ΜΕΡΟΣ I ΕΡΜΗΝΕΙΑ, ΕΚΤΑΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«αναγνωρισμένη Ε.Π.Ε.Υ. Τρίτης χώρας» σημαίνει την επιχείρηση, που εδρεύει σε Τρίτη χώρα, έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην τρίτη χώρα να παρέχει υπηρεσίες, οι οποίες καλύπτονται από την ερμηνεία του όρου «Ε.Π.Ε.Υ.» δυνάμει του παρόντος Νόμου, και υπόκειται σε κανόνες εποπτείας, οι οποίοι, κατά την κρίση της Εποπτικής Αρχής, είναι ισοδύναμοι ως προς την προστασία του γενικού συμφέροντος και την κατοχύρωση της εύρυθμης λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς με τους κανόνες, που θεσπίζει ο παρών Νόμος·

«αναδοχή» περιλαμβάνει την υπηρεσία της διάθεσης ή κάλυψης του συνόλου ή μέρους χρηματοοικονομικών μέσων και την, εν γένει, παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης μεταξύ εκδότη ή διαθέτη χρηματοοικονομικών μέσων και επενδυτών στις ανωτέρω διαδικασίες· ο όρος «ανάδοχος» ερμηνεύεται ανάλογα·

«ασφαλιστική επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 των περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 έως (Αρ. 6) του 2004·

«ειδική συμμετοχή» σημαίνει την άμεση ή έμμεση συμμετοχή, η οποία αντιπροσωπεύει τουλάχιστο το δέκα τοις εκατόν (10%) του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας Ε.Π.Ε.Υ. ή επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διοίκηση της Ε.Π.Ε.Υ., στην οποία υφίσταται η συμμετοχή·

«έλεγχος» περιλαμβάνει τον έλεγχο που ασκεί μια εταιρεία σε άλλη εταιρεία, κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου·

«εγκεκριμένος ελεγκτής» σημαίνει πρόσωπο το οποίο κατέχει τα δυνάμει του άρθρου 155 του περί Εταιρειών Νόμου αναγκαία προσόντα για διορισμό του ως ελεγκτής εταιρείας άλλης από εξαιρουμένης ιδιωτικής εταιρείας·

«έμμεση συμμετοχή» σημαίνει τη συμμετοχή, η οποία καθορίζεται στο Δεύτερο Παράρτημα·

«επενδυτική υπηρεσία» σημαίνει οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες, που καθορίζονται στο Μέρος I του Πρώτου Παραρτήματος, και που παρέχεται σε σχέση με τα χρηματοοικονομικά μέσα, τα οποία απαριθμούνται στο Μέρος II του ιδίου Παραρτήματος·

«Ε.Π.Ε.Υ. που λειτουργεί υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών» σημαίνει την Ε.Π.Ε.Υ., η οποία παρέχει διασυνοριακώς επενδυτικές υπηρεσίες στη Δημοκρατία, χωρίς να διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση και η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας από αρμόδια αρχή κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει την έδρα της σ' αυτό·

«Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς» σημαίνει το νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου, που συνεστήθη και λειτουργεί δυνάμει του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001·

«επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών», που στον παρόντα Νόμο θα αναφέρεται ως Ε.Π.Ε.Υ., σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο λειτουργεί βάσει άδειας λειτουργίας που του χορηγεί η εποπτεύουσα αρχή και παρέχει κατ' επάγγελμα προς τρίτους μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες, και περιλαμβάνει τράπεζες που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο·

«επιχειρησιακό σχέδιο Ε.Π.Ε.Υ.» σημαίνει το επιχειρησιακό σχέδιο που ορίζεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 10·

«Εποπτική Αρχή» σε σχέση με Ε.Π.Ε.Υ. που δεν είναι τράπεζα σημαίνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, και σε σχέση με Ε.Π.Ε.Υ. που είναι τράπεζα, την Κεντρική Τράπεζα·

«εταιρεία διαμεσολάβησης για επενδύσεις σε κινητές αξίες», που στον παρόντα Νόμο θα αναφέρεται ως Ε.Δ.Ε.Κ.Α., έχει την έννοια, που της αποδίδεται στο Μέρος XII·

«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·

«ίδρυμα» σημαίνει τις εδρεύουσες στη Δημοκρατία τράπεζες και τις Κ.Ε.Π.Ε.Υ.·

«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Δημοκρατίας της Κύπρου·

«κινητές αξίες» σημαίνει τις αποτελούσες αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά μετοχές και λοιπές αξίες με χαρακτηριστικά μετοχών, ομολογίες, δημόσια χρεόγραφα και λοιπές αξίες με χαρακτηριστικά ομολογιών, καθώς και κάθε άλλη αξία, η οποία αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά και παρέχει δικαίωμα απόκτησης άλλης κινητής αξίας, μέσω εγγραφής ή ανταλλαγής ή, η οποία παρέχει δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς, αλλά δεν περιλαμβάνει τα μέσα πληρωμής·

«κράτος-μέλος» σημαίνει κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«κράτος-μέλος καταγωγής» έχει την έννοια, που του αποδίδεται στο Τρίτο Παράρτημα·

«κράτος-μέλος υποδοχής» σημαίνει το κράτος-μέλος, στο οποίο η Ε.Π.Ε.Υ. έχει υποκατάστημα ή παρέχει διασυνοριακώς υπηρεσίες·

«κυπριακή επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών», που στον παρόντα Νόμο θα αναφέρεται ως Κ.Ε.Π.Ε.Υ., σημαίνει την εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που έχει συσταθεί και εδρεύει στη Δημοκρατία, και δεν περιλαμβάνει τις τράπεζες·

«μέλος του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου» έχει την έννοια, που του αποδίδεται από το άρθρο 31 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993 έως (Αρ. 3) του 2002·

«μερίδιο» έχει την έννοια που του αποδίδεται από το άρθρο 2 του περί των Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Ανοιχτού Τύπου και περί συναφών θεμάτων Νόμου του 2001·

«μητρική εταιρεία» και «θυγατρική εταιρεία» έχουν την έννοια, που τους αποδίδεται από το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου·

«νομικό πρόσωπο» περιλαμβάνει εταιρεία ή οποιαδήποτε άλλη ένωση προσώπων είτε αυτή συστάθηκε στη Δημοκρατία είτε αλλού·

«Οδηγίες» σημαίνει τις Οδηγίες κανονιστικού περιεχομένου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Κεντρικής Τράπεζας, αναλόγως, ως αρμόδιας Εποπτικής Αρχής, οι οποίες εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση του παρόντος Νόμου και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και οι όροι «Οδηγίες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς» και «Οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας» ερμηνεύονται ανάλογα·

«όμιλος» σημαίνει τον όμιλο επιχειρήσεων, ο οποίος αποτελείται από τη μητρική επιχείρηση, τις θυγατρικές της και τις επιχειρήσεις, στις οποίες η μητρική επιχείρηση ή οι θυγατρικές της κατέχουν συμμετοχή, καθώς και επιχειρήσεις που, χωρίς να συνδέονται μεταξύ τους με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου, έχουν τεθεί με την επιχείρηση αυτή υπό ενιαία διεύθυνση κατόπιν σύμβασης ή σύμφωνα με όρους των καταστατικών τους ή τα διοικητικά τους όργανα αποτελούνται κατά πλειοψηφία κατά τη διάρκεια της διαχειριστικής χρήσης και μέχρι την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών από τα ίδια πρόσωπα·

«οργανωμένη αγορά» σημαίνει την αγορά, στην οποία αντικείμενο διαπραγμάτευσης αποτελούν τα χρηματοοικονομικά μέσα, τα οποία καθορίζονται στο Μέρος II του Πρώτου Παραρτήματος και, η οποία λειτουργεί τακτικά και διέπεται από κανόνες, ως προς τις προϋποθέσεις λειτουργίας και συμμετοχής σ' αυτή, τις προϋποθέσεις εισαγωγής και διαπραγμάτευσης χρηματοοικονομικών μέσων σ' αυτή, την υποβολή στοιχείων και τη διαφάνεια ως προς τις συναλλαγές, που λαμβάνουν χώρα σ' αυτή, αποτελεί αντικείμενο εποπτείας και περιλαμβάνεται στον κατάλογο, που καταρτίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 31·

«παρεπόμενες υπηρεσίες» σημαίνει τις υπηρεσίες, οι οποίες καθορίζονται στο Μέρος III του Πρώτου Παραρτήματος·

«στενοί δεσμοί» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτόν από το Τέταρτο Παράρτημα·

«συνδεδεμένα πρόσωπα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτόν από το Πέμπτο Παράρτημα·

«Ταμείο Αποζημίωσης Επενδυτών», που στον παρόντα Νόμο θα αναφέρεται ως Τ.Α.Ε., σημαίνει, τόσο το Τ.Α.Ε. Πελατών Τραπεζών, όσο και το Τ.Α.Ε. Πελατών Κ.Ε.Π.Ε.Υ., για τα οποία προνοεί το Μέρος XI·

«τίτλοι της χρηματαγοράς» σημαίνει τις αξίες, που αποτελούν συνήθως αντικείμενο διαπραγμάτευσης στη χρηματαγορά·

«τράπεζα» έχει την έννοια που της αποδίδεται από το άρθρο 2 των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι 2000 και περιλαμβάνει τράπεζα που λειτουργεί δυνάμει αντίστοιχου νόμου κράτους-μέλους, ή τράπεζα που λειτουργεί δυνάμει νόμου τρίτης χώρας και που, κατά την κρίση της Κεντρικής Τράπεζας, τελεί υπό εποπτεία ισοδύναμη με εκείνη που προβλέπεται στην τραπεζική νομοθεσία·

«τραπεζική νομοθεσία» σημαίνει τους περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμους του 1997 μέχρι 2000 και οποιοδήποτε νόμο τους τροποποιεί ή τους αντικαθιστά, και περιλαμβάνει Κανονισμούς και Οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει των Νόμων αυτών·

«τρίτη χώρα» σημαίνει χώρα, που δεν είναι κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«υποκατάστημα Ε.Π.Ε.Υ.» σημαίνει τη χωρίς νομική προσωπικότητα μονάδα εκμετάλλευσης που αποτελεί τμήμα Ε.Π.Ε.Υ. και, διαμέσου της οποίας, η Ε.Π.Ε.Υ. παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες, για τις οποίες αυτή έχει λάβει σχετική άδεια, ενώ περισσότερες από μία μονάδες εκμετάλλευσης, που έχει εγκαταστήσει στο ίδιο κράτος-μέλος μία Ε.Π.Ε.Υ. με εταιρική έδρα σε άλλο κράτος-μέλος, θεωρούνται ότι αποτελούν ένα υποκατάστημα·

«Υπουργός» σημαίνει τον εκάστοτε Υπουργό Οικονομικών·

«χαρτοφυλάκιο συναλλαγών» σημαίνει το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών (trading book), που ορίζεται με Οδηγίες της Εποπτικής Αρχής·

«χρηματιστηριακή νομοθεσία» σημαίνει τους περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμους του 1993 έως (Αρ. 3) του 2002, και οποιοδήποτε νόμο τους τροποποιεί ή τους αντικαθιστά και περιλαμβάνει Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των Νόμων αυτών·

«Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου», που στον παρόντα Νόμο θα αναφέρεται ως Χ.Α.Κ., σημαίνει το Χρηματιστήριο, που έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 3 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993 έως (Αρ. 3) του 2002·

«χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών» (financial holding company), σημαίνει το χρηματοοικονομικό ίδρυμα οι θυγατρικές εταιρείες του οποίου είναι αποκλειστικά ή, κυρίως, τράπεζες, Ε.Π.Ε.Υ. ή άλλα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, εκ των οποίων ένα τουλάχιστον είναι τράπεζα ή Ε.Π.Ε.Υ.·

«χρηματοοικονομικό ίδρυμα» σημαίνει την επιχείρηση, η οποία ασκεί μία τουλάχιστον από τις εργασίες, που ορίζονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 13 των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι 2000·

«χρηματοοικονομικά μέσα» σημαίνει τα μέσα, τα οποία καθορίζονται στο Μέρος II του Πρώτου Παραρτήματος·

«χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων», τηρουμένων των Οδηγιών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αναφορικά με τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και που αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στα κατώτατα όρια προσδιορισμού ενός χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, σημαίνει τον όμιλο που πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Eπικεφαλής του ομίλου είναι τράπεζα, ασφαλιστική επιχείρηση, Ε.Π.Ε.Υ. ή τουλάχιστον μία από τις θυγατρικές του ομίλου είναι τέτοια επιχείρηση·

(β) εφόσον επικεφαλής του ομίλου είναι τράπεζα, ασφαλιστική επιχείρηση, Ε.Π.Ε.Υ. και πρόκειται, είτε για μητρική επιχείρησης του χρηματοπιστωτικού τομέα, είτε για επιχείρηση που κατέχει συμμετοχή σε επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, είτε για επιχείρηση που, χωρίς να συνδέεται με επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου, έχει τεθεί με την επιχείρηση αυτή υπό ενιαία διεύθυνση κατόπιν σύμβασης ή σύμφωνα με όρους των καταστατικών τους ή τα διοικητικά όργανα αποτελούνται κατά πλειοψηφία κατά τη διάρκεια της διαχειριστικής χρήσης και μέχρι την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών από τα ίδια πρόσωπα·

(γ) εφόσον δεν είναι επικεφαλής του ομίλου τράπεζα, ασφαλιστική επιχείρηση, Ε.Π.Ε.Υ., οι δραστηριότητες του ομίλου ασκούνται κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα κατά την έννοια των Οδηγιών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αναφορικά με τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων·

(δ) μία τουλάχιστον από τις επιχειρήσεις του ομίλου υπάγεται στον ασφαλιστικό τομέα και μία τουλάχιστον στον τραπεζικό τομέα ή στον τομέα παροχής επενδυτικών υπηρεσιών·

(ε) τόσο οι ενοποιημένες ή οι αθροιστικές δραστηριότητες των επιχειρήσεων του ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα, όσο και οι ενοποιημένες ή οι αθροιστικές δραστηριότητες των οντοτήτων του ομίλου στον τραπεζικό τομέα και στον τομέα παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, είναι ουσιώδεις κατά την έννοια των Οδηγιών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αναφορικά με τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων:

Νοείται ότι, οποιοσδήποτε υποόμιλος ομίλου πληροί τα κριτήρια του παρόντος ορισμού θεωρείται χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων.

Έκταση εφαρμογής

3.-(1) Ο παρών Νόμος ρυθμίζει την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών στη Δημοκρατία, καθώς και την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών από πρόσωπα, που εδρεύουν στη Δημοκρατία.

(2) Εξαιρούνται της εφαρμογής του παρόντος Νόμου-

(α) Η Κυβέρνηση και η Κεντρική Τράπεζα, καθώς και οποιαδήποτε άλλα εξουσιοδοτημένα δυνάμει Νόμου από την Κυβέρνηση ή την Κεντρική Τράπεζα πρόσωπα, τα οποία ενεργούν σε σχέση με την άσκηση νομισματικής ή συναλλαγματικής πολιτικής ή με σκοπό τη διαχείριση του δημόσιου χρέους·

(β) οι ασφαλιστικές εταιρείες, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2 των περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμων του 1984 μέχρι 2001, συμπεριλαμβανομένων των αντιπροσώπων ασφαλειών, μεσιτών ή αντιπροσώπων μεσιτών για ζητήματα ασφάλισης, όπως αυτοί καθορίζονται στο άρθρο 2 των πιο πάνω Νόμων, νοουμένου ότι αυτοί περιορίζονται στην προώθηση ασφαλιστικών προϊόντων των ασφαλιστικών εταιρειών

(γ) οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, κατά την έννοια του περί των Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Ανοιχτού Τύπου και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 2001, συμπεριλαμβανομένων των διαχειριστών τους, καθώς και τα διεθνή συλλογικά επενδυτικά σχέδια, κατά την έννοια του άρθρου 2 των περί Διεθνών Συλλογικών Επενδυτικών Σχεδίων Νόμων του 1999 και του 2000·

(δ) οι επιχειρήσεις ή τα πρόσωπα, που ενιαίως ή κεχωρισμένως-

(i) παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες αποκλειστικά σε μητρική ή θυγατρική τους επιχείρηση ή σε θυγατρική επιχείρηση της μητρικής τους·

(ii) λειτουργούν ως διαχειριστικές επιτροπές ταμείων προνοίας ή σχεδίων συντάξεων ή συμβούλια, που διαχειρίζονται αποκλειστικά τα περιουσιακά στοιχεία ταμείων προνοίας ή σχεδίων συντάξεων των μελών των ταμείων ή των σχεδίων αυτών και εν γένει, οι επιχειρήσεις, οι οποίες παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, που συνίστανται αποκλειστικά στη διαχείριση επενδυτικών χαρτοφυλακίων, στα οποία συμμετέχουν αποκλειστικώς εργαζόμενοι ή συνταξιούχοι επιχειρήσεως·

(ε) τα πρόσωπα, των οποίων η κύρια επαγγελματική δραστηριότητα συνίσταται στη διαπραγμάτευση πρώτων υλών (commodities) για επαγγελματικούς σκοπούς, είτε μεταξύ τους, είτε με τους παραγωγούς ή τους χρήστες των πρώτων υλών (commodities), παρέχουν δε επενδυτικές υπηρεσίες μόνο προς τους αντισυμβαλλομένους τους και μόνο στο βαθμό, που απαιτείται για την άσκηση της κύριας δραστηριότητάς τους.

(3) Επιτρέπεται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που κατοικούν ή εδρεύουν στη Δημοκρατία, να παρέχουν την επενδυτική υπηρεσία, που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου 1 του Μέρους I του Πρώτου Παραρτήματος, εφόσον ενεργούν ως αντιπρόσωποι της Ε.Π.Ε.Υ., η οποία και ευθύνεται εξ ολοκλήρου για τις πράξεις τους σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι, η εν λόγω δραστηριότητα των αντιπροσώπων λογίζεται ως δραστηριότητα της Ε.Π.Ε.Υ.:

Νοείται περαιτέρω ότι αντιπρόσωπος δε δύναται να αντιπροσωπεύει παρά μια Ε.Π.Ε.Υ.

(4) Επιτρέπεται να λειτουργούν στη Δημοκρατία εταιρείες ασχολούμενες με τη λήψη και διαβίβαση εντολών για διενέργεια συναλλαγών επί κινητών αξιών σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους XII.