατά την εκτέλεση καθήκοντος ή υπηρεσίας και η ασθένεια οφειλόταν άμεσα σε οποιαδήποτε πράξη ή ενέργεια συνυφασμένη με το εν λόγω καθήκον ή υπηρεσία·
(δ) εξαφανίστηκε κατά την εκτέλεση του πιο πάνω αναφερόμενου καθήκοντος ή υπηρεσίας,
λαμβάνει αποζημίωση, το ύψος της οποίας και ο τρόπος καταβολής της αποφασίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο στη βάση των δεδομένων της κάθε περίπτωσης που τίθεται ενώπιόν του.
(2) Εθελοντής Έρευνας και Διάσωσης, ο οποίος καθίσταται ανίκανος να ασκεί τη συνήθη εργασία του ή οποιαδήποτε εργασία ένεκα τραυμάτων που υπέστη ή ασθένειας από την οποία προσβλήθηκε ενώ εκτελούσε καθήκον ή υπηρεσία που του ανατέθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, λαμβάνει, κατά τη διάρκεια της ζωής του και, σε περίπτωση θανάτου του, λαμβάνουν τα εξαρτώμενα πρόσωπά του αποζημίωση, το ύψος της οποίας και ο τρόπος καταβολής της αποφασίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο στη βάση των δεδομένων της κάθε περίπτωσης που τίθεται ενώπιόν του, λαμβανομένων υπόψη των απωλειών που ο Εθελοντής Έρευνας και Διάσωσης υφίσταται λόγω των τραυμάτων που υπέστη ή της ασθένειας από την οποία προσβλήθηκε.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «εξαρτώμενο πρόσωπο» σημαίνει σύζυγο, τέκνο και γονέα Εθελοντή Έρευνας και Διάσωσης που ήταν εξαρτώμενο από τις απολαβές του κατά τον χρόνο του θανάτου ή της εξαφάνισής του ή θα ήταν εξαρτώμενο κατά τη φυσική πορεία των πραγμάτων, εάν ο αποβιώσας ή εξαφανισθείς βρισκόταν στη ζωή ή δεν αγνοείτο και, σε περίπτωση που ήταν άγαμος, περιλαμβάνει τα αδέλφια τα οποία ήταν εξαρτώμενά του.