40.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία προϊόντα ή υπηρεσίες και/ή έγγραφα υποβάλλονται σε εξέταση, δοκιμή και/ή έλεγχο και βάσει των πορισμάτων της εξέτασης, δοκιμής και/ή ελέγχου επιδίδεται ειδοποίηση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 33 ή 34, η αρμόδια αρχή και οι αρχές επιτήρησης της προσβασιμότητας δύνανται να ζητήσουν από τον οικονομικό φορέα, ανάλογα με την περίπτωση, να καταβάλει το ποσό των εξόδων με το οποίο έχουν επιβαρυνθεί για την αγορά, εξέταση και/ή δοκιμή του προϊόντος ή της υπηρεσίας και/ή τον έλεγχο εγγράφων:
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οικονομικός φορέας υποβάλλει αίτημα προς την αρμόδια αρχή για-
(α) συγκατάθεση για εκ νέου διαθεσιμότητα προϊόντος ή υπηρεσίας στην αγορά· ή
(β) άρση της απαγόρευσης της διάθεσης στην αγορά προϊόντος ή υπηρεσίας,
η διαθεσιμότητα του οποίου στην αγορά αναστέλλεται ή η διάθεση στην αγορά απαγορεύεται από την αρμόδια αρχή, λόγω του ότι δεν φέρει τη σήμανση CE ή δεν συνοδεύεται από τα απαιτούμενα έγγραφα, προκαταβάλλει στην αρμόδια αρχή και στις αρχές επιτήρησης της προσβασιμότητας οποιαδήποτε έξοδα αυτοί αναμένεται να υποστούν για την εξέταση και/ή δοκιμή του προϊόντος ή της υπηρεσίας και/ή τον έλεγχο εγγράφων, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της εξέτασης και/ή δοκιμής του προϊόντος της υπηρεσίας και/ή του ελέγχου εγγράφων.
(3) Το ποσό των αναφερόμενων στο εδάφιο (1) εξόδων εισπράττεται από την αρμόδια αρχή, όταν περάσει άπρακτη η προθεσμία προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου των εβδομήντα πέντε (75) ημερών.
(4) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής των κατά τον παρόντα Νόμο καταβαλλόμενων από οικονομικό φορέα εξόδων, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.