20.-(1) Ο επιθεωρητής εξετάζει παράπονα σχετικά με διαφορά που πιθανόν να προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, από οποιοδήποτε πρόσωπο υπήκοο κράτους μέλους, το οποίο θεωρεί ότι θίγεται από τη διαφορά αυτή και, για λογαριασμό τέτοιου προσώπου και, αμέσως μόλις του υποβληθεί τέτοιο παράπονο, ακολουθεί τη διαδικασία που προβλέπεται στα εδάφια (2), (3) και (4) υπό την προϋπόθεση ότι η υπόθεση δεν έχει εγερθεί ενώπιον Δικαστηρίου.
(2) Ο επιθεωρητής ασκώντας τις εξουσίες που παρέχονται σε αυτόν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ερευνά με κάθε πρόσφορο τρόπο παράπονο που του έχει υποβληθεί και ιδίως καλεί το πρόσωπο, κατά του οποίου υποβάλλεται το παράπονο και κάθε άλλο πρόσωπο που έχει αρμοδιότητα ή ευθύνη γι' αυτό, να παράσχει πληροφορίες, διευκρινίσεις ή οποιοδήποτε στοιχείο κατέχει ή είναι υπό τον έλεγχό του, που εξυπηρετούν ή διευκολύνουν τη διερεύνηση του παραπόνου και επιχειρεί να διευθετήσει τη διαφορά.
(3) Σε περίπτωση που επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς, κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2), ο επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό διευθέτησης της διαφοράς το οποίο υπογράφεται και από τα δύο (2) μέρη.
(4) Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί η διευθέτηση της διαφοράς, κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2), ο επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό στο οποίο αναγράφει όλες τις ενέργειες και διαπιστώσεις του και το οποίο δύναται να χρησιμοποιηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου, από την ημερομηνία της υποβολής του προβλεπόμενου στο εδάφιο (1) παραπόνου μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του προβλεπόμενου στο εδάφιο (4) πρακτικού, διακόπτεται τυχόν ισχύουσα προθεσμία προσφυγής στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών του προσώπου που έχει υποβάλει ή για λογαριασμό του οποίου υποβλήθηκε το παράπονο και η περίοδος παραγραφής της απαίτησής του.