Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2014/112/ΕΕ του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 2014 για την εφαρμογή της ευρωπαϊκής συμφωνίας ναυσιπλοΐας, που συνήφθη από την Ευρωπαϊκή Ένωση Εσωτερικής Ναυσιπλοΐας (European Barge Union – EBU), την Ευρωπαϊκή Οργάνωση Πλοιάρχων (European Skippers Organisation – ESO) και την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εργαζομένων στις Μεταφορές (European Transport Workers’ Federation – ETF)»,
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Οργάνωσης του Χρόνου Εργασίας στον Τομέα των Μεταφορών Εσωτερικής Ναυσιπλοΐας Νόμος του 2024.
2. Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αρμόδια αρχή» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·
«επιβαίνον προσωπικό» σημαίνει τους υπαλλήλους επί επιβατηγού πλοίου οι οποίοι δεν είναι μέλη του πληρώματος·
«επιβατηγό πλοίο» σημαίνει πλοίο ημερήσιων εκδρομών ή με καμπίνες, το οποίο είναι κατασκευασμένο ή διαρρυθμισμένο για τη μεταφορά περισσότερων των δώδεκα (12) επιβατών·
«επιθεωρητής» σημαίνει επιθεωρητή ο οποίος ορίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18 για να ασκεί τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο καθήκοντα·
«επιχειρηματίας μεταφορών εσωτερικής ναυσιπλοΐας» σημαίνει πρόσωπο το οποίο εκμεταλλεύεται σκάφη για εμπορικούς λόγους στον τομέα των μεταφορών εσωτερικής ναυσιπλοΐας προς ίδιον όφελος·
«εποχή» σημαίνει χρονικό διάστημα ανώτατης διάρκειας εννέα (9) διαδοχικών μηνών εντός πλαισίου δώδεκα (12) μηνών, στη διάρκεια του οποίου οι δραστηριότητες περιορίζονται λόγω εξωτερικών συνθηκών, περιλαμβανομένων των καιρικών συνθηκών ή της τουριστικής ζήτησης σε συγκεκριμένες εποχές του έτους·
«εργαζόμενος σε βάρδιες» σημαίνει εργαζόμενο με ωράριο που εντάσσεται σε πρόγραμμα εργασίας κατά βάρδιες·
«εργαζόμενος τη νύκτα» σημαίνει-
(α) εργαζόμενο ο οποίος εκτελεί κανονικά τουλάχιστον τρεις (3) ώρες της καθημερινής του εργασίας στη διάρκεια του νυκτερινού ωραρίου· και
(β) εργαζόμενο ο οποίος ενδέχεται να εργάζεται, με νυκτερινό ωράριο στη διάρκεια συγκεκριμένου μέρους του ετήσιου χρόνου εργασίας, το οποίο ορίζεται-
(i) δυνάμει των διατάξεων του περί της Οργάνωσης του Χρόνου Εργασίας Νόμου, ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους· ή
(ii) με συλλογικές συμβάσεις ή με συμφωνίες που συνάπτονται με τους κοινωνικούς εταίρους σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο·
«ημέρα ανάπαυσης» σημαίνει τον συνεχή χρόνο ανάπαυσης επί είκοσι τεσσάρων (24) ωρών, τον οποίο ο εργαζόμενος περνά σε τόπο ελεύθερης επιλογής του·
«μετακινούμενος εργαζόμενος» σημαίνει εργαζόμενο ο οποίος απασχολείται ως μέλος του επιβαίνοντος προσωπικού επιχείρησης, η οποία παρέχει υπηρεσίες μεταφορών επιβατών ή εμπορευμάτων διά μέσου εσωτερικών πλωτών οδών και οι αναφορές σε «εργαζόμενους» στον παρόντα Νόμο ερμηνεύονται αναλόγως·
«νυκτερινό ωράριο» σημαίνει τον χρόνο μεταξύ των ωρών 23:00 και 06:00·
«σκάφος» σημαίνει πλοίο ή πλωτό εξοπλισμό·
«συμφωνία» σημαίνει την ευρωπαϊκή συμφωνία σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας στον τομέα των μεταφορών, που συνήφθη από την Ευρωπαϊκή Ένωση Εσωτερικής Ναυσιπλοΐας (European Barge Union – EBU), την Ευρωπαϊκή Οργάνωση Πλοιάρχων (European Skippers Organisation – ESO) και την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εργαζομένων στις Μεταφορές (European Transport Workers’ Federation – ETF)·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·
«φύλλο υπηρεσίας» σημαίνει πρόγραμμα στο οποίο περιλαμβάνεται ο σχεδιασμός των ημερών εργασίας και ανάπαυσης και το οποίο κοινοποιείται εκ των προτέρων από τον εργοδότη στον εργαζόμενο·
«χρόνος ανάπαυσης» σημαίνει τον χρόνο εκτός του ωραρίου εργασίας και περιλαμβάνει τον χρόνο ανάπαυσης επάνω στο κινούμενο σκάφος, σε σταματημένο σκάφος και στην ξηρά, ενώ δεν περιλαμβάνει σύντομα διαλείμματα ανάπαυσης διάρκειας έως δεκαπέντε (15) λεπτά·
«ωράριο εργασίας» σημαίνει τον χρόνο κατά τον οποίο εργαζόμενος προβλέπεται να εκτελεί εργασία ή είναι διαθέσιμος προς εκτέλεση εργασίας, ήτοι χρόνος διαθεσιμότητας, στο σκάφος και για το σκάφος κατ’ εντολή του εργοδότη ή του εκπροσώπου του εργοδότη·
3.-(1) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται σε μετακινούμενους εργαζομένους, οι οποίοι εργάζονται ως μέλη του ναυτικού προσωπικού, ήτοι ως μέλη πληρώματος, ή με άλλη ιδιότητα, ήτοι ως επιβαίνον προσωπικό, σε σκάφος το οποίο δραστηριοποιείται στην επικράτεια κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του ΕΟΧ στον τομέα των εμπορικών μεταφορών εσωτερικής ναυσιπλοΐας, όταν η συμβατική σχέση μεταξύ του εργοδότη και του μετακινούμενου εργαζόμενου διέπεται από το εθνικό δίκαιο:
(2) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν επηρεάζουν εθνικές ή διεθνείς διατάξεις σχετικά με την ασφάλεια της εσωτερικής ναυσιπλοΐας, οι οποίες ισχύουν για μετακινούμενους εργαζόμενους και για τα αναφερόμενα στην επιφύλαξη του εδαφίου (1) πρόσωπα.
(3) Σε περίπτωση που υπάρχουν διαφορές όσον αφορά τους χρόνους ανάπαυσης μετακινούμενων εργαζομένων μεταξύ του παρόντος Νόμου και άλλων εθνικών και διεθνών διατάξεων για την ασφάλεια της εσωτερικής ναυσιπλοΐας, υπερισχύουν οι διατάξεις οι οποίες εξασφαλίζουν μεγαλύτερο βαθμό προστασίας της υγείας και της ασφάλειας.
(4) Μετακινούμενοι εργαζόμενοι που εργάζονται σε σκάφος το οποίο δραστηριοποιείται στην επικράτεια κράτους μέλους εκτός του τομέα των εμπορικών μεταφορών εσωτερικής ναυσιπλοΐας και οι συνθήκες εργασίας των οποίων ρυθμίζονται από συλλογικές συμβάσεις και μισθολογικές συμφωνίες μεταξύ των οργανώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων, δύνανται, αφού ζητηθεί η γνώμη και δοθεί η συγκατάθεση των οργανώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων, να συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας, σε περίπτωση που οι διατάξεις της συμφωνίας είναι πιο ευνοϊκές για τους εργαζόμενους.
4.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (4), το ωράριο εργασίας καθορίζεται καταρχήν με βάση τις οκτώ (8) ώρες την ημέρα.
(2) Το ωράριο εργασίας δύναται να παραταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4) εάν στο πλαίσιο των δώδεκα (12) μηνών το οποίο λογίζεται ως περίοδος αναφοράς, δεν υπερβαίνεται ο μέσος όρος των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα.
(3) Ο μέγιστος χρόνος εργασίας κατά την περίοδο αναφοράς είναι δύο χιλιάδες τριακόσιες τέσσερις (2304) ώρες:
(4) Για σχέσεις εργασίας, η διάρκεια των οποίων είναι μικρότερη από την περίοδο αναφοράς, ο υπολογισμός του ανώτατου επιτρεπόμενου ωραρίου εργασίας βασίζεται στη μέθοδο του υπολογισμού κατ’ αναλογία των περιόδων απασχόλησης.
5.-(1) Το ωράριο εργασίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει-
(α) τις δεκατέσσερις (14) ώρες, σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο είκοσι τεσσάρων (24) ωρών· και
(β) τις ογδόντα τέσσερις (84) ώρες σε κάθε περίοδο επτά (7) ημερών.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία, σύμφωνα με το φύλλο υπηρεσίας, υπάρχουν περισσότερες ημέρες ανάπαυσης από ημέρες εργασίας, δεν επιτρέπεται η υπέρβαση των εβδομήντα δύο (72) ωρών εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας κατά μέσο όρο εντός περιόδου τεσσάρων (4) μηνών.
6.-(1) Επιτρέπεται η απασχόληση επί τριάντα μία (31) διαδοχικές ημέρες κατ’ ανώτατο όριο.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία, σύμφωνα με το φύλλο υπηρεσίας, οι ημέρες εργασίας δεν υπερβαίνουν τις ημέρες ανάπαυσης, αμέσως μετά τη λήξη των διαδοχικών ημερών εργασίας χορηγείται ο ίδιος αριθμός διαδοχικών ημερών ανάπαυσης:
Νοείται ότι, εξαιρέσεις από τον αριθμό των διαδοχικών ημερών ανάπαυσης που χορηγείται αμέσως, επιτρέπονται υπό τον όρο ότι-
(α) ο ανώτατος αριθμός διαδοχικών ημερών δεν υπερβαίνει τις τριάντα μία (31) ημέρες· και
(β) ο αναφερόμενος στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (3) ελάχιστος αριθμός διαδοχικών ημερών ανάπαυσης χορηγείται αμέσως μετά τη λήξη των διαδοχικών ημερών εργασίας· και
(γ) η περίοδος παράτασης ή ανταλλαγής των ημερών εργασίας αντισταθμίζεται εντός του χρονικού διαστήματος αναφοράς.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία σύμφωνα με το φύλλο υπηρεσίας, οι ημέρες εργασίας υπερβαίνουν τις ημέρες ανάπαυσης, ο ελάχιστος αριθμός διαδοχικών ημερών ανάπαυσης αμέσως μετά τη λήξη των διαδοχικών ημερών εργασίας καθορίζεται ως εξής:
(α) Από πρώτη (1η) έως την δέκατη (10η) διαδοχική ημέρα εργασίας: 0,2 ημέρες ανάπαυσης για κάθε διαδοχική ημέρα εργασίας·
(β) από εντέκατη (11η) έως εικοστή (20ή) διαδοχική ημέρα εργασίας: 0,3 ημέρες ανάπαυσης για κάθε διαδοχική ημέρα εργασίας· και
(γ) από εικοστή πρώτη (21η) έως τριακοστή πρώτη (31η) διαδοχική ημέρα εργασίας: 0,4 ημέρες για κάθε διαδοχική ημέρα εργασίας.
(4) Στον υπολογισμό των προβλεπόμενων στο εδάφιο (3) ελάχιστων διαδοχικών ημερών ανάπαυσης προστίθενται τα ποσοστά ημερών ανάπαυσης και χορηγούνται ως ολόκληρες ημέρες ανάπαυσης.
7.-(1) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6, δύνανται να εφαρμόζονται τα ακόλουθα για τους εργαζόμενους που εργάζονται στη διάρκεια της τουριστικής περιόδου σε επιβατηγό πλοίο:
(α) Το ωράριο εργασίας, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει-
(i) τις δώδεκα (12) ώρες σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο είκοσι τεσσάρων (24) ωρών· και
(ii) τις εβδομήντα δύο (72) ώρες σε κάθε περίοδο επτά (7) ημερών· και
(β) ανά ημέρα εργασίας, πιστώνεται στον εργαζόμενο 0,2 ημέρες ανάπαυσης:
(2) Η αντιστάθμιση των αναφερόμενων στο εδάφιο (1) υπόλοιπων ημερών ανάπαυσης και η τήρηση του κατά μέσο όρο ωραρίου των σαράντα οκτώ (48) ωρών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 διενεργείται βάσει συλλογικών συμβάσεων ή συμφωνιών μεταξύ των κοινωνικών εταίρων ή, αν δεν υπάρχουν τέτοιου είδους συμφωνίες, βάσει του εθνικού δικαίου.
8.-(1) Οι εργαζόμενοι διαθέτουν τακτικές και επαρκώς μεγάλες και συνεχείς περιόδους ανάπαυσης, η διάρκεια των οποίων εκφράζεται σε μονάδες χρόνου και οι οποίες είναι επαρκώς μακρές και συνεχείς, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι εργαζόμενοι δεν θα προκαλούν σωματικές βλάβες στους ιδίους, σε συναδέλφους τους ή σε τρίτους και ότι δεν θα βλάπτουν την υγεία τους, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, λόγω κόπωσης ή άτακτων ρυθμών εργασίας.
(2) Οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) περίοδοι ανάπαυσης δεν υπερβαίνουν:
(α) Τις δέκα (10) ώρες σε κάθε χρονική περίοδο είκοσι τεσσάρων (24) ωρών, εκ των οποίων τουλάχιστον έξι (6) ώρες χωρίς διακοπή· και
(β) τις ογδόντα τέσσερις (84) ώρες σε κάθε περίοδο επτά (7) ημερών.
9. Εργαζόμενος δικαιούται κατά την καθημερινή του εργασία, η οποία υπερβαίνει τις έξι (6) ώρες, ένα (1) διάλειμμα, οι λεπτομέρειες, η διάρκεια και οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση του οποίου, καθορίζονται σε συλλογικές συμβάσεις ή με συμφωνίες μεταξύ των κοινωνικών εταίρων ή, εάν δεν υπάρχουν τέτοιου είδους συμφωνίες, βάσει του εθνικού δικαίου.
10. Με βάση τη νυκτερινή περίοδο επτά (7) ωρών, η μέγιστη κατ’ εβδομάδα διάρκεια εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας ανέρχεται σε σαράντα δύο (42) ώρες ανά περίοδο επτά (7) ημερών.
11.-(1) Εργαζόμενος δικαιούται τουλάχιστον τέσσερις (4) εβδομάδες ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ή το αντίστοιχο μερίδιο σε περίπτωση που η απασχόληση διαρκεί λιγότερο από ένα (1) έτος, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει ο περί της Οργάνωσης του Χρόνου Εργασίας Νόμος και/ή πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας.
(2) Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών δύναται να αντικατασταθεί από χρηματική αποζημίωση μόνο σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.
12. Για εργαζόμενους ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ (18) ετών ισχύουν οι διατάξεις του περί Προστασίας των Νέων κατά την Απασχόληση Νόμου.
13.-(1) Το ωράριο εργασίας και ανάπαυσης κάθε εργαζομένου καταγράφεται καθημερινά ώστε να ελέγχεται η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 4, 5, 6, 7, 8, 10, 11, 12 και 14.
(2) Οι καταγραφές φυλάσσονται στο πλοίο τουλάχιστον μέχρι τη λήξη της περιόδου αναφοράς.
(3) Οι καταγραφές ελέγχονται και επιβεβαιώνονται σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα, το αργότερο μέχρι τη λήξη του επόμενου μηνός, από τον εργοδότη ή αντιπρόσωπό του, από κοινού με τον εργαζόμενο.
(4) Οι καταγραφές περιλαμβάνουν κατ’ ελάχιστο τα ακόλουθα στοιχεία:
(α) Όνομα σκάφους·
(β) ονοματεπώνυμο εργαζόμενου·
(γ) ονοματεπώνυμο του υπεύθυνου κυβερνήτη του πλοίου·
(δ) ημερομηνία·
(ε) ημέρα εργασίας και ανάπαυσης· και
(στ) έναρξη και λήξη των καθημερινών περιόδων εργασίας και ανάπαυσης.
(5) Ο εργαζόμενος λαμβάνει αντίγραφο με τις επιβεβαιωμένες καταγραφές που αφορούν το ωράριό του, το οποίο αντίγραφο φέρει μαζί του επί έναν (1) χρόνο.
14.-(1) Ο κυβερνήτης του σκάφους ή ο αναπληρωτής του έχει δικαίωμα να απαιτήσει από εργαζόμενο να εκτελέσει το ωράριο εργασίας, το οποίο είναι αναγκαίο για την άμεση ασφάλεια του σκάφους, των επιβατών του πλοίου και του φορτίου ή για την παροχή βοήθειας σε άλλα πλοία ή πρόσωπα που βρίσκονται σε έκτακτη ανάγκη.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδάφιου (1), ο κυβερνήτης του σκάφους ή ο αναπληρωτής του δύναται να απαιτήσει από εργαζόμενο να εκτελέσει το αναγκαίο ωράριο εργασίας μέχρι να αποκατασταθεί η ομαλή κατάσταση.
(3) Μόλις καταστεί δυνατό, μετά την αποκατάσταση της ομαλής κατάστασης, ο κυβερνήτης του σκάφους ή ο εκπρόσωπος του εξασφαλίζει ότι οι εργαζόμενοι που εκτέλεσαν εργασία στη διάρκεια περιόδου ανάπαυσης σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, έχουν τη δυνατότητα επαρκούς περιόδου ανάπαυσης.
15.-(1) Κάθε εργοδότης διασφαλίζει ότι όλοι οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα για μία (1) δωρεάν ιατρική εξέταση ετησίως, κατά την οποία δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στα συμπτώματα ή στις συνθήκες, που δύναται να οφείλονται στην εργασία στο πλοίο με ελάχιστους χρόνους ανάπαυσης και/ή με ελάχιστες ημέρες ανάπαυσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6 και 7.
(2) Οι εργαζόμενοι τη νύκτα, οι οποίοι αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας τα οποία αποδεδειγμένα οφείλονται στο γεγονός ότι εκτελούν νυκτερινή εργασία, μετατίθενται, όποτε είναι δυνατόν, σε θέση ημερήσιας εργασίας για την οποία είναι κατάλληλοι.
(3) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) δωρεάν ιατρική εξέταση υπόκειται στο ιατρικό απόρρητο.
16.-(1) Οι εργαζόμενοι τη νύκτα και οι εργαζόμενοι σε βάρδιες απολαμβάνουν προστασία της υγείας και της ασφάλειάς τους, ανάλογη προς τη φύση της εργασίας τους.
(2) Οι κατάλληλες υπηρεσίες ή τα μέτρα προστασίας και πρόληψης στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων τη νύκτα και των εργαζομένων σε βάρδιες είναι ισοδύναμα με τα προσφερόμενα στους άλλους εργαζόμενους και είναι διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή.
17. Εργοδότης ο οποίος προτίθεται να οργανώσει την εργασία με ορισμένο ρυθμό λαμβάνει υπόψη τη γενική αρχή της προσαρμογής της εργασίας στον άνθρωπο, προκειμένου ιδίως να περιοριστεί η μονότονη και η ρυθμική εργασία, σε συνάρτηση με το είδος της δραστηριότητας και τις απαιτήσεις ασφάλειας και υγείας, ειδικότερα όσον αφορά τα διαλείμματα του χρόνου εργασίας.
18. Ο Υπουργός δύναται να ορίζει επιθεωρητές, για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
19. Οι αρμοδιότητες του επιθεωρητή περιλαμβάνουν-
(α) τη διασφάλιση της πλήρους και αποτελεσματικής εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είτε με τη διεξαγωγή αυτεπάγγελτης έρευνας για τον έλεγχο της εφαρμογής τους, είτε με την εξέταση παραπόνων που του υποβάλλονται για διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή τους·
(β) την παροχή πληροφοριών, συμβουλών και υποδείξεων προς τους εργοδότες και τους εργαζόμενους σχετικά με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τήρησης των διατάξεων του παρόντος Νόμου· και
(γ) την αναφορά προς τον Υπουργό προβλημάτων που προκύπτουν κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και την υποβολή προτάσεων σχετικά με μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπισής τους.
20.-(1) Ο επιθεωρητής εξετάζει παράπονα σχετικά με διαφορά που πιθανόν να προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, από οποιοδήποτε πρόσωπο υπήκοο κράτους μέλους, το οποίο θεωρεί ότι θίγεται από τη διαφορά αυτή και, για λογαριασμό τέτοιου προσώπου και, αμέσως μόλις του υποβληθεί τέτοιο παράπονο, ακολουθεί τη διαδικασία που προβλέπεται στα εδάφια (2), (3) και (4) υπό την προϋπόθεση ότι η υπόθεση δεν έχει εγερθεί ενώπιον Δικαστηρίου.
(2) Ο επιθεωρητής ασκώντας τις εξουσίες που παρέχονται σε αυτόν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ερευνά με κάθε πρόσφορο τρόπο παράπονο που του έχει υποβληθεί και ιδίως καλεί το πρόσωπο, κατά του οποίου υποβάλλεται το παράπονο και κάθε άλλο πρόσωπο που έχει αρμοδιότητα ή ευθύνη γι' αυτό, να παράσχει πληροφορίες, διευκρινίσεις ή οποιοδήποτε στοιχείο κατέχει ή είναι υπό τον έλεγχό του, που εξυπηρετούν ή διευκολύνουν τη διερεύνηση του παραπόνου και επιχειρεί να διευθετήσει τη διαφορά.
(3) Σε περίπτωση που επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς, κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2), ο επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό διευθέτησης της διαφοράς το οποίο υπογράφεται και από τα δύο (2) μέρη.
(4) Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί η διευθέτηση της διαφοράς, κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2), ο επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό στο οποίο αναγράφει όλες τις ενέργειες και διαπιστώσεις του και το οποίο δύναται να χρησιμοποιηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου, από την ημερομηνία της υποβολής του προβλεπόμενου στο εδάφιο (1) παραπόνου μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του προβλεπόμενου στο εδάφιο (4) πρακτικού, διακόπτεται τυχόν ισχύουσα προθεσμία προσφυγής στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών του προσώπου που έχει υποβάλει ή για λογαριασμό του οποίου υποβλήθηκε το παράπονο και η περίοδος παραγραφής της απαίτησής του.
21.-(1) Κάθε εργοδότης ή αντιπρόσωπός του και κάθε εργοδοτούμενος στον εν λόγω εργοδότη, εφόσον το απαιτεί ο επιθεωρητής, παρέχει σε αυτόν κάθε πληροφορία, βιβλίο, αρχείο, πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο έχει στην κατοχή του σχετικά με τα ρυθμιζόμενα στον παρόντα Νόμο θέματα.
(2) Ο εργοδότης, αντιπρόσωπός του ή ο εργοδοτούμενος σ’ αυτόν, παρέχει τα μέσα που απαιτούνται από τον επιθεωρητή τα οποία είναι απαραίτητα για την είσοδο, επιθεώρηση, εξέταση, έρευνα, ή άλλη άσκηση εξουσίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου σχετικά με την επιχείρηση του εργοδότη αυτού.
22.-(1) Ο επιθεωρητής θεωρεί και χειρίζεται ως απόρρητο κάθε ζήτημα και κάθε πληροφορία, γραπτή ή προφορική, που περιήλθε σε γνώση του κατά τη διεκπεραίωση του έργου του και δεν αποκαλύπτει ή μεταδίδει οποιοδήποτε τέτοιο ζήτημα ή πληροφορία.
(2) Σε περίπτωση που επιθεωρητής ενεργεί κατά παράβαση της προβλεπόμενης στο εδάφιο (1) υποχρέωσης για εχεμύθεια, υπέχει αστική ευθύνη κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 70 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.
23.-(1) Πρόσωπο το οποίο-
(α) παρεμποδίζει επιθεωρητή κατά την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας παρέχεται σε αυτόν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου·
(β) αρνείται να απαντήσει ή απαντά ψευδώς σε οποιαδήποτε έρευνα για την οποία παρέχεται εξουσία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου·
(γ) παραλείπει να παρουσιάσει οποιοδήποτε αρχείο, πιστοποιητικό, βιβλίο, ή άλλο έγγραφο ή στοιχείο που απαιτείται να παρουσιάσει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου·
(δ) παρεμποδίζει, ή αποπειράται να παρεμποδίσει οποιοδήποτε πρόσωπο από του να παρουσιαστεί ενώπιον επιθεωρητή ή να εξεταστεί από αυτόν,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000) ή και στις δύο (2) αυτές ποινές.
(2) Εργοδότης ο οποίος παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000), ή και στις δύο (2) αυτές ποινές.
(3) Νομικό πρόσωπο και οποιοδήποτε μέλος του διοικητικού συμβουλίου αυτού, ο γενικός διευθυντής, ο γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος ή άλλο όργανο διοικήσεως του νομικού αυτού προσώπου, που αποδεικνύεται ότι συναίνεσε ή συνέπραξε στην τέλεση του αδικήματος υπέχει ποινική ευθύνη σε σχέση με τα προβλεπόμενα στα εδάφια (1) και (2) ποινικά αδικήματα.