Προοίμιο

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Ενημέρωσης του Εργοδοτουμένου από τον Εργοδότη για τους Όρους που διέπουν τη Σύμβαση ή τη Σχέση Εργασίας Νόμος του 2000.

Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«εργοδοτούμενος» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο προστατεύεται ως εργοδοτούμενος σύμφωνα με την ισχύουσα εργατική νομοθεσία.

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Πεδίο εφαρμογής

3.—(1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε κάθε εργοδοτούμενο που συνδέεται με τον εργοδότη του με σύμβαση ή σχέση εργασίας.

(2) Ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται-

(α) Σε εργοδοτουμένους των οποίων η συνολική διάρκεια απασχόλησης δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα·

(β) σε εργοδοτουμένους των οποίων η συνολική διάρκεια απασχόλησης δεν υπερβαίνει τις οκτώ ώρες την εβδομάδα, και

(γ) σε εργοδοτουμένους των οποίων η απασχόληση έχει το χαρακτήρα περιστασιακής ή και ιδιάζουσας εργασίας, με την προϋπόθεση ότι, στις περιπτώσεις αυτές, τη μη εφαρμογή δικαιολογούν αντικειμενικοί λόγοι.

Υποχρέωση ενημέρωσης

4.—(1) Ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιεί στον εργοδοτούμενο τους ουσιώδεις όρους της σύμβασης ή σχέσης εργασίας.

(2) Η πληροφόρηση σύμφωνα με το εδάφιο (1) περιλαμβάνει τουλάχιστο τα ακόλουθα:

(α) Τα στοιχεία ταυτότητας των μερών·

(β) τον τόπο παροχής της εργασίας και την εγγεγραμμένη έδρα της επιχείρησης ή τη διεύθυνση κατοικίας του εργοδότη·

(γ) τη θέση ή την ειδικότητα του εργοδοτουμένου, το βαθμό του, την κατηγορία της απασχόλησής του, καθώς και το αντικείμενο της εργασίας του·

(δ) την ημερομηνία έναρξης της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας και την προβλεπόμενη διάρκεια αυτής αν καταρτίζεται για ορισμένο χρόνο·

(ε) τη διάρκεια της άδειας μετ' απολαβών που δικαιούται ο εργοδοτούμενος, καθώς και τον τρόπο και χρόνο της χορήγησής της·

(στ) τις προθεσμίες που πρέπει να τηρούν ο εργοδότης και ο εργοδοτούμενος σε περίπτωση λύσης της σύμβασης ή σχέσης εργασίας με καταγγελία·

(ζ) τις πάσης φύσεως αποδοχές που δικαιούται ο εργοδοτούμενος και την περιοδικότητα καταβολής της αμοιβής του·

(η) τη διάρκεια της κανονικής ημερήσιας ή εβδομαδιαίας απασχόλησης του εργοδοτουμένου, και

(θ) την αναφορά τυχόν συλλογικών συμβάσεων που διέπουν τους όρους ή και τις συνθήκες εργασίας του εργοδοτουμένου.

(3) Κανένας όρος της σύμβασης ή σχέσης εργασίας δεν μπορεί να είναι δυσμενέστερος για τον εργοδοτούμενο από ότι προνοεί η νομοθεσία στο οικείο θέμα.

Τρόπος ενημέρωσης

5. Η ενημέρωση για τους όρους που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 4 γίνεται με-

(α) Γραπτή σύμβαση εργασίας·

(β) επιστολή πρόσληψης· ή

(γ) άλλο έγγραφο, υπογραμμένο από τον εργοδότη, εφόσον τούτο περιλαμβάνει τουλάχιστον όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 4:

Νοείται ότι η ενημέρωση για τα στοιχεία που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (ε), (στ), (ζ) και (η) του εδαφίου (2) του άρθρου 4, μπορεί να γίνεται με γραπτή παραπομπή σε Νόμους, Κανονισμούς, Διατάγματα ή συλλογικές συμβάσεις που ρυθμίζουν τα θέματα αυτά.

Χρόνος ενημέρωσης

6.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8, η ενημέρωση για τους όρους που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 4 πρέπει να γίνεται εντός ενός μηνός το αργότερο από την έναρξη της εργασίας.

(2) Αν η σύμβαση ή σχέση εργασίας για οποιοδήποτε λόγο διαρκέσει λιγότερο από ένα μήνα, οποιοδήποτε έγγραφο από αυτά που προβλέπονται στο άρθρο 5 παραδίδεται στον εργοδοτούμενο κατά τη λήξη της.

(3) Για τη μεταβολή των στοιχείων που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 4, εκτός αν, και στο βαθμό που, η μεταβολή προέρχεται από Νόμο ή άλλο κείμενο στο οποίο αναφερόταν η αρχική ενημέρωση σύμφωνα με την επιφύλαξη του άρθρου 5, ο εργοδότης πρέπει να συντάσσει σχετικό έγγραφο και να το παραδίδει στον εργοδοτούμενο το αργότερο εντός ενός μηνός από την πραγματοποίηση της μεταβολής.

(4) Η παράλειψη του εργοδότη να χορηγήσει στον εργοδοτούμενο τα έγγραφα που αναφέρονται πιο πάνω δε συνεπάγεται ακυρότητα της σύμβασης ή σχέσης εργασίας.

Εργασία στην αλλοδαπή

7.—(1) Αν ο εργοδοτούμενος πρέπει να απασχοληθεί στην αλλοδαπή με σύμβαση ή σχέση εργασίας που καταρτίζεται στην Κύπρο ή υπόκειται στην κυπριακή νομοθεσία ή πρακτική, και της οποίας η διάρκεια είναι τουλάχιστον ένας μήνας, τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 5 θα πρέπει να του παραδοθούν πριν από την αναχώρησή του και να περιέχουν τουλάχιστο τα εξής πρόσθετα, στοιχεία:

(α) Τη διάρκεια της εργασίας στο εξωτερικό·

(β) το νόμισμα στο οποίο θα καταβάλλονται οι αποδοχές του·

(γ) τα τυχόν πλεονεκτήματα σε χρήμα ή σε είδος που συνδέονται με τον εκπατρισμό· και

(δ) τους τυχόν όρους επαναπατρισμού.

(2) Η ενημέρωση για τα στοιχεία (β) και (γ) του εδαφίου (1), μπορεί ενδεχομένως να γίνεται και με παραπομπή σε Νόμους, Κανονισμούς, Διατάγματα ή συλλογικές συμβάσεις που ρυθμίζουν τα θέματα αυτά.

Σχέσεις εργασίας που υφίσταντο κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου

8.—(1) Για τις σχέσεις εργασίας οι οποίες υφίσταντο κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου για λιγότερο από πέντε χρόνια, η ενημέρωση πρέπει να γίνει μέσα σε έξι μήνες από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.

(2) Για τις σχέσεις εργασίας οι οποίες, κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, υφίσταντο για περισσότερα από πέντε χρόνια, η ενημέρωση πρέπει να γίνεται μέσα σε δύο μήνες εφόσον και αφότου το ζητήσει ο εργοδοτούμενος.

(3) Για τις σχέσεις εργασίας που αναφέρονται στο εδάφιο (2) δεν μπορεί να γίνει προσφυγή σε δικαστήριο, αν δεν προηγηθεί υπενθύμιση από τον εργοδοτούμενο προς τον εργοδότη και αν ο εργοδότης δεν ανταποκριθεί μέσα σε δεκαπέντε μέρες από την υπενθύμιση:

Νοείται ότι η διαδικασία υπενθύμισης του εδαφίου (3) δεν απαιτείται-

(α) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7·

(β) για τους εργοδοτουμένους που έχουν προσωρινή σύμβαση ή σχέση εργασίας· και

(γ) για εργοδοτουμένους που δεν καλύπτονται από συλλογική σύμβαση.

Βάρος απόδειξης

9. Το βάρος της απόδειξης για το γεγονός της ενημέρωσης του εργοδοτουμένου για τους όρους της σύμβασης ή της σχέση εργασίας το φέρει ο εργοδότης.

Επιθεωρητές ή άλλοι λειτουργοί

10. Ο Υπουργός δύναται να ορίζει είτε επιθεωρητές είτε άλλους λειτουργούς, εφόσον τους κρίνει αναγκαίους, για την καλύτερη εφαρμογή του παρόντος Νόμου.

Κύριο έργο του επιθεωρητή

10Α. Επιθεωρητής, που διορίζεται δυνάμει του άρθρου 10, έχει ως έργο κυρίως –

(α) Την εξασφάλιση της πλήρους και αποτελεσματικής εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είτε με τη διεξαγωγή αυτεπάγγελτης έρευνας για τον έλεγχο της εφαρμογής του, είτε με την εξέταση παραπόνων που του υποβάλλονται για διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου αυτού˙

(β) την παροχή πληροφοριών, συμβουλών και υποδείξεων προς τους εργοδότες και τους εργοδοτουμένους σχετικά με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο  τήρησης των διατάξεων του παρόντος Νόμου˙

(γ) την αναφορά, προς τον Υπουργό, προβλημάτων που δημιουργούνται κατά την εφαρμογή του Νόμου και την υποβολή προτάσεων σχετικά με μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση τους.

Εξουσίες του επιθεωρητή

10Β.-(1) Κάθε  επιθεωρητής, για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος Νόμου, δύναται -

(α) Να εισέρχεται, με την επίδειξη της ταυτότητάς του, ελεύθερα και χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, οποιαδήποτεώρα της ημέρας ή της νύχτας, σε οποιοδήποτε χώρο απασχόλησης, εκτός από οικιακά υποστατικά:

Νοείται ότι η είσοδος σε οικιακά υποστατικά μπορεί να γίνεται, αφού εξασφαλισθεί η συγκατάθεση του κατόχου τους˙

(β) να συνοδεύεται από αστυνομικό, αν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι θα παρεμποδιστεί στην άσκηση των εξουσιών του ή στην εκτέλεση των καθηκόντων του, οπόταν η Αστυνομία έχει υποχρέωση να διαθέτει έναν ή περισσότερους αστυνομικούς για να το συνοδεύουν˙

(γ) να συνοδεύεται από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ήθελε κρίνει αναγκαίο˙

(δ) να προβαίνει σε ελέγχους, επιθεωρήσεις, έρευνες, ανακρίσεις, ή εξετάσεις, όπως θεωρεί αναγκαίο, για τη διαπίστωση της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και ιδίως –

(i) να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο, για το οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι μπορεί να παράσχει πληροφορίες ή διευκρινίσεις σχετιζόμενες με οποιαδήποτε επιθεώρηση που αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου, να απαντά σε σχετικές ερωτήσεις, μόνο του ή στην παρουσία οποιουδήποτε άλλου προσώπου, την οποία μπορεί ο  επιθεωρητής να απαιτήσει ή να επιτρέψει, καθώς και να απαιτεί από το πρόσωπο αυτό να υπογράφει δήλωση ότι οι απαντήσεις του είναι αληθείς·

(ii) να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο στο χώρο εργασίας να του παρέχει, για θέματα τα οποία είναι υπό  τον έλεγχο ή την ευθύνη του προσώπου αυτού, τις διευκολύνσεις και τη βοήθεια που είναι αναγκαίες για την ενάσκηση από τον ίδιο οποιασδήποτε από τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του παρόντος άρθρου˙

(iii) να ζητεί τη συνδρομή οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας ή αρχής, η οποία και υποχρεούται να του την παράσχει.

(2) Κατά τη διάρκεια της, κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, επίσκεψής του για επιθεώρηση, ο επιθεωρητής θα ενημερώνει τον εργοδότη ή εκπρόσωπό του για την παρουσία του, εκτός εάν θεωρεί ότι αυτό θα επηρεάσει δυσμενώς την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Ενέργειες του επιθεωρητή σε περίπτωση υποβολής παραπόνου

10Γ.-(1) Ο  επιθεωρητής μπορεί να δέχεται παράπονα σχετικά με διαφορά, που πιθανόν να προκύψει από την εφαρμογή του παρόντος Νόμου, από οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρεί ότι θίγεται από τη διαφορά αυτή, καθώς και για λογαριασμό τέτοιου προσώπου και, αμέσως μόλις του υποβληθεί τέτοιο παράπονο, ακολουθεί τη διαδικασία που προνοείται στα εδάφια (2), (3) και (4), με την προϋπόθεση ότι η υπόθεση δεν έχει προσαχθεί  σε δικαστήριο.

(2) Ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο Νόμος, ο  επιθεωρητής ερευνά με κάθε πρόσφορο τρόπο το παράπονο που του έχει υποβληθεί, και ιδίως καλεί το πρόσωπο, κατά του οποίου γίνεται το παράπονο, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο που έχει αρμοδιότητα ή ευθύνη γι'αυτό, να παράσχει πληροφορίες, διευκρινίσεις, ή οποιοδήποτε στοιχείο κατέχει ή είναι υπό τον έλεγχο του, που εξυπηρετούν ή διευκολύνουν τη διερεύνηση του παραπόνου και επιχειρεί να διευθετήσει τη διαφορά.

(3) Εάν επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς σύμφωνα με το εδάφιο (2), ο  επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό διευθέτησης της διαφοράς, το οποίο υπογράφεται και από τα δύο μέρη.

(4) Εάν δεν επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς σύμφωνα με το εδάφιο (2), ο  επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό, στο οποίο αναγράφει όλες τις ενέργειες και διαπιστώσεις του, το οποίο πρέπει να κοινοποιεί άμεσα στα δύο μέρη, και το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών σε διαδικασία ενώπιόν του.

(5) Τηρουμένων των λοιπών διατάξεων οποιουδήποτε νόμου, από την ημέρα της υποβολής του, κατά το εδάφιο (1), παραπόνου, μέχρι την ημέρα που συντάχθηκε το προβλεπόμενο στο εδάφιο (4) πρακτικό, διακόπτεται η τυχόν ισχύουσα προθεσμία προσφυγής στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών του προσώπου που έχει υποβάλει ή για λογαριασμό του οποίου υποβλήθηκε το παράπονο, καθώς και η  περίοδος παραγραφής της απαίτησής του.

Καθήκον για παροχή πληροφοριών στον επιθεωρητή

10Δ.-(1) Κάθε εργοδότης ή αντιπρόσωπός του και κάθε εργοδοτούμενος στον εργοδότη αυτό πρέπει, όταν το απαιτεί ο  επιθεωρητής, να δίνει σ’ αυτόν κάθε πληροφορία, βιβλίο, αρχείο, πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο έχει στην κατοχή του σχετικά με τα ρυθμιζόμενα στον παρόντα Νόμο θέματα.

(2) Ο εργοδότης, οι αντιπρόσωποί του ή οι εργοδοτούμενοι σ’ αυτόν πρέπει γενικά να παρέχουν τα μέσα που απαιτούνται από τον επιθεωρητή, τα οποία είναι απαραίτητα για την είσοδο, επιθεώρηση, εξέταση, έρευνα, ή άλλη άσκηση εξουσίας δυνάμει του παρόντος Νόμου σχετικά με την επιχείρηση του εργοδότη αυτού.

Υποχρέωση του επιθεωρητή για εχεμύθεια

10Ε.-(1) Ο  επιθεωρητής οφείλει να θεωρεί και να χειρίζεται ως απόρρητο κάθε ζήτημα και κάθε πληροφορία, γραπτή ή προφορική, που περιήλθε σε γνώση του κατά τη διεκπεραίωση του έργου του, και δεν αποκαλύπτει ή μεταδίδει οποιοδήποτε τέτοιο ζήτημα ή πληροφορία.

(2) Σε περίπτωση που οποιοσδήποτε  επιθεωρητής ενεργεί κατά παράβαση της υποχρέωσης για εχεμύθεια, όπως καθορίζεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, τότε ο  επιθεωρητής υπέχει αστική ευθύνη κατ΄ εφαρμογήν των προνοιών του άρθρου 70 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.

Αδικήματα και ποινές λόγω παρεμπόδισης του επιθεωρητή κατά την άσκηση των καθηκόντων του

10ΣΤ.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), όποιος -

(α) Παρεμποδίζει επιθεωρητή κατά την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας που παρέχεται σ΄αυτόν από το Νόμο˙

(β) αρνείται να απαντήσει ή απαντά ψευδώς σε οποιαδήποτε έρευνα, για την οποία παρέχεται εξουσία από το Νόμο˙

(γ) παραλείπει να παρουσιάσει οποιοδήποτε αρχείο, πιστοποιητικό, βιβλίο, ή άλλο έγγραφο ή στοιχείο που απαιτείται να παρουσιάσει σύμφωνα με το Νόμο˙

(δ) παρεμποδίζει, ή αποπειράται να παρεμποδίσει οποιοδήποτε πρόσωπο από του να παρουσιαστεί ενώπιον  επιθεωρητή ή να εξεταστεί από αυτόν,

είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκηςτου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τρεις  (3) μήνες ή με χρηματική ποινή μέχρι τρεις χιλιάδες λίρες (ΛΚ 3.000,00) ή και με τις δύο αυτές ποινές.

(2) Αν τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου  αδικήματα διαπράττονται από νομικό πρόσωπο ή οργανισμό, ένοχοι θα είναι ο διευθύνων σύμβουλος, πρόεδρος, διευθυντής, γραμματέας ή άλλος παρόμοιος αξιωματούχος του νομικού προσώπου ή οργανισμού, εφόσον αποδειχθεί ότι το αδίκημα έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, σύμπραξη ή ανοχή του, ο οποίος θα τιμωρείται κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, καθώς  και το νομικό πρόσωπο ή ο οργανισμός που θα τιμωρείται μόνο με τη χρηματική ποινή που προβλέπεται από το εδάφιο αυτό.

Αρμόδιο Δικαστήριο

11. Αρμόδιο Δικαστήριο προς επίλυση οιασδήποτε αστικής φύσης διαφοράς προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.

Κυρώσεις

12.—(1) Εργοδότης ο οποίος, χωρίς εύλογη αιτία, παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες.

(2) Το βάρος απόδειξης για το γεγονός ότι η παράλειψη για πληροφόρηση έγινε με εύλογη αιτία βαρύνει τον εργοδότη.

Κανονισμοί

13. [Διαγράφηκε]