161. Η αντιπροσωπεία λύνεται με την ανάκληση της πληρεξουσιότητας από τον αντιπροσωπευόμενο~ ή με την καταγγελία της αντιπροσωπείας από τον αντιπρόσωπο~ ή με την αποπεράτωση των εργασιών της αντιπροσωπείας~ ή με το θάνατο ή τον κλονισμό του λογικού του αντιπροσωπευόμενου ή του αντιπροσώπου~ ή με την κήρυξη του αντιπροσωπευόμενου από το δικαστήριο σε κατάσταση πτώχευσης ή αφερεγγυότητας δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε Νόμου που ισχύει εκάστοτε, ο οποίος αφορά την πτώχευση ή την αφερεγγυότητα.
162. Αν ο αντιπρόσωπος έχει συμφέρον στην περιουσία, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της αντιπροσωπείας, ελλείψει ρητού συμβατικού όρου, η αντιπροσωπεία δεν δύναται να λυθεί προς βλάβη του συμφέροντος αυτού.
163. Εκτός αν άλλως προνοείται βάσει του άρθρου 162, ο αντιπροσωπευόμενος δύναται να ανακαλέσει οποτεδήποτε την πληρεξουσιότητα που έδωσε στον αντιπρόσωπο πριν αυτή ασκηθεί κατά τρόπο που να δεσμεύει τον αντιπροσωπευόμενο.
164. Ο αντιπροσωπευόμενος δεν δύναται να ανακαλέσει την πληρεξουσιότητα που έδωσε στον αντιπρόσωπο μετά τη μερική άσκηση της, όσον αφορά πράξεις και υποχρεώσεις που προκύπτουν από πράξεις που ήδη τελέστηκαν σχετικά με την αντιπροσωπεία.
165. Αν υπάρχει ρητός ή σιωπηρός συμβατικός όρος για ορισμένη χρονική διάρκεια της αντιπροσωπείας, ο αντιπροσωπευόμενος ή ο αντιπρόσωπος οφείλει να αποζημιώσει τον άλλο για την άκαιρη, χωρίς επαρκή λόγο, ανάκληση της πληρεξουσιότητας ή καταγγελία της αντιπροσωπείας, ανάλογα με την περίπτωση.
166. Σε περίπτωση ανάκλησης ή καταγγελίας πρέπει να δίνεται προς τούτο εύλογη προειδοποίηση~ το πρόσωπο που ανακαλεί ή καταγγέλλει ανάλογα με την περίπτωση, χωρίς εύλογη προειδοποίηση, υποχρεούται σε αποκατάσταση της ζημιάς που προξενήθηκε στον άλλο συνεπεία τούτου.
167. Η ανάκληση και η καταγγελία δύναται να είναι ρητή ή να συνάγεται από τη συμπεριφορά του αντιπροσωπευόμενου ή του αντπροσώπου αντίστοιχα.
168. Η παύση της πληρεξουσιότητας, όσον αφορά τον αντιπρόσωπο, δεν καθίσταται ενεργός, πριν αυτή περιέλθει σε γνώση του, και όσον αφορά τρίτους πριν περιέλθει σε γνώση τους.
169. Αν η αντιπροσωπεία λυθεί με το θάνατο ή τον κλονισμό του λογικού του αντιπροσωπευόμενου, ο αντιπρόσωπος οφείλει να λάβει για λογαριασμό των εκπροσώπων του αποθανόντα αντιπροσωπευόμενου κάθε εύλογο μέτρο για την προστασία και συντήρηση των συμφερόντων που του εμπιστεύθηκαν.
170. Τηρουμένων των κανόνων που περιλαμβάνονται στο Μέρος αυτό και που αφορούν την παύση της πληρεξουσιότητας αντιπροσώπου, η παύση της πληρεξουσιότητας αυτής επιφέρει και την παύση της πληρεξουσιότητας όλων των υποκατάστατων αντιπροσώπων που διορίστηκαν από αυτόν.