ΜΕΡΟΣ VI ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Ορισμός εξεταστών απαιτήσεων και επιθεωρητών

65.-(1) Ο Διευθυντής δύναται να ορίση οιονδήποτε των παρά τω Υπουργείω Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων υπηρετούντων λειτουργών ως εξεταστήν απαιτήσεων ή ως επιθεωρητήν επί τω τέλει ενασκήσεως των εξουσιών και καθηκόντων των ανατιθεμένων αυτώ υπό του παρόντος Νόμου.

(2) Πάσα ενέργεια, εις ην υποχρεούται ή εξουσιοδοτείται να προβή δυνάμει του παρόντος Νόμου ο Διευθυντής, δύναται να διενεργηθή υπό τινος των δυνάμει του παρόντος άρθρου οριζομένων επιθεωρητών ή υφ’ οιουδήποτε ετέρου λειτουργού παρά τω Υπουργείω Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, εις ον ο Διευθυντής ήθελε παράσχει την σχετικήν προς τούτο εξουσιοδότησιν.

Εξουσίαι επιθεωρητών

66.-(1) Έκαστος επιθεωρητής ορισθείς δυνάμει του αμέσως προηγουμένου άρθρου, κέκτηται επί τω τέλει εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εξουσίαν όπως προβαίνη εις τας ακολούθους ενεργείας, ήτοι:

(α) όπως κατά πάντα εύλογον χρόνον εισέρχηται εις οιονδήποτε οίκημα ή έτερον τόπον, των ιδιωτικών κατοικιών εξαιρουμένων, ένθα δεδικαιολογημένως πιστεύει ότι εργάζονται μισθωτοί ή αυτοτελώς εργαζόμενοι˙

(β) όπως προβαίνη εις την αναγκαίαν εξέτασιν και έρευναν ίνα εξακριβοί εάν εις το τοιούτον οίκημα ή έτερον τόπον τηρώνται ή προηγουμένως ετηρούντο, αι διατάξεις του παρόντος Νόμου˙

(γ) όπως αναφορικώς προς θέματα αφορώντα εις τον παρόντα Νόμον, εφ’ ων ευλόγως δύναται να ζητήση πληροφορίας, εξετάζη, είτε μόνος είτε εάν κρίνη τούτο σκόπιμον τη παρουσία ετέρου προσώπου, παν πρόσωπον, όπερ ήθελεν εξεύρει εν τω τοιούτω οικήματι ή ετέρω τόπω ή όπερ δεδικαιολογημένως πιστεύει ότι είναι ή υπήρξε μισθωτόν ή αυτοτελώς εργαζόμενον πρόσωπον, και να απαιτήση εξ αυτού όπως υποβληθή εις τοιαύτην εξέτασιν˙

(δ) όπως ενασκή πάσαν ετέραν εξουσίαν αναγκαίαν διά την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Ο κάτοχος παντός τοιούτου οικήματος ή ετέρου τόπου και παν έτερον πρόσωπον όπερ έχει ή είχεν εν τη υπηρεσία αυτού οιονδήποτε μισθωτόν, οι αντιπρόσωποι και υπηρέται αυτού και πας μισθωτός ή αυτοτελώς εργαζόμενος οφείλουσιν όπως παρέχωσιν εις τον επιθεωρητήν πάσαν πληροφορίαν και προσκομίζωσιν αυτώ προς εξέτασιν παν έγγραφον όπερ ούτος ήθελεν ευλόγως απαιτήσει.

(3) Πας όστις-

(α) εκουσίως καθυστερεί ή παρακωλύει επιθεωρητήν εν τη ενασκήσει των εξουσιών δι’ ων περιβέβληται δυνάμει του παρόντος άρθρου˙ ή

(β) αρνείται ή αμελεί να απαντήση εις οιονδήποτε ερώτημα τιθέμενον αυτώ ή να παράσχη οιανδήποτε πληροφορίαν ή να προσκομίση οιονδήποτε έγγραφον καίτοι υπέχει υποχρέωσιν προς τούτο δυνάμει του παρόντος άρθρου˙ ή

(γ) αποκρύπτει ή πειράται να αποκρύψη ή παρακωλύει ή πειράται να παρακωλύση οιονδήποτε πρόσωπον όπως εμφανισθή ενώπιον, ή εξετασθή παρά τινος επιθεωρητού,

είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια επτακόσια ευρώ (€1.700,00) ή και στις δύο αυτές ποινές:

Νοείται ότι ουδείς υποχρεούται δυνάμει του παρόντος άρθρου να απαντήση εις ερώτημα ή να δώση μαρτυρίαν τείνουσαν να ενοχοποιήση εαυτόν.

(4) Έκαστος επιθεωρητής είναι εφωδιασμένος διά του πιστοποιητικού του διορισμού αυτού, όπερ και επιδεικνύει εάν του ζητηθή, οσάκις απαιτήται να εισέλθη εις οιονδήποτε οίκημα ή έτερον τόπον διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.

Ιατρικά Συμβούλια και Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο

67-(1)  Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, συνιστώνται Ιατρικά Συμβούλια και Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, η σύνθεση και λειτουργία των οποίων ρυθμίζεται με Κανονισμούς.

(2) Στα μέλη των Ιατρικών Συμβουλίων, στον αναπληρωτή πρόεδρο και στα μέλη του  Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, καθώς και στους ειδικούς ιατρούς, καταβάλλεται αμοιβή, το ποσό της οποίας ορίζεται από τον Υπουργό για κάθε συνεδρία ή εξέταση, καθώς και το ποσό οποιωνδήποτε εξόδων που συνεπάγεται η συμμετοχή στη συνεδρία ή στην εξέταση.

(3) Στον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου καταβάλλεται αμοιβή, το ετήσιο ύψος της οποίας ορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Συμβούλιον Κοινωνικών Ασφαλίσεων

68.-(1) Ιδρύεται Συμβούλιον Κοινωνικών Ασφαλίσεων εν τοις εφεξής καλούμενον “το Συμβούλιον”, οριζόμενον υπό του Υπουργού και απαρτιζόμενον εξ-

(α) ενός Προέδρου, προερχομένου εκ της Δημοσίας Υπηρεσίας˙

(β) τριών προσώπων προερχομένων επίσης εκ της Δημοσίας Υπηρεσίας˙

(γ) δέκα προσώπων οριζομένων αφού ο Υπουργός προηγουμένως συμβουλευθή τους αντιπροσωπευτικούς των εργοδοτών και μισθωτών Οργανισμούς και αντιπροσωπευόντων κατ’ ίσον λόγον εν τω Συμβουλίω τα συμφέροντα εργοδοτών και μισθωτών˙

(δ) τεσσάρων προσώπων οριζομένων αφού ο Υπουργός προηγουμένως συμβουλευθή τους αντιπροσωπευτικούς των αγροτών Οργανισμούς και αντιπροσωπευόντων τα συμφέροντα των αγροτών εν τω Συμβουλίω˙ και

(ε) τριών ετέρων καταλλήλων προσώπων μη υπαγομένων εις οιανδήποτε των ως άνω κατηγοριών, εξ ων το εν τουλάχιστον πρόσωπον να αντιπροσωπεύη τα συμφέροντα των αυτοτελώς εργαζομένων.

(2) Τα μέλη του Συμβουλίου διορίζονται διά περίοδον μη υπερβαίνουσαν τα δύο έτη, δύνανται όμως να επαναδιορίζωνται μετά την λήξιν της θητείας αυτών:

Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται, δι’ εύλογον αιτίαν, να ανακαλέση κατά πάντα χρόνον τον διορισμόν οιουδήποτε των μελών του Συμβουλίου.

(3) Το Συμβούλιον δύναται να εκδώση κανόνας διέποντας την ιδίαν αυτού διαδικασίαν, την σύγκλησιν των συνεδριάσεων αυτού ως και την απαιτουμένην απαρτίαν.

(4) Το Συμβούλιον δύναται να λαμβάνη αποφάσεις έστω και εάν μεταξύ των μελών αυτού χηρεύη οιαδήποτε θέσις.

(5) Το Συμβούλιον μελετά και συμβουλεύει επί-

(α) του ετησίου προϋπολογισμού διοικητικής δαπάνης, περιλαμβανομένων των εις προσωπικόν αναγκών, ως και του υπολογισμού των εσόδων και εξόδων του Ταμείου καθ’ έκαστον έτος˙

(β) των ετησίων λογαριασμών του Ταμείου˙

(γ) της ετησίας εκθέσεως του Διευθυντού˙

(δ) παντός ζητήματος προκύπτοντος εκ της εφαρμογής του παρόντος Νόμου˙

(ε) πάσης προτεινομένης τροποποιήσεως του παρόντος Νόμου˙

(στ) της εκάστοτε αναλογιστικής εκθέσεως της υποβαλλομένης δυνάμει του άρθρου του παρόντος Νόμου˙

(ζ) των επενδύσεων του Ταμείου επί τω τέλει μεγιστοποιήσεως των αποθεμάτων αυτού λαμβανομένων υπ’ όψιν της ασφαλείας των χρημάτων του Ταμείου και του ορθού ρόλου τον οποίον τα τοιαύτα αποθέματα έδει να διαδραματίζουν εις την γενικωτέραν αναπτυξιακήν προσπάθειαν και την δημοσιονομικήν και οικονομικήν πολιτικήν της Κυβερνήσεως˙ και

(η) παντός ετέρου θέματος, όπερ ο Υπουργός ή ο Διευθυντής ήθελε φέρει εις γνώσιν του Συμβουλίου.

(6) Το Συμβούλιον εξετάζει τουλάχιστον άπαξ εκάστης τριμηνίας τας δραστηριότητας του Ταμείου.

Ταμείον Κοινωνικών Ασφαλίσεων

69.-(1) Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ιδρύεται Ταμείον Κοινωνικών Ασφαλίσεων καλούμενον “το Ταμείον”, αποτελούμενον εκ τριών Λογαριασμών:

(α) Λογαριασμού Γενικών Παροχών,

(β) Λογαριασμού Συμπληρωματικών Παροχών, και

(γ) Λογαριασμού Παροχών Ανεργίας.

(2) Το τέως ενεργητικόν και άπασαι αι εισφοραί αι γενόμεναι δυνάμει του παρόντος Νόμου καταβάλλονται εις το Ταμείον, κατανέμονται δε μεταξύ των εις το εδάφιον (1) αναφερομένων Λογαριασμών ως ήθελε καθορισθή διά Κανονισμών:

Νοείται ότι το μεταφερόμενον εις τον Λογαριασμόν Παροχών Ανεργίας ποσόν δεν δύναται να υπερβαίνη το εξ επί τοις εκατόν των υπό των μισθωτών και υπέρ αυτών καταβαλλομένων δυνάμει του παρόντος Νόμου εισφορών, ουδέν δε ποσόν μεταφέρεται εις ην περίπτωσιν το αποθεματικόν του τοιούτου Λογαριασμού είναι ίσον προς καθωρισμένον ανώτατον ποσόν.

(2Α) Το Ταμείο μπορεί να δέχεται δωρεές προς όφελος οποιουδήποτε από τους Λογαριασμούς που αναφέρονται στο εδάφιο (1).

(3) Ο Λογαριασμός Γενικών Παροχών βαρύνεται-

(α) με τας δαπάνας αι οποίαι απαιτούνται διά την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου πλην των απαιτουμένων διά την εφαρμογήν των διατάξεων των αφορωσών εις τας παροχάς ανεργίας, και

(β) με τας πληρωμάς των βασικών παροχών και των εφ’ άπαξ καταβαλλομένων παροχών, εξαιρουμένου του επιδόματος ανεργίας.

(4) Ο Λογαριασμός Συμπληρωματικών Παροχών βαρύνεται με τας πληρωμάς των συμπληρωματικών παροχών, εξαιρουμένης της συμπληρωματικής παροχής επιδόματος ανεργίας.

(5) Ο Λογαριασμός Παροχών Ανεργίας βαρύνεται με τας πληρωμάς του επιδόματος ανεργίας και με τας δαπάνας αι οποίαι απαιτούνται διά την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου των αφορωσών εις τας παροχάς λόγω ανεργίας.

(6) Εις ην περίπτωσιν το αποθεματικόν και τα έσοδα του Λογαριασμού Παροχών Ανεργίας δεν επαρκούν διά την κάλυψιν των υποχρεώσεων του, η διαφορά καταβάλλεται εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας ή καλύπτεται εξ ειδικής εισφοράς επιβαλλομένης διά Κανονισμών.

(7) Οι Λογαριασμοί του Ταμείου εξετάζονται υπό του Γενικού Ελεγκτού και δημοσιεύονται ομού μετά της επί των τοιούτων Λογαριασμών εκδιδομένης εκθέσεως αυτού.

(8) Τα ανήκοντα εις το Ταμείον χρήματα επενδύονται υπό του Διευθυντού συμφώνως προς τας εκάστοτε οδηγίας του Υπουργού Οικονομικών:

Νοείται ότι σε περίοδο ενός έτους από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, ο Υπουργός Οικονομικών και ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καταθέτουν στη Βουλή των Αντιπροσώπων νομοσχέδιο ως προς την αποτελεσματική διαχείριση των αποθεματικών του Ταμείου από ανεξάρτητη Επιτροπή, αφού διασφαλισθεί η δημιουργία ικανοποιητικού αποθεματικού.

(9) Ο Διευθυντής υποβάλλει εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων έκθεσιν επί της καταστάσεως των επενδύσεων του Ταμείου διά την περίοδον την λήγουσαν την 30ήν Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους.

Δαπάναι Διοικήσεως

70.-(1) Άπασαι αι δαπάναι αίτινες ήθελον διενεργηθή υπό του Διευθυντού ή υπό ετέρου δημοσίου υπαλλήλου εν τη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου καλύπτονται εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας.

(2) Το ποσόν όπερ ο Διευθυντής ήθελεν υπολογίσει συμφώνως προς τας δοθείσας αυτώ υπό του Γενικού Λογιστού οδηγίας ως αναλογούν προς τας εν τω εδαφίω (1) καθοριζομένας δαπάνας, καταβάλλεται εκ των αντιστοίχων Λογαριασμών του Ταμείου καθ’ ον χρόνον και τρόπον ήθελεν ο Γενικός Λογιστής εκάστοτε καθορίσει.

Αναλογιστικαί ανασκοπήσεις

71.-(1) Αναλογιστής διοριζόμενος υπό του Υπουργού προβαίνει το ταχύτερον δυνατόν μετά την 31ην Δεκεμβρίου 1982, εις ανασκόπησιν της όλης εφαρμογής του παρόντος Νόμου κατά την λήγουσαν την ημερομηνίαν ταύτην περίοδον, είτα δε ο τοιούτος αναλογιστής προβαίνει εις περαιτέρω ανασκοπήσεις επί της εφαρμογής του παρόντος Νόμου δι’ εκάστην περίοδον τριών ετών:

Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται να ζητήση την διεξαγωγήν ανασκοπήσεως επί της εφαρμογής του Νόμου καθ’ οιανδήποτε περίοδον λήγουσαν προ της 31ης Δεκεμβρίου 1982, ή ενωρίτερον της τρίτης επετείου της ημερομηνίας ταύτης, εν τοιαύτη δε περιπτώσει, το παρόν άρθρον εφαρμόζεται ως εάν η περίοδος αύτη υποκαθίστατο εις την λήγουσαν την 31ην Δεκεμβρίου 1982, περίοδον και ούτως η επομένη ανασκόπησις επί της εφαρμογής του Νόμου διεξάγεται αναφορικώς προς περίοδον ουχί μεταγενεστέραν των τριών ετών από του τέλους της περιόδου της τελευταίας ανασκοπήσεως.

(2) Καθ’ εκάστην τοιαύτην ανασκόπησιν, ο αναλογιστής υποβάλλει τω Υπουργώ έκθεσιν επί της οικονομικής καταστάσεως του Ταμείου ως και επί της επαρκείας ή μη των δυνάμει του παρόντος Νόμου καταβλητέων εισφορών προς κάλυψιν των καταβλητέων παροχών:

Νοείται ότι ο Υπουργός προχωρεί αμέσως σε κατάθεση στη Βουλή των Αντιπροσώπων ενημερωτικής έκθεσης αναφορικά με τα αποτελέσματα της έκθεσης του αναλογιστή επί της οικονομικής κατάστασης του Ταμείου:

Νοείται περαιτέρω ότι, τηρουμένων των διατάξεων της πιο πάνω επιφύλαξης, εφόσον καταδεικνύεται από τα συμπεράσματα οποιασδήποτε αναλογιστικής μελέτης ότι δε διασφαλίζεται επαρκώς η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του Ταμείου, ο Υπουργός αφού προχωρήσει αμέσως σε διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους καταθέτει στη Βουλή των Αντιπροσώπων το αργότερο εντός ενός έτους νομοσχέδιο για την περαιτέρω ενίσχυση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του Ταμείου.

Αναπροσαρμογή και ανασκόπησις ύψους παροχών

72.-(1) Το ύψος της βασικής παροχής (και των πάσης φύσεως προσαυξήσεων αυτής) της συντάξεως γήρατος, της συντάξεως χηρείας, της συντάξεως ανικανότητος, του επιδόματος ορφανίας, του επιδόματος αγνοουμένου, της συντάξεως αναπηρίας και της παροχής λόγω θανάτου, και το ύψος των ως είρηται παροχών (και των πάσης φύσεως προσαυξήσεων αυτών) των οποίων η σχετική ημερομηνία είναι προγενεστέρα της 6ης Οκτωβρίου 1980, ως και το ποσόν των εφ’ άπαξ βοηθημάτων, αναπροσαρμόζονται αφ’ ης ημερομηνίας αναπροσαρμόζεται το ποσόν των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών κατά το ποσοστόν αυξήσεως του ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών:

Νοείται ότι το ποσόν των εφ’ άπαξ βοηθημάτων στρογγυλεύεται εις τον πλησιέστερον αριθμόν ακεραίων λιρών.

(2) Το ύψος του συμπληρωματικού μέρους των παροχών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) αναπροσαρμόζεται από την ημερομηνία αναπροσαρμογής του ύψους των βασικών παροχών κατά το ποσοστό αύξησης του μέσου όρου του δείκτη λιανικών τιμών κατά το δεύτερο εξάμηνο κάθε χρόνου σε σύγκριση με το μέσο όρο του δείκτη αυτού κατά το δεύτερο εξάμηνο του προηγούμενου χρόνου.

(3) Την 1η Ιουλίου κάθε χρόνου, οι παροχές που αναφέρονται στο εδάφιο (1), εκτός από τα εφάπαξ βοηθήματα, αυξάνονται κατά το ποσοστό αύξησης του μέσου όρου του δείκτη λιανικών τιμών κατά το αμέσως προηγούμενο εξάμηνο, σε σύγκριση με το μέσο όρο του δείκτη αυτού κατά το τελευταίο εξάμηνο του προηγούμενου χρόνου. Αν το ποσοστό αυτό είναι χαμηλότερο του ενός στα εκατό δε χορηγείται οποιαδήποτε αύξηση. Το ποσοστό αύξησης συμψηφίζεται με το ποσοστό της αμέσως επόμενης αύξησης που χορηγείται σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (2).

  • 41/1980
  • 11/1983
  • 10/1985
  • 98(I)/1992
  • 64(I)/1993
  • 80(I)/1998
Εξουσία εκδόσεως Κανονισμών

73.-(1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εκδώση Κανονισμούς διά την καλυτέραν εν γένει εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου, άνευ δε επηρεασμού της γενικότητος ταύτης, να προβή διά τοιούτων Κανονισμών εις τον καθορισμόν ή ρύθμισιν παντός θέματος χρήζοντος ή δεκτικού καθορισμού ή ρυθμίσεως, ειδικώτερον δε τον καθορισμόν ή ρύθμισιν:-

(α) του ύψους των αμελητέων αποδοχών˙

(β) του ύψους των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών και του ανωτάτου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών˙

(γ) του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών οιασδήποτε κατηγορίας μισθωτών˙

(δ) της κατατάξεως αυτοτελώς εργαζομένων προσώπων εις επαγγελματικάς κατηγορίας˙

(ε) του κατωτάτου ποσού ασφαλιστέων αποδοχών εκάστης επαγγελματικής κατηγορίας αυτοτελώς εργαζομένων προσώπων˙

(στ) του τρόπου υπολογισμού των ασφαλιστέων αποδοχών των αυτοτελώς εργαζομένων μέχρι και του ανωτάτου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών˙

(ζ) της εγγραφής των ησφαλισμένων και εργοδοτών˙

(η) οιωνδήποτε ζητημάτων συναφών προς την καταβολήν και είσπραξιν των εισφορών περιλαμβανομένων-

(i) του τρόπου υπολογισμού ή εκτιμήσεως των ασφαλιστέων αποδοχών ειδικών τάξεων ή κατηγοριών μισθωτών˙

(ii) του συντονισμού τούτων προς την καταβολήν και είσπραξιν εισφορών δυνάμει ετέρων Νόμων˙

(iii) των προθεσμιών διά την καταβολήν εισφορών˙

(iv) των περιστάσεων υφ’ ας αχρεωστήτως καταβληθείσαι εισφοραί δύνανται να επιστρέφωνται˙

(v) των όρων επιστροφής εισφορών καταβληθεισών υπό ησφαλισμένου δι’ οιονδήποτε έτος εισφορών επί ασφαλιστέων αποδοχών υπερβαινουσών το ετήσιον ανώτατον όριον ασφαλιστέων αποδοχών˙

(θ) της επιβολής προσθέτου τέλους μέχρις είκοσι επτά επί τοις εκατόν (27%) του ποσού των οφειλομένων εισφορών εν περιπτώσει παραλείψεως καταβολής εισφορών κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος Νόμου˙

(ι) παροχής υπό ιατρού νοσηλεύοντος ή καλουμένου να επισκεφθή ασθενή όστις πιστεύεται ότι πάσχει εκ νόσου τινος υφ’ ης προσεβλήθη εκ της απασχολήσεως αυτού, τοιούτων στοιχείων ως ήθελε καθορισθή˙

(ια) των περιστάσεων υφ’ ας πρόσωπον τι δεν λογίζεται ως εργαζόμενον επί κέρδει.

(ιβ) του τρόπου πίστωσης του ασφαλιστικού λογαριασμού του ασφαλισμένου με το αναλογιστικά ισοδύναμο ποσό του δικαιώματος σε σύνταξη που θεμελίωσε λόγω υπηρεσίας του στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες∙

(ιγ) του τρόπου υπολογισμού του αναλογιστικά ισοδύναμου ποσού του δικαιώματος σε σύνταξη γήρατος από το Ταμείο∙

(ιδ) των διαδικασιών που απαιτούνται για τη μεταφορά του δικαιώματος σε σύνταξη γήρατος από το Ταμείο σε συνταξιοδοτικό σχέδιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων∙

(ιε) των διαδικασιών που απαιτούνται για τη μεταφορά των δικαιωμάτων σε σύνταξη γήρατος από συνταξιοδοτικό σχέδιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο Ταμείο.

(2) Κανονισμοί γινόμενοι δυνάμει του παρόντος άρθρου κατατίθενται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων. Εάν μετά πάροδον τριάκοντα ημερών από της τοιαύτης καταθέσεως η Βουλή των Αντιπροσώπων δι’ αποφάσεως αυτής δεν τροποποιήση ή ακυρώση τους ούτω κατατεθέντας Κανονισμούς εν όλω ή εν μέρει, τότε ούτοι αμέσως μετά την πάροδον της ως άνω προθεσμίας δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας και τίθενται εν ισχύϊ από της τοιαύτης δημοσιεύσεως. Εν περιπτώσει τροποποιήσεως τούτων εν όλω ή εν μέρει υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων ούτοι δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας ως ήθελον ούτω τροποποιηθή υπ’ αυτής και τίθενται εν ισχύϊ από της τοιαύτης δημοσιεύσεως.