51. Αν η σύμβαση συνίσταται από αμοιβαίες υποσχέσεις που πρέπει να εκπληρωθούν ταυτόχρονα, κανένας από τους οφειλέτες δεν υποχρεούται να εκπληρώσει την υπόσχεση που τον βαρύνει εκτός αν ο άλλος είναι έτοιμος και πρόθυμος να εκπληρώσει την υπόσχεση που τον βαρύνει.
52. Σε περίπτωση που η σύμβαση ορίζει ρητά την τάξη κατά την οποία θα εκπληρωθούν οι αμοιβαίες υποσχέσεις, αυτές πρέπει να εκπληρώνονται κατά την οριζόμενη τάξη~ ελλείψει τέτοιου όρου στη σύμβαση, οι υποσχέσεις πρέπει να εκπληρώνονται κατά την τάξη που επιβάλλει η φύση της συναλλαγής.
53. Αν η σύμβαση περιέχει αμοιβαίες υποσχέσεις και ο ένας από τους συμβαλλόμενους εμποδίζει τον άλλο να εκπληρώσει την υπόσχεση που τον βαρύνει, η σύμβαση καθίσταται ακυρώσιμη κατ’ εκλογή του συμβαλλόμενου που εμποδίζεται και ο τελευταίος έχει δικαίωμα αποζημίωσης από τον άλλο για οποιαδήποτε ζημιά την οποία ήθελε υποστεί λόγω της μη εκπλήρωσης της σύμβασης.
54. Αν μια από τις αμοιβαίες υποσχέσεις από τις οποίες συνίσταται η σύμβαση, δεν δύναται να εκπληρωθεί ή η εκπλήρωση της δεν δύναται να αξιωθεί πριν από την εκπλήρωση της άλλης, το πρόσωπο που βαρύνεται με την άλλη αυτή υπόσχεση, αν παραλείψει να την εκπληρώσει, δεν δύναται να αξιώσει εκπλήρωση της υπόσχεσης με την οποία βαρύνεται ο άλλος από τους συμβαλλόμενους, υποχρεούται όμως να τον αποζημιώσει για κάθε ζημιά, την οποία ήθελε υποστεί, λόγω της μη εκπλήρωσης της σύμβασης.
55.-(1) Αν ένας από τους συμβαλλόμενους ανέλαβε την υποχρέωση να προβεί σε ορισμένη ενέργεια εντός ορισμένου χρόνου ή πριν από το χρόνο αυτό, ή σε ορισμένες ενέργειες εντός ορισμένων χρόνων ή πριν από τους χρόνους αυτούς, και παραλείψει να προβεί σε οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια κατά ή πριν από τον ορισμένο χρόνο, η σύμβαση ή το μέρος της σύμβασης που δεν εκπληρώθηκε ακόμη καθίσταται ακυρώσιμο κατ’ εκλογή του δανειστή, αν πρόθεση των συμβαλλόμενων ήταν να καταστήσουν το χρόνο ουσιώδη όρο της σύμβασης.
(2) Aν πρόθεση των συμβαλλόμενων δεν ήταν να καταστήσουν το χρόνο ουσιώδη όρο της σύμβασης, η σύμβαση δεν καθίσταται ακυρώσιμη λόγω παράλειψης του οφειλέτη να ενεργήσει εντός του ορισμένου χρόνου ή πριν από αυτόν~ ο δανειστής όμως έχει δικαίωμα αποζημίωσης από τον οφειλέτη για κάθε ζημιά, την οποία ήθελε υποστεί λόγω της παράλειψης αυτής.
(3) Σε περίπτωση ακυρώσιμης σύμβασης λόγω παράλειψης του οφειλέτη να εκπληρώσει την υπόσχεση του στο χρόνο που συμφωνήθηκε, αν ο δανειστής αποδεχτεί εκπλήρωση της υπόσχεσης σε χρόνο άλλον από αυτόν που συμφωνήθηκε, τότε δεν δύναται να αξιώσει αποζημίωση για ζημιά που υπέστη λόγω μη εκπλήρωσης κατά το χρόνο που συμφωνήθηκε, εκτός αν, κατά το χρόνο της αποδοχής, γνωστοποιήσει στον οφειλέτη την πρόθεση του να αξιώσει αποζημίωση.
56.-(1) Συμφωνία προς τέλεση πράξης αφ’ εαυτής αδύνατης είναι άκυρη.
(2) Σύμβαση προς τέλεση πράξης, η οποία μετά την κατάρτιση της σύμβασης καθίσταται αδύνατη, ή παράνομη λόγω γεγονότος το οποίο ο οφειλέτης δεν μπορούσε να αποτρέψει, καθίσταται άκυρη μόλις η πράξη καταστεί αδύνατη ή παράνομη.
(3) Αν η υπόσχεση αφορά πράξη αδύνατη ή παράνομη και ο οφειλέτης γνώριζε ή αν κατέβαλλε εύλογη επιμέλεια, μπορούσε να γνώριζε το αδύνατο ή το παράνομο αυτής, ο δε δανειστής δεν γνώριζε ότι αυτή ήταν αδύνατη ή παράνομη, ο οφειλέτης υποχρεούται να αποζημιώσει το δανειστή για κάθε ζημιά, την οποία αυτός ήθελε υποστεί λόγω της μη εκπλήρωσης της υπόσχεσης.
57. Αν δυνάμει αμοιβαίων υποσχέσεων αναλήφθηκε υποχρέωση προς τέλεση, κατά πρώτο λόγο, ορισμένων πράξεων νόμιμων, κατά δεύτερο δε λόγο, υπό ορισμένες περιστάσεις, άλλων πράξεων παράνομων, το μέρος των υποσχέσεων που αφορά τις νόμιμες πράξεις συνιστά σύμβαση, ενώ το μέρος των υποσχέσεων που αφορά τις παράνομες πράξεις συνιστά άκυρη συμφωνία.