40. Η πτώχευση του πτωχεύσαντα, είτε έγινε μετά από αίτηση του ίδιου του πτωχεύσαντα είτε μετά από αίτηση πιστωτή ή πιστωτών, θεωρείται ότι ανάγεται στο παρελθόν και αρχίζει από το χρόνο διάπραξης της πράξης πτώχευσης με βάση την οποία εκδόθηκε εναντίον του το διάταγμα πτώχευσης, ή, αν αποδειχτεί ότι ο πτωχεύσας διέπραξε περισσότερες από μια πράξεις πτώχευσης, η πτώχευση του πτωχεύσαντα ανατρέχει στο, και αρχίζει από το χρόνο διάπραξης της πρώτης από τις πράξεις πτώχευσης που αποδείχτηκαν ότι διαπράχτηκαν από τον πτωχεύσαντα μέσα στους τρεις αμέσως προηγούμενους της υποβολής της αίτησης πτώχευσης μήνες αλλά ούτε η αίτηση πτώχευσης, ούτε το διάταγμα πτώχευσης, ούτε η κήρυξη σε πτώχευση καθίστανται άκυρες εξαιτίας οποιασδήποτε πράξης πτώχευσης προγενέστερης προς το χρέος του αιτούντα πιστωτή.
41. Η περιουσία του πτωχεύσαντα, που πρέπει να διανεμηθεί μεταξύ των πιστωτών, η οποία στο Νόμο αυτό αναφέρεται ως η περιουσία του πτωχεύσαντα, περιλαμβάνει τις πιο κάτω λεπτομέρειες:
(α) όλη η περιουσία αυτή που δυνατό να ανήκει ή που κατέχεται από τον πτωχεύσαντα κατά την έναρξη της πτώχευσης ή δυνατό να αποκτήθηκε ή περιήλθε σε αυτόν πριν από την αποκατάσταση του
(β) την ιδιότητα να ασκεί και λαμβάνει διαδικασίες για την άσκηση όλων των εξουσιών που αφορούν την περιουσία ή που σχετίζονται με αυτή, οι οποίες θα μπορούσαν να ασκηθούν από τον πτωχεύσαντα προς όφελος του κατά την έναρξη της πτώχευσης του ή πριν από την αποκατάσταση του
(γ) όλα τα εμπορεύματα, τα οποία κατά την έναρξη της πτώχευσης, βρίσκονταν στην κατοχή, διαταγή ή στη διάθεση του πτωχεύσαντα, κατά την άσκηση από αυτόν του εμπορίου ή της επιχείρησης του, με τη συναίνεση και άδεια του πραγματικού ιδιοκτήτη, υπό τέτοιες περιστάσεις ώστε ο πτωχεύσας να θεωρείται ως ο φερόμενος ιδιοκτήτης τους.
Νοείται ότι αγώγιμα δικαιώματα, άλλα από χρέη οφειλόμενα ή που καθίστανται οφειλόμενα στον πτωχεύσαντα στην πορεία του εμπορίου ή της επιχείρησης του, δεν θεωρούνται εμπορεύματα μέσα με την έννοια του άρθρου αυτού.
42. Τα πιο κάτω δεν αποτελούν μέρος της περιουσίας του πτωχεύσαντα που διανέμεται μεταξύ των πιστωτών του δηλαδή:
(α) περιουσία που βρίσκεται στην κατοχή του πτωχεύσαντα ως εμπίστευμα για οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο
(β) όλη η περιουσία που εξαιρείται από εκτέλεση με βάση οποιοδήποτε Νόμο που ισχύει εκάστοτε στην Κύπρο
(γ) ανεξάρτητα από τις σχετικές διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου:
(ί) Βιβλία, εργαλεία και άλλα αντικείμενα ή εξοπλισμός που χρησιμοποιούνται από τον πτωχεύσαντα και είναι λογικά αναγκαία για την απασχόληση ή επιχείρησή του, συνολικής αξίας που δεν υπερβαίνει τις έξι χιλιάδες ευρώ (€6.000), ώστε να πραγματοποιεί ο ίδιος τις καθημερινές δραστηριότητές του· και
(ίί) ένα όχημα, αξίας μέχρι τριών χιλιάδων ευρώ (€3.000), όταν τούτο είναι εύλογα αναγκαίο, ώστε ο πτωχεύσας να φέρει σε πέρας τις καθημερινές δραστηριότητές του:
(ίν) όταν ο πτωχεύσας ή εξαρτώμενοί του παρακολουθούν μαθήματα δημοτικής, μέσης, ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης, τα βιβλία, υλικά και άλλα είδη εξοπλισμού που είναι εύλογα αναγκαία στον πτωχεύσαντα ή στους εξαρτωμένους του, ανάλογα με την περίπτωση, για να συμμετέχει και να ολοκληρώσει αυτά τα μαθήματα·
(δ) ασφαλίσεις πρόσκαιρης διάρκειας ή ασφαλίσεις ζωής που κατά τη χρονική περίοδο της πτώχευσης δεν είχαν δημιουργήσει αξία εξαγοράς ή ασφαλίσεις ζωής για τις οποίες έχει συσταθεί καταπίστευμα προς όφελος της οικογένειας του πτωχεύσαντος:
43.-(1) Όταν εκδοθεί δεύτερο ή μεταγενέστερο διάταγμα πτώχευσης εναντίον πτωχεύσαντα ή αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα, ή όταν εκδοθεί διάταγμα διαχείρισης σε πτώχευση της περιουσίας πτωχεύσαντα που πέθανε, τότε για τους σκοπούς οποιασδήποτε διαδικασίας που είναι συνέπεια της έκδοσης του διατάγματος αυτού, ο διαχειριστής της αμέσως προηγούμενης πτώχευσης θεωρείται ως πιστωτής αναφορικά με οποιοδήποτε ανικανοποίητο υπόλοιπο των χρεών που δύνανται να επαληθευτούν στην πτώχευση εκείνη εναντίον της περιουσίας του πτωχεύσαντα.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία δεύτερο ή μεταγενέστερο διάταγμα πτώχευσης που εκδόθηκε εναντίον πτωχεύσαντα ή αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα ακολουθείται από διάταγμα το οποίο κηρύσσει αυτόν σε πτώχευση ή σε περίπτωση που εκδίδεται διάταγμα για τη διαχείριση εν πτωχεύσει της περιουσίας πτωχεύσαντα που πέθανε, κάθε περιουσία που αποκτήθηκε από τον πτωχεύσαντα από την τελευταία κήρυξη του σε πτώχευση, η οποία κατά την ημερομηνία της υποβολής της μεταγενέστερης αίτησης δεν διανεμήθηκε μεταξύ των πιστωτών στην αμέσως προηγούμενη πτώχευση, περιέρχεται (τηρουμένης οποιασδήποτε διάθεσης που έγινε από τον επίσημο παραλήπτη ή το διαχειριστή της πτώχευσης εκείνης, χωρίς γνώση της υποβολής της μεταγενέστερης αίτησης πτώχευσης και τηρουμένων των προνοιών των εδαφίων (5) και (6) του άρθρου αυτού), στο διαχειριστή της μεταγενέστερης πτώχευσης ή διαχείρισης εν πτωχεύσει της περιουσίας, ανάλογα με την περίπτωση.
(3) Όταν ο διαχειριστής πτώχευσης λάβει ειδοποίηση για μεταγενέστερη αίτηση πτώχευσης εναντίον του πτωχεύσαντα ή αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα ή, μετά το θάνατο του, της υποβολής αίτησης για διαχείριση της περιουσίας σε πτώχευση, ο διαχειριστής θα κρατεί την περιουσία που βρισκόταν τότε στην κατοχή του, η οποία αποκτήθηκε από τον πτωχεύσαντα αφότου κηρύχτηκε σε πτώχευση μέχρις ότου εκδικαστεί η μεταγενέστερη αίτηση και, αν με βάση τη μεταγενέστερη αίτηση εκδοθεί διάταγμα κήρυξης της πτώχευσης ή διάταγμα της διαχείρισης της περιουσίας σε πτώχευση, ο διαχειριστής θα πρέπει να μεταβιβάσει ολόκληρη την περιουσία αυτή ή τα εισοδήματα της (αφαιρουμένων των εξόδων και δαπανών του) στο διαχειριστή της μεταγενέστερης πτώχευσης ή της διαχείρισης σε πτώχευση, ανάλογα με την περίπτωση.
(4) Πληρωμή χρημάτων ή παράδοση περιουσίας σε πρόσωπο που κηρύσσεται μεταγενέστερα σε πτώχευση ή σε πρόσωπο που απαιτεί με βάση εκχώρηση που έγινε από αυτόν, θα αποτελεί, ανεξάρτητα από το τι περιλαμβάνεται στο Νόμο αυτό, έγκυρη απαλλαγή του προσώπου που προέβηκε στην πληρωμή ή την παράδοση της περιουσίας, αν η πληρωμή ή η παράδοση έγινε πριν την πραγματική ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος πτώχευσης και χωρίς ειδοποίηση για την υποβολή της αίτησης πτώχευσης και έγινε είτε σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των εργασιών ή άλλως πως καλή τη πίστη.
(5) Όλες οι συναλλαγές του πτωχεύσαντα με πρόσωπο που συναλλάσσεται με αυτόν καλή τη πίστη και έναντι αντιπαροχής, σχετικά με περιουσία, ανεξάρτητα αν είναι κινητή ή ακίνητη, η οποία αποκτήθηκε από τον πτωχεύσαντα μετά την κήρυξη της πτώχευσης, είναι έγκυρες έναντι του διαχειριστή, αν περατώθηκαν πριν από οποιαδήποτε παρέμβαση του διαχειριστή και κάθε δικαίωμα ή συμφέρον πάνω στην περιουσία αυτή, που περιήλθε στο διαχειριστή βάσει του Νόμου αυτού, τερματίζεται και διαβιβάζεται με τέτοιο τρόπο και σε τέτοια έκταση που δυνατό να απαιτηθεί για να καταστεί αποτελεσματική οποιαδήποτε τέτοια συναλλαγή.
Για το σκοπό του εδαφίου αυτού, η λήψη οποιωνδήποτε χρημάτων, αξιογράφων, ή διαπραγματεύσιμων τίτλων από ή με διαταγή ή εντολή του πτωχεύσαντα από τον τραπεζίτη του και οποιαδήποτε πληρωμή χρημάτων και οποιαδήποτε παράδοση αξιογράφων ή διαπραγματεύσιμων τίτλων που γίνεται από τον τραπεζίτη προς τον πτωχεύσαντα ή με διαταγή ή εντολή αυτού, θεωρούνται συναλλαγές του πτωχεύσαντα με τον τραπεζίτη αυτό ο οποίος συναλλάσσεται με τον πτωχεύσαντα έναντι αντιπαροχής.
(6) Όταν τραπεζίτης διαπιστώσει ότι το πρόσωπο που διατηρεί μαζί του λογαριασμό είναι πτωχεύσας που δεν αποκαταστάθηκε, τότε, εκτός αν ο τραπεζίτης ικανοποιηθεί ότι ο λογαριασμός τηρείται προς όφελος άλλου προσώπου, έχει καθήκον να πληροφορήσει αμέσως το διαχειριστή της πτώχευσης ή τον επίσημο παραλήπτη για την ύπαρξη του λογαριασμού, και στη συνέχεια δεν θα προβαίνει σε πληρωμές από το λογαριασμό, εκτός με βάση διάταγμα του Δικαστηρίου ή σύμφωνα με τις οδηγίες του διαχειριστή της πτώχευσης, εκτός αν μετά την πάροδο ενός μηνός από τότε που παρέσχε την πληροφορία δεν του δόθηκε καμιά οδηγία από το διαχειριστή.