Συνοπτικός τίτλος

1. Ο περί της Υφ' όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972 και ο περί της Υφ' Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις (Τροποποιητικός) Νόμος του 1997 θα αναφέρονται μαζί ως οι περί της Υφ' Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμοι του 1972 και 1997.

Ερμηνεία

2. Εν τω παρόντι Νόμω, εκτός εάν εκ του κειμένου προκύπτη διάφορος έννοια-

"Δικαστήριον" σημαίνει το Δικαστήριο που καθορίζεται στο εδάφιο (4) του άρθρου 4·

"ποινή φυλακίσεως" δεν περιλαμβάνει φυλάκισιν διά παράλειψιν πληρωμής οιουδήποτε επιδικασθέντος ή δυνάμει νόμου οφειλομένου ποσού ή διά παράλειψιν τελέσεως ωρισμένης πράξεως ήτις έδει να είχε τελεσθή ή διά παράλειψιν ήτις έδει να μην είχε γίνει.

Αναστελλόμεναι ποιναί φυλακίσεως

3.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) οσάκις Δικαστήριον επιβάλλη ποινήν φυλακίσεως μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη, τούτο δύναται να διατάξη όπως η ποινή μη εκτελεσθή εκτός εάν, διαρκούσης της εν τω διατάγματι οριζομένης τριετούς περιόδου από της ημέρας της εκδόσεως του διατάγματος (εν τω παρόντι Νόμω αναφερομένης ως "περίοδος εφαρμογής του διατάγματος"), ο καταδικασθείς ήθελε διαπράξει έτερον αδίκημα τιμωρούμενον διά φυλακίσεως και μετά την τοιαύτην διάπραξιν Δικαστήριον ήθελε διατάξει συμφώνως προς το άρθρον 4 όπως η αρχική ποινή εκτελεσθή.

(2) Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου.

(3) Το αναστέλλον την εκτέλεσιν της ποινής φυλακίσεως συμφώνως προς το εδάφιον (1) Δικαστήριον δεν εκδίδει, βάσει των διατάξεων του εκάστοτε εν ισχύϊ περί Κηδεμονίας Αδικοπραγούντων Νόμου, διάταγμα κηδεμονίας του προσώπου δι' ο εξεδόθη το διάταγμα αναστολής δι' έτερον υπ' αυτού διαπραχθέν και υπό του Δικαστηρίου εκδικαζόμενον αδίκημα.

(4) Επί τη εκδόσει διατάγματος αναστολής δυνάμει του παρόντος άρθρου το Δικαστήριον εξηγεί εις απλήν γλώσσαν εις τον καταδικασθέντα τας συνεπείας δυνάμει του άρθρου 4 της υπ' αυτού διαπράξεως κατά την περίοδον της εφαρμογής του διατάγματος ετέρου αδικήματος τιμωρουμένου διά φυλακίσεως.

(5) Τηρουμένης οιασδήποτε αντιθέτου διατάξεως εν τω παρόντι ή εν οιωδήποτε ετέρω Νόμω ή δευτερογενεί νομοθεσία-

(α)ανασταλείσα ποινή ήτις δεν εξετελέσθη δυνάμει του άρθρου 4 θα θεωρήται ως ποινή φυλακίσεως διά τους σκοπούς οιουδήποτε νομοθετήματος πλην του προνοούντος διά το ασυμβίβαστον ή απώλειαν αξιώματος ή απώλειαν του δικαιώματος συντάξεως προσώπου καταδικασθέντος εις φυλάκισιν·

(β) οσάκις ανασταλείσα ποινή εξετελέσθη δυνάμει του άρθρου 4 ο καταδικασθείς θα θεωρήται διά τους σκοπούς των εν τη προηγουμένη παραγράφω εξαιρουμένων νομοθετημάτων ως καταδικασθείς κατά την ημέραν καθ' ην η περίοδος προς καταχώρησιν εφέσεως κατά της καταδίκης δυνάμει του προειρημένου άρθρου εξέπνευσε, ή, εν η περιπτώσει κατεχωρίσθη τοιαύτη έφεσις, από της ημέρας αφ' ης η έφεσις τελικώς απεφασίσθη ή εγκατελείφθη.

Εξουσία εις το Δικαστήριον όπως επί τη καταδίκη δι' έτερον αδίκημα λάβη μέτρα δι' ανασταλείσαν ποινήν

4.-(1) Οσάκις, διαρκούσης της περιόδου εφαρμογής του διατάγματος, πρόσωπο διέπραξε αδίκημα τιμωρούμενον διά φυλακίσεως και είτε κατεδικάσθη υπό Δικαστηρίου όπερ δυνάμει του εδαφίου (4) κέκτηται αρμοδιότητα να λάβη μέτρα εν σχέσει προς την ανασταλείσαν ποινήν είτε μεταγενεστέρως εμφανίζεται ή προσάγεται ενώπιον τοιούτου Δικαστηρίου, τότε, εκτός εάν εν τω μεταξύ η ποινή έχει εκτελεσθή, το Δικαστήριον εξετάζει την υπόθεσιν του και λαμβάνει εν των ακολούθων μέτρων-

(α) διατάσσει την εκτέλεσιν της ποινής δι' ην περίοδον αύτη επεβλήθη·

(β) διατάσσει την εκτέλεσιν της ποινής διά περίοδον μικροτέραν εκείνης ήτις επεβλήθη·

(γ) διατάσσει την τροποποίησιν του αρχικού διατάγματος διά της αντικαταστάσεως της εν αυτώ οριζομένης περιόδου διά περιόδου μη υπερβαινούσης τα δύο έτη από της ημέρας της τοιαύτης τροποποιήσεως·

(δ) ουδέν μέτρον λαμβάνει εν σχέσει προς την ανασταλείσαν ποινήν,

και το Δικαστήριον εκδίδει διάταγμα δυνάμει της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου εκτός εάν είναι της γνώμης ότι τούτο θα ήτο άδικον λαμβανομένων υπ' όψιν απασών των περιστάσεων αίτινες εμεσολάβησαν από της αναστολής της ποινής και των περιστάσεων υφ' ας ετελέσθη το νέον αδίκημα, και εν τοιαύτη περιπτώσει το Δικαστήριον εν τη αποφάσει αυτού αναφέρει τους λόγους της τοιαύτης ενεργείας του.

(2) Οσάκις το Δικαστήριον διατάσση ότι η ανασταλείσα ποινή δέον να εκτελεσθή, μετά ή άνευ τροποποιήσεως της αρχικής αυτής περιόδου, το Δικαστήριον δύναται να διατάξη όπως η εκτέλεσις χωρήση αμέσως ή όπως η περίοδος της φυλακίσεως αρχίση μετά την έκτισιν της ποινής της επιβληθείσης υπό του αυτού ή ετέρου Δικαστηρίου.

(3) Διά τους σκοπούς των διατάξεων του περί της Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή οιουδήποτε ετέρου Νόμου χορηγούντος δικαίωμα εφέσεως εις ποινικήν υπόθεσιν, οιονδήποτε διάταγμα δυνάμει του παρόντος άρθρου θα θεωρήται ως καταδίκη επιβληθείσα υπό του Δικαστηρίου τούτου διά το αδίκημα δι' ο επεβλήθη η ανασταλείσα ποινή.

(4) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-

"Δικαστήριον" σημαίνει κακουργιοδικείον ή επαρχιακόν Δικαστήριον ενώπιον του οποίου ο καταδικασθείς προσάγεται ή εμφανίζεται:

Νοείται ότι εν η περιπτώσει η ανασταλείσα ποινή επεβλήθη υπό κακουργιοδικείου ο καταδικασθείς παραπέμπεται υπό του Επαρχιακού Δικαστηρίου εις το κακουργιοδικείον της επαρχίας ένθα υπεβλήθη η ανασταλείσα ποινή ή έτερον κακουργιοδικείον εάν το Επαρχιακόν Δικαστήριον κρίνη τούτο εύλογον και δίκαιον εφ' όσον διά της παραπομπής ταύτης τα συμφέροντα του καταδικασθέντος δεν παραβλάπονται.

Διατάγματα επιτηρήσεως επί αναστολή εκτελέσεως της ποινής

5.-(1) Οσάκις Δικαστήριον επιβάλλη επί προσώπου ποινήν φυλακίσεως εν σχέσει προς εν ή πλείονα αδικήματα και

(α) η περίοδος της φυλακίσεως υπερβαίνη τους εξ μήνας ή εν η περιπτώσει κατεδικάσθη εις δύο ή πλείονας περιόδους φυλακίσεως η συνολική διάρκεια τούτων υπερβαίνει τους εξ μήνας· και

(β) το Δικαστήριον εκδίδει διάταγμα αναστολής της εκτελέσεως της ποινής βάσει του άρθρου 3,

το Δικαστήριον δύναται, παρά τας διατάξεις του άρθρου 34 του Ποινικού Κώδικος, να εκδώση διάταγμα επιτηρήσεως επί τη αναστολή της ποινής (εν τω παρόντι Νόμω αναφερόμενον ως "διάταγμα επιτηρήσεως") διά του οποίου θέτει τον καταδικασθέντα υπό την επιτήρησιν επιτηρούντος λειτουργού διά περίοδον οριζομένην εν τω διατάγματι ήτις δεν δύναται να υπερβαίνη την περίοδον εφαρμογής του διατάγματος δυνάμει του άρθρου 3(1).

(2)Το διάταγμα επιτηρήσεως καθορίζει την περιοχήν εν η ο καταδικασθείς διαμένει και ο επιτηρών λειτουργός είναι ο διά την περιοχήν ταύτην κηδεμονευτικός λειτουργός.

(3) Ο καταδικασθείς διά τον οποίον διάταγμα επιτηρήσεως τελεί εν ισχύϊ δέον να επικοινωνή μετά του επιτηρούντος λειτουργού συμφώνως προς τας υπό τούτου διδομένας οδηγίας και να γνωστοποιή εις τούτον οιανδήποτε αλλαγήν του τόπου διαμονής του.

(4) Το Δικαστήριον εν περιπτώσει αλλαγής του τόπου διαμονής του υπό επιτήρησιν προσώπου ή οιασδήποτε περιστάσεως ήτις ωδήγησεν εις την έκδοσιν του διατάγματος τροποποιεί αναλόγως το διάταγμα επιτηρήσεως.

(5) Κατά την έκδοσιν διατάγματος επιτηρήσεως το Δικαστήριον εξηγεί εις απλήν γλώσσαν εις τον καταδικασθέντα το περιεχόμενον και τας συνεπείας της εφαρμογής του διατάγματος.

Διάπραξις ετέρου αδικήματος ή παράλειψις συμμορφώσεως προς διάταγμα επιτηρήσεως

6.-(1) Εάν ήθελε φανή εις μέλος του Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι πρόσωπον δι' ο εξεδόθη διάταγμα αναστολής της εκτελέσεως της ποινής διέπραξε διαρκούσης της περιόδου αναστολής του διατάγματος αδίκημα τιμωρούμενον εν τη Δημοκρατία διά φυλακίσεως και δεν έχουσι ληφθή μέτρα εν σχέσει προς την ανασταλείσαν ποινήν, το μέλος του Επαρχιακού Δικαστηρίου δύναται να κλητεύση το πρόσωπον τούτο όπως παρουσιασθή ενώπιον του εν τη κλήσει οριζομένου Δικαστηρίου και κατά τον εν αυτή οριζόμενον τόπον και χρόνον.

(2) Εάν ήθελε φανή εις μέλος Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι πρόσωπον διά το οποίον εξεδόθη διάταγμα επιτηρήσεως παρέλειψε να συμμορφωθή προς αυτό, το μέλος δύναται να κλητεύση το πρόσωπον τούτο όπως παρουσιασθή ενώπιον του εν τη κλήσει οριζομένου Δικαστηρίου και κατά τον εν αυτή οριζόμενον τόπον και χρόνον και εάν ήθελε φανή ότι το πρόσωπον τούτο παρέλειψε να συμμορφωθή το Δικαστήριον, άνευ βλάβης ή επηρεασμού της ισχύος του διατάγματος επιτηρήσεως, δύναται να επιβάλη πρόστιμον μη υπερβαίνον τας £250.

Έναρξις ισχύος του Νόμου

7. Ο παρών Νόμος τίθεται εν ισχύϊ κατά την υπό του Υπουργικού Συμβουλίου ορισθησομένην, διά γνωστοποιήσεως εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίαν.