ΜΕΡΟΣ V ΓΕΝΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΠΑΡΟΧΩΝ
Δωρεάν ιατρική περίθαλψις εις ωρισμένας περιπτώσεις

56.-(1) Πρόσωπον τι δικαιούμενον επιδόματος σωματικής βλάβης ή παροχών λόγω αναπηρίας δικαιούται ωσαύτως δωρεάν της υπό της Κυβερνήσεως παρεχομένης ιατρικής περιθάλψεως, περιλαμβανομένης της εις Κυβερνητικά ιατρικά ιδρύματα τοιαύτης, εφ’ όσον αύτη είναι αναγκαία συνεπεία της σχετικής σωματικής βλάβης ην το πρόσωπον τούτο υπέστη:

Νοείται ότι το δικαίωμα της δωρεάν ιατρικής περιθάλψεως δυνάμει του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει ειδικήν ιατρικήν περίθαλψιν και γνωμοδότησιν εκτός των Κυβερνητικών ιατρικών ιδρυμάτων, εάν η τοιαύτη περίθαλψις ή γνωμοδότησις παρέχεται προς τους μισθωτούς εις μειωμένα τέλη, μη υπερβαίνοντα το ύψος των εις Κυβερνητικά ιατρικά ιδρύματα καταβαλλομένων υπό του Ταμείου τοιούτων τελών, δυνάμει σχεδίου ιατρικής περιθάλψεως του εργοδότου αυτών εγκεκριμένου υπό του Υπουργού.

(2) Η εν τω εδαφίω (1) ιατρική περίθαλψις παρέχεται ωσαύτως δωρεάν εις παν πρόσωπον δικαιούμενον συντάξεως ανικανότητος ή το οποίον εδικαιούτο εις τοιαύτην σύνταξιν κατά την ημερομηνίαν συμπληρώσεως υπ’ αυτού της ηλικίας των εξήντα τριών ετών.

Καταβολή δαπανών επαγγελματικής εκπαιδεύσεως ή αναπροσαρμογής εκ του Ταμείου

57. Αι δαπάναι συμμετοχής οιουδήποτε προσώπου εις μαθητείαν επαγγελματικής εκπαιδεύσεως ή αναπροσαρμογής δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (3) του άρθρου 38 και της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 52 καταβάλλονται εκ του Ταμείου, ως ήθελεν εκάστοτε καθορισθή διά Κανονισμών.

Πρόσωπα εν τη αλλοδαπή ή εκτίοντα ποινήν φυλακίσεως

58.-(1) Πρόσωπον τι εκπίπτει του δικαιώματος προς λήψιν επιδόματος ασθενείας, ανεργίας, μητρότητος ή σωματικής βλάβης, ή συντάξεως ανικανότητος διά παν χρονικόν διάστημα καθ’ ο εκτίει ποινήν φυλακίσεως ή τελεί υπό νόμιμον κράτησιν:

Νοείται ότι, εις περίπτωσιν προσώπου, όπερ εκπίπτει του δικαιώματος προς λήψιν συντάξεως ανικανότητος, το ήμισυ του ύψους της παροχής το οποίον, ελλείψει της τοιαύτης εκπτώσεως θα κατεβάλλετο προς αυτό, καταβάλλεται εις τους εξαρτωμένους αυτού.

(2) Πρόσωπον τι εκπίπτει του δικαιώματος προς λήψιν επιδόματος ασθενείας, ανεργίας, μητρότητος ή σωματικής βλάβης, διά παν χρονικόν διάστημα καθ’ ο απουσιάζει εκ Κύπρου:

Νοείται ότι εν περιπτώσει προσώπου απουσιάσαντος εκ Κύπρου επί τω σκοπώ θεραπείας ένεκεν ανικανότητος αρξαμένης πριν ή απέλθη εκ Κύπρου, η καταβολή του επιδόματος ασθενείας ή σωματικής βλάβης διά το χρονικόν διάστημα της τοιαύτης απουσίας ενεργείται τη εγκρίσει του Διευθυντού μετά την εις Κύπρον επιστροφήν του απουσιάσαντος προσώπου·

Νοείται περαιτέρω ότι στην περίπτωση προσώπου για το οποίο ισχύει η πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο 'Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1971 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας', όπως τροποποιείται ή αντικαθίσταται, το παρόν εδάφιο εφαρμόζεται για κάθε χρονική περίοδο κατά την οποία αυτό απουσιάζει από την Κύπρο ή από άλλο κράτος μέλος και βρίσκεται σε τρίτη χώρα:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι στην περίπτωση που πρόσωπο που αναφέρεται στη δεύτερη επιφύλαξη απουσιάζει από την Κύπρο ή από άλλο κράτος μέλος και βρίσκεται σε τρίτη χώρα για σκοπούς θεραπείας λόγω ανικανότητας, η οποία άρχισε πριν την αναχώρησή του από την Κύπρο ή από άλλο κράτος μέλος, η καταβολή του επιδόματος ασθενείας ή σωματικής βλάβης για τη χρονική περίοδο της απουσίας του αυτής πραγματοποιείται με την έγκριση του Διευθυντή, μετά την επιστροφή του προσώπου αυτού στην Κύπρο ή σε άλλο κράτος μέλος.

Αύξηση παροχών για εξαρτώμενα

59.—(1) Όταν πρόσωπο το οποίο δικαιούται σύνταξη γήρατος, σύνταξη ανικανότητας ή σύνταξη αναπηρίας—

(α) Συζεί μετά της συζύγου του ή συντηρεί αυτή αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο ή ανέλαβε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο τη συντήρηση του συζύγου της ο οποίος είναι ανίκανος να συντηρεί τον εαυτό του· ή

(β) συντηρεί αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο ανήλικο τέκνο ή ανήλικο νεότερο αδελφό ή ανήλικη νεότερη αδελφή· ή

(γ) ανέλαβε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο τη συντήρηση του πατέρα του ο οποίος είναι ανίκανος να συντηρεί τον εαυτό του, ή της χήρας μητέρας του ή της μητέρας του η οποία δεν έχει συνάψει γάμο ή της οποίας ο σύζυγος είναι ανίκανος να συντηρεί τον εαυτό του, ή προσώπου το οποίο έχει τη φροντίδα εξαρτώμενου παιδιού του,

τότε το εβδομαδιαίο ύψος της βασικής παροχής αυξάνεται—

(i) προκειμένου περί συντάξεως γήρατος ή συντάξεως ανικανότητας όπως καθορίζεται στο Μέρος III του Τέταρτου Πίνακα,

(ii) προκειμένου περί συντάξεως αναπηρίας όπως καθορίζεται στο Μέρος IV του Πέμπτου Πίνακα.

(2) Όταν γυναίκα η οποία δικαιούται επίδομα μητρότητας—

(α) Συντηρεί αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο ανήλικο τέκνο ή ανήλικο νεότερο αδελφό ή ανήλικη νεότερη αδελφή· ή

(β) ανέλαβε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο τη συντήρηση του πατέρα της ο οποίος είναι ανίκανος να συντηρεί τον εαυτό του, ή της χήρας μητέρας της ή της μητέρας της η οποία δεν έχει συνάψει γάμο ή της οποίας ο σύζυγος είναι ανίκανος να συντηρεί τον εαυτό του, ή προσώπου το οποίο έχει τη φροντίδα εξαρτώμενου παιδιού· ή

(γ) ανέλαβε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο τη συντήρηση του συζύγου της ο οποίος είναι ανίκανος να συντηρεί τον εαυτό του,

τότε το εβδομαδιαίο ύψος της βασικής παροχής αυξάνεται όπως καθορίζεται στο Μέρος IIΑ του Τέταρτου Πίνακα αν ο σύζυγος της δικαιούχου—

(i) είναι μόνιμα ανίκανος να συντηρεί τον εαυτό του· ή

(ii) δε συντηρεί αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο την ίδια ή τα τέκνα της· ή

(iii) εκτίει ποινή φυλάκισης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός χρόνου· ή

(iv) είναι αγνοούμενος.

(3) Όταν πρόσωπο το οποίο δικαιούται σύνταξη χηρείας, χήρας, χήρου ή επίδομα αγνοουμένου με βάση το εδάφιο (1) του άρθρου 42—

(α) Συντηρεί αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο ανήλικο τέκνο ή ανήλικο νεότερο αδελφό ή ανήλικη νεότερη αδελφή· ή

(β) ανέλαβε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο τη συντήρηση του πατέρα του ο οποίος είναι ανίκανος να συντηρεί τον εαυτό του, ή της χήρας μητέρας του ή της μητέρας του η οποία δεν έχει συνάψει γάμο ή της οποίας ο σύζυγος είναι ανίκανος να συντηρεί τον εαυτό του, ή προσώπου το οποίο έχει τη φροντίδα εξαρτώμενου παιδιού,

τότε το εβδομαδιαίο ύψος της βασικής παροχής αυξάνεται—

(i) προκειμένου περί συντάξεως χηρείας όπως καθορίζεται στο Μέρος III του Τέταρτου Πίνακα,

(ii) προκειμένου περί συντάξεως χήρας ή χήρου όπως καθορίζεται στο Μέρος II του Πέμπτου Πίνακα.

(4) Όταν πρόσωπο το οποίο δικαιούται επίδομα ασθενείας, ανεργίας ή σωματικής βλάβης—

(α) Συζεί μετά της/του συζύγου του/της ή συντηρεί αυτή/αυτόν αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο· ή

(β) συντηρεί αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο ανήλικο παιδί ή ανήλικο νεότερο αδελφό ή ανήλικη νεότερη αδελφή· ή

(γ) ανέλαβε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο τη συντήρηση του πατέρα του ο οποίος είναι ανίκανος να συντηρεί τον εαυτό του, ή της χήρας μητέρας του ή της μητέρας του η οποία δεν έχει συνάψει γάμο ή της οποίας ο σύζυγος είναι ανίκανος να συντηρεί τον εαυτό του, ή προσώπου το οποίο έχει τη φροντίδα εξαρτώμενου παιδιού,

τότε το εβδομαδιαίο ύψος της βασικής παροχής αυξάνεται—

(i) προκειμένου περί επιδόματος ασθενείας ή επιδόματος ανεργίας όπως καθορίζεται στο Μέρος II του Τέταρτου Πίνακα,

(ii) προκειμένου περί επιδόματος σωματικής βλάβης όπως καθορίζεται στο Μέρος I του Πέμπτου Πίνακα:

Νοείται ότι, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου, ουδεμία αύξηση καταβάλλεται δυνάμει του παρόντος εδαφίου αναφορικά με σύζυγο του/της οποίου/ας το ποσό των αποδοχών από την απασχόλησή του/της ή το ποσό της παροχής που δικαιούται κατά την ίδια περίοδο για την οποία καταβάλλεται το επίδομα είναι ίσο ή μεγαλύτερο από το ποσό της αύξησης της παροχής όπως αυτό καθορίζεται στα στοιχεία (i) και (ii).

(5) Σε περίπτωση κατά την οποία καταβάλλεται ταυτόχρονα παροχή και στους δύο συζύγους, η αύξηση που καταβάλλεται για τα εξαρτώμενα δυνάμει του παρόντος άρθρου καταβάλλεται μόνο στο/ στη σύζυγο που δικαιούται αύξηση της παροχής σε μεγαλύτερο ύψος.

(6) Ουδεμία αύξηση παροχής καταβάλλεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει του παρόντος άρθρου, αναφορικά με οποιοδήποτε εξαρτώμενο το οποίο δικαιούται σύνταξη χηρείας, σύνταξη γήρατος, σύνταξη ανικανότητας, επίδομα αγνοουμένου, επίδομα ορφανίας, σύνταξη αναπηρίας, σύνταξη χήρας ή χήρου ή σύνταξη γονέως.

(7) Η αύξηση η οποία καταβάλλεται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου αναφορικά με σύζυγο που συζούσε με το δικαιούχο κατά ή μετά το χρόνο χορήγησης της σύνταξης ή συντηρείτο από το δικαιούχο κατά ή μετά τον εν λόγω χρόνο, δύναται, κατά την κρίση του Διευθυντή, να καταβάλλεται στο σύζυγο ή στη σύζυγο εφόσον αυτός/ή έπαυσε να συζεί με το δικαιούχο

(8) Η αύξηση η οποία καταβάλλεται για εξαρτώμενο δυνάμει του παρόντος άρθρου σε πρόσωπο το οποίο δικαιούται σύνταξη γήρατος, ανικανότητας, χηρείας, χήρας, χήρου, αναπηρίας ή επίδομα αγνοουμένου, παύει να καταβάλλεται στο δικαιούχο από την ημερομηνία από την οποία στον εξαρτώμενο καταβάλλεται κοινωνική σύνταξη με βάση τους περί Χορήγησης Κοινωνικής Σύνταξης Νόμους.

(9) Η αύξηση η οποία θα καταβαλλόταν στο δικαιούχο, αν δεν ίσχυαν οι διατάξεις του εδαφίου (8) του παρόντος άρθρου, καταβάλλεται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(10) Το ποσό της συμπληρωματικής σύνταξης το οποίο προστίθεται στο ποσό της βασικής σύνταξης του δικαιούχου και που αφορά εξαρτώμενο, όπως καθορίζεται στην παράγραφο (1) του Μέρους III του Τέταρτου Πίνακα, επαναφέρεται στο δικαιούχο στις περιπτώσεις που—

(α) Το εξαρτώμενο παύει να θεωρείται εξαρτώμενο του δικαιούχου· ή

(β) η αύξηση καταβάλλεται προς σύζυγο σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (7)· ή

(γ) η αύξηση καταβάλλεται για εξαρτώμενο όπως καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (8) του παρόντος άρθρου.

Παροχή εφ’ άπαξ ποσού

59Α.-(1) Παν πρόσωπον όπερ δικαιούται εις σύνταξιν γήρατος, σύνταξιν ανικανότητος, σύνταξιν χηρείας, σύνταξιν αναπηρίας, επίδομα ορφανίας, επίδομα αγνοουμένου ή παροχήν λόγω θανάτου δικαιούται ωσαύτως δι’ έκαστον έτος ποσόν ίσον προς το 1/12 του ολικού ποσού της παροχής η οποία κατεβλήθη εις το ως είρηται πρόσωπον αναφορικώς προς το έτος τούτου.

(2) Το εν τω εδαφίω (1) αναφερόμενον ποσόν καταβάλλεται ομού μετά του ποσού της αντιστοίχου παροχής διά τον μήνα Δεκέμβριον εκάστου έτους, εις περίπτωσιν δε τερματισμού της παροχής προ του ως άνω μηνός το ως είρηται ποσόν καταβάλλεται ομού μετά της οφειλομένης εις τον δικαιούχον παροχής.

Απαιτήσεις και πληρωμαί

60.-(1) Ανεξαρτήτως των υπολοίπων διατάξεων του παρόντος Νόμου, το δικαίωμα εις οιανδήποτε παροχήν ήρτηται εκ της προς τούτο υποβολής αιτήσεως. Κανονισμοί δε θέλουσι προβλέψει περί της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων, των περιστάσεων υφ’ ας η τοιαύτη προθεσμία παρατείνεται, του τρόπου υποβολής αιτήσεως και των περιστάσεων υφ’ ας, είτε υπεβλήθη αίτησις είτε μη, το προς λήψιν παροχής δικαίωμα απόλλυται λόγω παραλείψεως ή καθυστερήσεως εις την υποβολήν αιτήσεως ή την είσπραξιν της πληρωμής.

(2) Ανεξαρτήτως των υπολοίπων διατάξεων του παρόντος Νόμου, Κανονισμοί θέλουσιν ωσαύτως προβλέψει περί του χρόνου και τρόπου πληρωμής οιασδήποτε παροχής, του χρόνου ενάρξεως της καταβολής της το πρώτον χορηγουμένης παροχής και του χρόνου καθ’ ον τίθενται εν ισχύι τυχόν μεταβολαί εις το ύψος της παροχής, δύνανται δε ωσαύτως να προβλέψωσι περί του υπολογισμού της παροχής διά χρονικάς περιόδους άλλας ή της μιας εβδομάδος.

Διπλά δικαιώματα

61.-(1) Εάν πρόσωπον τι ελλείψει του παρόντος άρθρου, θα εδικαιούτο με βάση τη δική του ασφάλιση συγχρόνως εις δύο ή πλείονας περιοδικώς καταβαλλομένας παροχάς δυνάμει του παρόντος Νόμου, δικαιούται να λαμβάνη μόνην την καθ’ ύψος μεγαλυτέραν των τοιούτων παροχών, εάν δε αι παροχαί είναι καταβλητέαι εις το αυτό ύψος την πρώτον χορηγηθείσαν παροχήν:

Νοείται ότι, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), το επίδομα ορφανίας, ως και σύνταξις αναπηρίας καταβαλλομένη συνεπεία επαγγελματικού ατυχήματος επισυμβάντος ή νόσου προκληθείσης προ της ορισθείσης ημερομηνίας, εξαιρουμένης τυχόν αυξήσεως αυτής δι’ εξαρτωμένους, καταβάλλεται ανεξαρτήτως της καταβολής ετέρας τινός περιοδικώς καταβαλλομένης παροχής.

(2) Πρόσωπον τι δικαιούται να λαμβάνη συγχρόνως δύο ή πλείονας συντάξεις αναπηρίας, προς εξεύρεσιν δε του ολικού ποσού των ούτω καταβαλλομένων συντάξεων λαμβάνεται υπ’ όψιν ο ολικός βαθμός των σχετικών αναπηριών και ο υψηλότερος των δύο ή πλειόνων εβδομαδιαίων μέσων όρων των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών των εξευρεθέντων διά τας σχετικάς συντάξεις συμφώνως προς το Μέρος IV του Πέμπτου Πίνακος:

Νοείται ότι ο λαμβανόμενος υπ’ όψιν ολικός βαθμός αναπηρίας δεν δύναται να υπερβαίνη το εκατόν επί τοις εκατόν και ότι εν ουδεμία περιπτώσει καταβάλλεται συμπληρωματική παροχή διά αναπηρίαν προκληθείσαν προ της ορισθείσης ημερομηνίας.

(3) Πρόσωπο το οποίο δικαιούται σύνταξη χηρείας, επίδομα αγνοουμένου με βάση το εδάφιο (1) του άρθρου 42 ή σύνταξη χήρας, δικαιούται να λαμβάνει συγχρόνως και σύνταξη γήρατος, σύνταξη ανικανότητας ή σύνταξη αναπηρίας, επίδομα μητρότητας. επίδομα ασθενείας, επίδομα ανεργίας ή επίδομα σωματικής βλάβης, ανάλογο με την περίπτωση:

Νοείται ότι πρόσωπο που δικαιούται συγχρόνως δυο παροχές, δικαιούται αύξηση για εξαρτώμενους μόνο στην παροχή της οποίας η αύξηση για εξαρτωμένους είναι μεγαλύτερη και αν η αύξηση για εξαρτωμένους είναι ίδια και στις δύο παροχές τότε αυτή καταβάλλεται στην παροχή που χορηγήθηκε πρώτη.

Αντιπροσώπευσις θανόντων και ανικάνων προσώπων

62. Οσάκις πρόσωπον όπερ προέβαλεν απαίτησιν διά την χορήγησιν παροχής τινος, ή όπερ ισχυρίζεται ότι δικαιούται ή εδικαιούτο παροχής τινος ή το πρόσωπον εις ο είναι καταβλητέα οιαδήποτε παροχή, είναι δι’ οιονδήποτε λόγον ανίκανον να ενεργήση, ή αποβιοί, ο Διευθυντής δύναται να ορίση τοιούτο πρόσωπον ως ήθελε κρίνει κατάλληλον προς υποβολήν της αιτήσεως, διεκδίκησιν ή είσπραξιν της παροχής ως αντιπρόσωπος ή διά λογαριασμόν ή εκ μέρους του εν λόγω προσώπου.

Αναπαλλοτρίωτον παροχών

63.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είναι άκυρος, η εκχώρησις ή επιβάρυνσις παροχής, ως και πάσα συμφωνία προς εκχώρησιν ή επιβάρυνσιν αυτής, εις περίπτωσιν δε πτωχεύσεως προσώπου δικαιουμένου εις τινα παροχήν, η παροχή αύτη δεν περιέρχεται εις τον σύνδικον της πτωχεύσεως ή εις οιονδήποτε έτερον πρόσωπον ενεργούν διά λογαριασμόν των πιστωτών αυτού.

(2) Ουδεμία παροχή υπόκειται εις κατάσχεσιν δυνάμει του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου.

Επιστροφή παροχής παρανόμως καταβληθείσης

64.-(1) Εάν αποδειχθή ότι πρόσωπον τι έλαβεν οιονδήποτε ποσόν υπό μορφήν παροχής ενόσω δεν εδικαιούτο εις τούτο, το ρηθέν πρόσωπον υποχρεούται εις την επιστροφήν του ούτω ληφθέντος ποσού, εφ’ όσον τούτο τω κατεβλήθη λόγω αποσιωπήσεως ή ψευδούς παραστάσεως ουσιώδους τινός γεγονότος και είτε η αποσιώπησις ή ψευδής παράστασις ήτο δολία είτε μη.

(2) Εκτός εάν αποδειχθή ότι πρόσωπον υποχρεούμενον εις την επιστροφήν ποσού ληφθέντος υπ’ αυτού υπό μορφήν παροχής, έλαβε τούτο καλή τη πίστει και άνευ γνώσεως του γεγονότος ότι δεν εδικαιούτο τοιούτου ποσού, το τοιούτο ποσόν δύναται να παρακρατηθή εκ πάσης μεταγενεστέρως τω προσώπω τούτω οφειλομένης παροχής χωρίς να αποκλείεται η δι’ άλλου μέσου διεκδίκησις αυτού.