1. Οι περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμοι του 1991 έως 1999 θα αναφέρονται μαζί ως οι περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμοι του 1991 έως 1999.
2. Στον παρόντα Νόμο-
“Δικαστήριο” σημαίνει το οικογενειακό δικαστήριο που ιδρύθηκε δυνάμει των περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμων του 1990 έως 19970
“περιουσία” σημαίνει την κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους
“σύζυγος” σημαίνει τη σχέση που δημιουργείται μεταξύ άνδρα και γυναίκας ως αποτέλεσμα γάμου αναγνωρισμένου από την πολιτεία
“συνεισφορά” σημαίνει την οποιασδήποτε μορφής συνεισφορά των συζύγων στην απόκτηση ή τη δημιουργία περιουσίας και περιλαμβάνει τη φροντίδα της οικογενειακής εστίας και των μελών της οικογένειας.
- 232/1991
- 34(I)/1996
- 25(I)/1998
- 58(I)/1999
3. Οι σύζυγοι έχουν, ανάλογα με τις δυνάμεις τους, αμοιβαία υποχρέωση διατροφής.
4.-(1) Αν η έγγαμη συμβίωση διακοπεί το Δικαστήριο μπορεί με αίτηση του συζύγου να εκδώσει διάταγμα διατροφής με το οποίο να διατάσσεται ο άλλος σύζυγος να καταβάλλει στον αιτητή διατροφή.
(2) Η υποχρέωση διατροφής παύει ή το ποσό της αυξάνεται ή μειώνεται, όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις.
5. Εφόσον ο ένας από τους πρώην συζύγους δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματα ή την περιουσία του, δικαιούται να ζητήσει διατροφή από τον άλλο:
(α) Αν κατά την έκδοση του διαζυγίου ή κατά το τέλος των χρονικών περιόδων που προβλέπονται στις επόμενες παραγράφους βρίσκεται σε ηλικία ή σε κατάσταση υγείας που δεν του επιτρέπει να αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίσει απ’ αυτό τη διατροφή του0
(β) αν έχει την επιμέλεια ή φύλαξη ανήλικου τέκνου ή ενήλικου τέκνου ή άλλου εξαρτώμενου απ’ αυτόν προσώπου, το οποίο λόγω σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας αδυνατεί να φροντίζει τον εαυτό του και γι’ αυτό το λόγο εμποδίζεται στην άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος0
(γ) αν δε βρίσκει σταθερή κατάλληλη εργασία ή αν χρειάζεται κάποια επαγγελματική εκπαίδευση0 και στις δύο όμως περιπτώσεις για διάστημα που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα τρία χρόνια από την έκδοση του διαζυγίου0
(δ) σε κάθε άλλη περίπτωση, όπου η επιδίκαση διατροφής κατά την έκδοση του διαζυγίου επιβάλλεται από λόγους επιείκειας.
6. Η διατροφή μπορεί να αποκλειστεί ή να περιοριστεί αν αυτό επιβάλλεται από σπουδαίους λόγους, ιδίως αν ο γάμος είχε μικρή χρονική διάρκεια ή αν ο δικαιούχος βαρύνεται με σοβαρή υπαιτιότητα για τη λύση του γάμου ή τη διακοπή της συμβίωσης ή αν προκάλεσε εκούσια την απορία του.
7. (1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 3, το μέτρο διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του, και περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του δικαιούχου.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 9, σε περίπτωση που ο σύζυγος εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα διατροφής λαμβάνει 13ο ή και 14ο μισθό ή το Δικαστήριο κρίνει εύλογο, το διάταγμα διατροφής δυνατόν να περιλαμβάνει και αντίστοιχη επιπρόσθετη 13η ή και 14η καταβολή, ως το Δικαστήριο ήθελε ορίσει.
8. Το Δικαστήριο μπορεί, αν το κρίνει σκόπιμο, να εκδίδει, μέχρι την οριστική εκδίκαση της αίτησης για διατροφή, προσωρινό διάταγμα διατροφής.
9.-(1) H διατροφή προκαταβάλλεται στο δικαιούχο σύζυγο κάθε μήνα.
(2) Δεν μπορεί να εκδοθεί διάταγμα διατροφής σχετικά με οποιαδήποτε περίοδο προγενέστερη από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για έκδοση διατάγματος διατροφής:
Νοείται ότι, αν ο καθ’ ου η αίτηση βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου ή αν είναι άγνωστη η διαμονή του, η περίοδος για την οποία μπορεί να εκδοθεί το διάταγμα διατροφής επεκτείνεται μέχρι έξι μήνες πριν από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης.
(3) Ποσό που οφείλεται δυνάμει διατάγματος διατροφής για περίοδο μεγαλύτερη από δύο χρόνια δεν μπορεί να εισπραχθεί, αλλά οποιαδήποτε περίοδος απουσίας του οφειλέτη από τη Δημοκρατία δεν υπολογίζεται για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου.
10. (1) Το Δικαστήριο μπορεί με αίτηση οποιουδήποτε από τους συζύγους να τροποποιεί ή να ακυρώνει οποιοδήποτε διάταγμα διατροφής που εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), το ύψος του ποσού της διατροφής αυξάνεται αυτόματα κατά δέκα τοις εκατόν (10%) ανά περίοδο εικοσιτεσσάρων μηνών:
10Α.-(1) (α) Το Δικαστήριο μπορεί κατά την έκδοση διατάγματος διατροφής ή σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο, με αίτηση του συζύγου υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα διατροφής, να εκδώσει και διάταγμα αποκοπής απολαβών σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου.
(β) Το αναφερόμενο στην παράγραφο (α) διάταγμα απευθύνεται και επιδίδεται στον ίδιο τον υπόχρεο διατροφής σύζυγο καθώς και στον εργοδότη αυτού.
(γ) Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου ο όρος <εργοδότης> περιλαμβάνει εργοδότη του δημόσιου καθώς και του ιδιωτικού τομέα.
(2) (α) Το Δικαστήριο μπορεί κατά την έκδοση διατάγματος διατροφής ή σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο, με αίτηση του συζύγου υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα διατροφής, να εκδώσει και διάταγμα αυτόματης μηνιαίας ανάληψης από τραπεζικό λογαριασμό του υπόχρεου διατροφής συζύγου, προς όφελος του δικαιούχου:
(β) Το αναφερόμενο στην παράγραφο (α) διάταγμα απευθύνεται στον υπόχρεο να καταβάλει τη διατροφή σύζυγο και στο τραπεζικό ίδρυμα το οποίο αναφέρεται στο διάταγμα.
(γ) Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου ο όρος <τραπεζικό ίδρυμα> περιλαμβάνει και συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα.
11. Διάταγμα διατροφής που εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου παύει να ισχύει:
(α) Αν ο σύζυγος υπέρ του οποίου εκδόθηκε ξαναπαντρευτεί ή αν συζεί μόνιμα με κάποιο άλλο πρόσωπο σε ελεύθερη ένωση
(β) σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου ή του υποχρέου, εκτός αν αφορά παρελθόντα χρόνο ή δόσεις απαιτητές κατά το χρόνο του θανάτου
(γ) αν ακυρώθηκε από το Δικαστήριο.
13. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Μέρους, ο γάμος δε μεταβάλλει την περιουσιακή αυτοτέλεια των συζύγων.
14.-(1) Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσο συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.
(2) Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.
(3) Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν:
(α) Από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία
(β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) αιτίες.
- 232/1991
- 49(I)/1995
- ΠΑΡΟΡ/I(I)/2989/14.7.95
14Α.-(1) Για σκοπούς καλύτερης εφαρμογής του άρθρου 14, το Δικαστήριο δύναται ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου να εκδώσει διάταγμα, βάσει του οποίου ο καθ’ ου η αίτηση υποχρεούται, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την έκδοση του, ή μέσα σε οποιαδήποτε άλλη χρονική περίοδο το Δικαστήριο ορίσει, να υποβάλει ένορκη δήλωση στο Δικαστήριο, στην οποία να περιγράφει πλήρως, με σαφήνεια και κατά συγκεκριμένο τρόπο την περιουσία στην οποία είχε οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον κατά την ημερομηνία της διακοπής της συμβίωσης ή κατ’ άλλη σχετική ημερομηνία που το Δικαστήριο ορίζει στο διάταγμα.
(2) Σε περίπτωση που το συμφέρον σε περιουσία ή μέρος της το οποίο ο καθ’ ου η αίτηση είχε κατά την ημερομηνία που το Δικαστήριο έχει ορίσει, έπαψε να ανήκει σε αυτόν κατά την ημερομηνία της εκδίκασης της αίτησης διαζυγίου ή κατ’ άλλη ημερομηνία που το Δικαστήριο ορίζει, ο καθ’ ου η αίτηση υποχρεούται, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου, να δώσει πλήρεις, συγκεκριμένες και πειστικές αποδείξεις της αποξένωσης ή της διάθεσης της περιουσίας ή μέρους της με συμπληρωματική ένορκη δήλωση, ενώ αν κριθεί αναγκαίο, το Δικαστήριο δικαιούται να διατάξει τον καθ’ ου η αίτηση να δώσει οδηγίες προς τραπεζικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό οργανισμό, με κοινοποίηση στο Δικαστήριο, σχετικά με την αποξένωση, τη διακίνηση, τη μεταφορά ή την επαναφορά της περιουσίας ή μέρους της, όπως το Δικαστήριο ορίζει.
(3) Το Δικαστήριο δύναται ύστερα από αίτηση του αιτητή να ορίσει ημερομηνία για εξέταση του καθ’ ου η αίτηση σχετικά με την ορθότητα των ενόρκων δηλώσεων ή των συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων ή άλλων στοιχείων αναφορικά με την περιουσιακή του κατάσταση. Στην περίπτωση αυτή ο καθ’ ου η αίτηση κλητεύεται ως μάρτυρας.
- 232/1991
- 25(I)/1998
14Β.-(1) Πρόσωπο το οποίο παρέχει ψευδείς, ανακριβείς ή μη πλήρεις πληροφορίες για θέμα που αναφέρεται στο άρθρο 14Α, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή και στις δύο ποινές.
(2) Πρόσωπο το οποίο αρνείται, παραλείπει ή καθυστερεί να συμμορφωθεί προς διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 14Α είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 44 των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 1997 για καταφρόνηση του Δικαστηρίου. Σε περίπτωση που το πρόσωπο αυτό είναι αιτητής για έκδοση διαζυγίου, το Δικαστήριο δύναται επίσης να αναστείλει την περαιτέρω διαδικασία μέχρις ότου το πρόσωπο αυτό συμμορφωθεί προς το εν λόγω διάταγμα του.
- 232/1991
- 25(I)/1998
14Γ.-(1) Το Δικαστήριο, για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 14Α έχει την εξουσία να εκδίδει ύστερα από αίτηση διάταγμα με το οποίο να παρεμποδίζεται ο καθ’ ου η αίτηση να διαθέσει, να αποξενώσει ή να επιβαρύνει την περιουσία του ή μέρος της.
(2) Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την ακύρωση κάθε μεταβίβασης, διάθεσης ή επιβάρυνσης της περιουσίας ή μέρους της, η οποία έγινε με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 14Α ή διατάγματος του Δικαστηρίου που εκδίδεται με βάση τις διατάξεις του Νόμου αυτού.
(3) Για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, περιουσία που αποκαλύπτεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου στην οποία ο καθ’ ου η αίτηση συνεχίζει να έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον λογίζεται περιουσία για σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 14 και ο ιδιοκτήτης υποχρεούται να επαναφέρει την περιουσία εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, σε περίπτωση που αυτή βρίσκεται εκτός δικαιοδοσίας. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, ο ιδιοκτήτης ή ο δικαιούχος ιδιοκτήτης είναι ένοχος καταφρόνησης του Δικαστηρίου.
(4) Το Δικαστήριο δύναται σε επείγουσες περιπτώσεις να εκδίδει προσωρινό διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (1) με την ίδια διαδικασία που ακολουθείται για την έκδοση προσωρινού συντηρητικού διατάγματος, δυνάμει του άρθρου 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου.
- 232/1991
- 25(I)/1998
14Δ. Σε περίπτωση δόλιας διάθεσης ή μεταβίβασης περιουσίας, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου.
- 232/1991
- 25(I)/1998
14Ε. Το Δικαστήριο έχει την εξουσία να εκδίδει διατάγματα για μεταβίβαση στον αιτητή περιουσίας του καθ’ ου η αίτηση που συνιστά αντικείμενο της διαδικασίας που ακολουθείται δυνάμει του παρόντος Νόμου.
- 232/1991
- 25(I)/1998
14ΣΤ. Σε περίπτωση μεταβίβασης ιδιοκτησίας μεταξύ προσώπων που ήταν σύζυγοι και που ο γάμος τους έχει λυθεί, εφόσον προβλέπεται σε διάταγμα ή σε απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία επιλύονται ή διευθετούνται οι οποιεσδήποτε μεταξύ τους περιουσιακές διαφορές, χωρεί απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής τελών και δικαιωμάτων, δυνάμει του περί Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος (Τέλη και Δικαιώματα) Νόμου.
- 232/1991
- 25(I)/1998
15. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 14 αξίωση:
(α) Παραγράφεται τρία χρόνια μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου:
(β) δε γεννιέται, σε περίπτωση θανάτου, στο πρόσωπο των κληρονόμων του συζύγου που πέθανε
(γ) δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται, εκτός αν έχει αναγνωριστεί συμβατικά ή αν έχει επιδοθεί αγωγή.
16. Το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση αγωγής του ενός από τους συζύγους κατά του άλλου δυνάμει του άρθρου 14, θα λαμβάνει υπόψη κατά την επιδίκαση του ποσού το οποίο τυχόν ο ενάγων σύζυγος δικαιούται και την αξία των περιουσιακών στοιχείων τα οποία ο εναγόμενος σύζυγος δώρησε κατά τη διάρκεια του γάμου στον ενάγοντα.
17.-(i) Το Δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει στον ενάγοντα σύζυγο οποιοδήποτε ποσό με βάση το άρθρο 14 του παρόντος Νόμου ή να μειώσει το ποσό το οποίο αυτός θα εδικαιούτο με βάση το ίδιο άρθρο, αν αυτός-
(α) Έχει καταδικαστεί για φόνο ή ανθρωποκτονία του άλλου συζύγου
(β) έχει καταδικαστεί για φόνο ή ανθρωποκτονία τέκνου του άλλου συζύγου
(γ) έχει καταδικαστεί για εκ προθέσεως πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης στον άλλο σύζυγο ή σε τέκνο του
(δ) εγκατέλειψε χωρίς εύλογη αιτία το σύζυγο ή παρέλειψε να τον συντηρεί
(ε) συμπεριφέρθηκε προς τον άλλο σύζυγο ή τα τέκνα του κατά τρόπο ιδιαίτερα σκληρο ή ανήθικο:
(ii) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την έναντι του ενάγοντα συζύγου συμπεριφορά του άλλου συζύγου.
18. Το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει, τηρουμένων των αναλογιών, τις αρμοδιότητες τις οποίες δίνει στα Οικογενειακά Δικαστήρια το άρθρο 17 των περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμων.
19. Σε περίπτωση που ο γάμος λύθηκε πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, οι πρώην σύζυγοι δεν έχουν αγώγιμο δικαίωμα δυνάμει του παρόντος Νόμου.
21.-(1) Όλες οι υποθέσεις που καταχωρήθηκαν μετά την 1η Ιανουρίου 1991 και που εκκρεμούν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου παραπέμπονται στο στάδιο που βρίσκονται ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου για συνέχιση και αποπεράτωση της διαδικασίας από το εν λόγω Δικαστήριο.
(2) Κάθε διάδικος δικαιούται, αφού υποβάλει αίτηση για το σκοπό αυτό στο Δικαστήριο, να επανακαλέσει για επανακρόαση οποιοδήποτε μάρτυρα που έχει ήδη ακουστεί.
Εκκρεμείς διαδικασίες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου που έχουν ως επίδικο αντικείμενο περιουσιακές διαφορές με βάση το άρθρο 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου, όπως τροποποιήθηκε από τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1996, παραμένουν και ολοκληρώνονται ενώπιον των Επαρχιακών Δικαστηρίων νοουμένου ότι άρχισε η ενώπιον τους ακροαματική διαδικασία με την κατάθεση μαρτύρων, άλλως παραπέμπονται στο στάδιο που βρίσκονται ενώπιον των αρμόδιων Οικογενειακών Δικαστηρίων.
Παρά τις διατάξεις του άρθρου 15(α), αξιώσεις δυνάμει του άρθρου 14, που αποτέλεσαν ή αποτελούν το αντικείμενο διαδικασίας η οποία εκκρεμεί ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου ή ενώπιον Οικογενειακού Δικαστηρίου στο οποίο είχε παραπεμφθεί από Επαρχιακό Δικαστήριο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1996, μπορούν να υποβληθούν στα Οικογενειακά Δικαστήρια μέσα σε ένα χρόνο από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.
Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 67(I)2008] εφαρμόζονται από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 67(I)2008] και σε σχέση με διατάγματα που εκδόθηκαν πριν την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 67(I)2008].