Προοίμιο

Για σκοπούς εναρμόνισης με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο—

(α) "Οδηγία 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, τη CEEP και την CES - Παράρτημα: Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης" (EE L 14 της 20.1.1998, σελ. 9), και

(β) "Οδηγία 98/23/ΕΚ του Συμβουλίου της 7ης Απριλίου 1998 για την επέκταση, στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας, της Οδηγίας 97/81/ΕΚ σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, τη CEEP και την ETUC" (EE L 131 της 5.5.1998, σελ. 10).

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Εργοδοτουμένων με Μερική Απασχόληση (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμος του 2002.

Ερμηνεία

2. Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

"αρμόδια αρχή" σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·

"αρχή της αναλογικότητας" σημαίνει ότι όπου ένας συγκρίσιμος εργοδοτούμενος με πλήρη απασχόληση λαμβάνει ή δικαιούται να λαμβάνει μισθό ή οποιοδήποτε άλλο ωφέλημα, ο εργοδοτούμενος με μερική απασχόληση θα λαμβάνει ή θα δικαιούται να λαμβάνει τέτοιο μέρος του μισθού ή των άλλων ωφελημάτων κατ' αναλογία προς τον αριθμό των εβδομαδιαίων ωρών εργασίας του, σε σύγκριση με τον αριθμό των εβδομαδιαίων ωρών εργασίας του αντίστοιχου συγκρίσιμου εργοδοτουμένου με πλήρη απασχόληση·

"εργοδοτούμενος με μερική απασχόληση" σημαίνει τον εργοδοτούμενο δυνάμει σύμβασης εργασίας ή κάτω από τέτοιες περιστάσεις από τις οποίες να μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου, του οποίου οι ώρες απασχόλησης, υπολογιζόμενες σε εβδομαδιαία βάση ή κατά μέσο όρο για μια περίοδο απασχόλησης ενός έτους, είναι λιγότερες από τις κανονικές ώρες εργασίας ενός συγκρίσιμου εργοδοτούμενου με πλήρη απασχόληση·

"εργοδοτούμενος με μερική απασχόληση που εργάζεται σε ευκαιριακή βάση" σημαίνει τον εργοδοτούμενο, του οποίου-

(i) η συνολική διάρκεια απασχόλησης, στον ίδιο εργοδότη, δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) εβδομάδες, ανά ημερολογιακό έτος, με μέγιστη συνεχόμενη διάρκεια, ανά περίπτωση, τρεις (3) εβδομάδες, ή

(ii) η συνολική διάρκεια συνεχόμενης απασχόλησης του δεν υπερβαίνει τις πέντε (5) ώρες την εβδομάδα·

"συγκρίσιμος εργοδοτούμενος με πλήρη απασχόληση" σημαίνει τον εργοδοτούμενο ο οποίος-

(i) εργάζεται στην ίδια επιχείρηση όπως και ο εργοδοτούμενος με μερική απασχόληση·

(ii) έχει την ίδια μορφή σύμβασης ή σχέσης απασχόλησης όπως και ο εργοδοτούμενος με μερική απασχόληση·

(iii) εκτελεί τα ίδια ή παρόμοια καθήκοντα όπως και ο εργοδοτούμενος με μερική απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη και άλλων παραγόντων, όπως η αρχαιότητα, τα προσόντα και η ειδίκευση. "Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Σκοπός του παρόντος Νόμου

3. Σκοπός του παρόντος Νόμου είναι-

(α) Η εξάλειψη των διακρίσεων εις βάρος των εργοδοτουμένων με μερική απασχόληση και η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας με μερική απασχόληση·

(β) η προώθηση της εργασίας με μερική απασχόληση σε εθελοντική βάση και η συμβολή στην ευέλικτη οργάνωση του χρόνου εργασίας, κατά τρόπο που θα λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες των εργοδοτών και των εργοδοτουμένων.

Πεδίον εφαρμογής - Εξαιρέσεις

4.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε όλους τους εργοδοτουμένους με μερική απασχόληση.

(2) Από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου εξαιρούνται-

(α) Εργοδοτούμενοι με μερική απασχόληση που εργάζονται σε ευκαιριακή βάση·

(β) εργοδοτούμενοι με πλήρη απασχόληση, οι οποίοι επηρεάζονται από μερική ανεργία, δηλαδή λόγω συλλογικής και προσωρινής μείωσης των κανονικών ωρών εργασίας τους για οικονομικούς, τεχνικούς ή διαρθρωτικούς λόγους.

(3) Οι εξαιρέσεις, οι οποίες θα καθοριστούν με Κανονισμούς, σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, θα πρέπει να επανεξετάζονται, από την αρμόδια αρχή, περιοδικά, προκειμένου να διαπιστώνεται αν οι αντικειμενικοί λόγοι που συνέτρεχαν για την θέσπισή τους εξακολουθούν να υφίστανται.

Σύγκριση σε περίπτωση μη ύπαρξης εργοδοτουμένων με πλήρη απασχόληση

5. Όταν στην επιχείρηση δεν υπάρχει συγκρίσιμος εργοδοτούμενος με πλήρη απασχόληση, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με αναφορά στην εκάστοτε εφαρμοστέα συλλογική σύμβαση ή, όπου δεν υφίσταται εφαρμοστέα συλλογική σύμβαση, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική.

Αρχή της μη διάκρισης και προϋποθέσεις πρόσβασης εργοδοτουμένων με μερική απασχόληση σε συγκεκριμένες συνθήκες απασχόλησης

6.—(1) Όσον αφορά τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης, ο εργοδοτούμενος με μερική απασχόληση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με τρόπο λιγότερο ευνοϊκό απ' ότι ο εργοδοτούμενος με πλήρη απασχόληση με τον οποίο συγκρίνεται για το λόγο και μόνον ότι εργάζεται με μερική απασχόληση, εκτός εάν η διαφορετική τους μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

(2) Όπου κρίνεται αναγκαίο, εφαρμόζεται η αρχή της αναλογικότητας.

(3)(α) Εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, η αρμόδια αρχή, ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις και πρακτική και /ή οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν, όπου κρίνεται αναγκαίο, να εξαρτούν την πρόσβαση σε συγκεκριμένες συνθήκες απασχόλησης από την περίοδο προϋπηρεσίας, το χρόνο που έχει εργαστεί και τα προσόντα με βάση τα οποία καθορίζονται τα εισοδήματα του εργοδοτουμένου.

(β) Οι προϋποθέσεις πρόσβασης εργοδοτουμένων με μερική απασχόληση σε συγκεκριμένες συνθήκες απασχόλησης πρέπει να επανεξετάζονται περιοδικά, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της μη διάκρισης.

Δικαιώματα εργοδοτουμένων με μερική απασχόληση

7.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου, κάθε εργοδοτούμενος με μερική απασχόληση δικαιούται ισότιμων όρων και συνθηκών απασχόλησης και ισότιμης μεταχείρισης και απολαμβάνει την ίδια προστασία με αυτή που παρέχεται στους συγκρίσιμους εργοδοτουμένους με πλήρη απασχόληση, ιδίως όσον αφορά-

(α) Το μισθό και τα ωφελήματα:

Νοείται ότι οι παροχές σε χρήμα και τα επιδόματα των εργοδοτουμένων με μερική απασχόληση θα καθορίζονται κατ' αναλογία και σε συνάρτηση με τις ώρες απασχόλησης ή τις αποδοχές ή τις εισφορές τους ή άλλες μεθόδους βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, των συλλογικών συμβάσεων και πρακτικής·

(β) το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης:

Νοείται ότι οι εισφορές και οι πληρωμές των παροχών των εργοδοτουμένων με μερική απασχόληση θα καθορίζονται με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες πρόνοιες των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1980 μέχρι 2002·

(γ) τον τερματισμό της απασχόλησης:

Νοείται ότι κάθε εργοδοτούμενους με μερική απασχόληση, του οποίου οι ώρες απασχόλησης είναι χαμηλότερες από τις εκάστοτε καθοριζόμενες στους περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμους του 1994 έως 2002, εξαιρείται·

(δ) την προστασία της μητρότητας·

(ε) την ετήσια άδεια με αποδοχές και αργίες λόγω εορτών με αποδοχές·

(στ) τη γονική άδεια·

(ζ) την άδεια ασθενείας.

(2) Κάθε εργοδοτούμενος με μερική απασχόληση δικαιούται της ίδιας μεταχείρισης και απολαμβάνει της ίδιας προστασίας με αυτήν που παρέχεται στον εργοδοτούμενο με πλήρη απασχόληση όσο αφορά-

(α) Το δικαίωμα της οργάνωσης, το δικαίωμα της συλλογικής διαπραγμάτευσης και το δικαίωμα να ενεργεί ως εκπρόσωπος των εργοδοτουμένων·

(β) την επαγγελματική ασφάλεια και υγεία·

(γ) την προστασία από δυσμενή διάκριση στην απασχόληση και στο επάγγελμα.

Δικαίωμα εργοδοτουμένων ελεύθερης επιλογής της εργασίας μερικής απασχόλησης

8.—(1) Ο εργοδότης υποχρεούται να διασφαλίζει ότι η μετάβαση του εργοδοτουμένου από την πλήρη απασχόληση στη μερική απασχόληση, ή αντίστροφα, όταν υπάρχουν κενές θέσεις στην επιχείρηση, γίνεται εθελοντικά.

(2) Η άρνηση του εργοδοτουμένου με μερική απασχόληση για μεταφορά του σε πλήρη απασχόληση, ή και αντίστροφα, δεν αποτελεί από μόνη της λόγο τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτουμένου, υπό την επιφύλαξη τερματισμού των υπηρεσιών σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις και πρακτική, για άλλους λόγους που μπορεί να προκύψουν από τις λειτουργικές απαιτήσεις της εν λόγω επιχείρησης.

Υποχρεώσεις εργοδότη

9. Ο εργοδότης πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να μελετά τα ακόλουθα:

(α) Αιτήματα των εργοδοτουμένων για τη μετάβασή τους από εργασία πλήρους απασχόλησης σε εργασία με μερική απασχόληση που προσφέρεται στα πλαίσια της επιχείρησης·

(β) αιτήματα των εργοδοτουμένων για τη μετάβασή τους από εργασία μερικής απασχόλησης σε εργασία πλήρους απασχόλησης ή για την αύξηση του χρόνου εργασίας τους εφόσον υπάρχει δυνατότητα·

(γ) παροχή έγκαιρης ενημέρωσης για την ύπαρξη θέσεων εργασίας με πλήρη ή μερική απασχόληση στην επιχείρηση, προκειμένου να διευκολύνονται οι μεταβάσεις από την εργασία πλήρους απασχόλησης στην εργασία με μερική απασχόληση και αντίστροφα·

(δ) μέτρα για τη διευκόλυνση της πρόσβασης σε εργασία με μερική απασχόληση σε όλα τα επίπεδα της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων εξειδικευμένων και διοικητικών θέσεων και, όπου ενδείκνυται, διευκόλυνση της πρόσβασης των εργοδοτουμένων με μερική απασχόληση σε επαγγελματική κατάρτιση, για τη βελτίωση των δυνατοτήτων σταδιοδρόμησης και επαγγελματικής τους κινητικότητας·

(ε) παροχή κατάλληλης ενημέρωσης και πληροφόρησης στις οργανώσεις εκπροσώπησης των εργοδοτουμένων για τους εργοδοτουμένους με μερική απασχόληση που απασχολούνται στην επιχείρηση.

Ευκαιρίες για εργασία μερικής απασχόλησης

10.—(1) Η αρμόδια αρχή μπορεί, ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις και πρακτική, να εντοπίζει, να αντιμετωπίζει και, όπου είναι αναγκαίο, να εξαλείφει εμπόδια νομικής ή διοικητικής φύσης που μπορεί να περιορίσουν τις ευκαιρίες εργασίας μερικής απασχόλησης.

(2) Οι κοινωνικοί εταίροι, ενεργώντας στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους και μέσω των διαδικασιών που προβλέπουν οι συλλογικές συμβάσεις, πρέπει να εντοπίζουν, να αντιμετωπίζουν και, όπου είναι αναγκαίο, να εξαλείφουν εμπόδια νομικής ή διοικητικής φύσης που μπορεί να περιορίσουν τις ευκαιρίες εργασίας μερικής απασχόλησης.

(3) Εντός τριών μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, η αρμόδια αρχή οφείλει να καλέσει τις εργοδοτικές και εργατικές οργανώσεις όπως εξετάσουν, εντός τακτής προθεσμίας την οποία ήθελε καθορίσει, τις υφιστάμενες διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και αναθεωρήσουν και/ή αναπροσαρμόσουν αυτές κατά τρόπο ώστε να εξαλειφθούν οιεσδήποτε πρόνοιες οι οποίες περιορίζουν την ελεύθερη επιλογή και /ή τις ευκαιρίες για την εργασία μερικής απασχόλησης.

Αρμόδιο Δικαστήριο

11. Αρμόδιο Δικαστήριο προς επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς αστικής φύσεως, η οποία ήθελε προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.

Κυρώσεις

12. Εργοδότης ο οποίος παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες.

Επιθεωρητές ή άλλοι λειτουργοί

13. Ο Υπουργός δύναται να ορίζει επιθεωρητές και/ή άλλους λειτουργούς, εφόσον τους κρίνει αναγκαίους, για την καλύτερη εφαρμογή του παρόντος Νόμου.

Κύριο έργο του επιθεωρητή

13Α. Επιθεωρητής, που διορίζεται δυνάμει του άρθρου 13, έχει ως έργο κυρίως –

(α) Την εξασφάλιση της πλήρους και αποτελεσματικής εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είτε με τη διεξαγωγή αυτεπάγγελτης έρευνας για τον έλεγχο της εφαρμογής του, είτε με την εξέταση παραπόνων που του υποβάλλονται για διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου αυτού˙

(β) την παροχή πληροφοριών, συμβουλών και υποδείξεων προς τους εργοδότες και τους εργοδοτουμένους σχετικά με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τηρήσεως των διατάξεων του παρόντος Νόμου˙

(γ) την αναφορά προς τον Υπουργό προβλημάτων που δημιουργούνται κατά την εφαρμογή του παρόντος Νόμου και την υποβολή προτάσεων σχετικά με μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπισή τους.

Εξουσίες του επιθεωρητή

13Β.-(1) Κάθε επιθεωρητής, για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος Νόμου, δύναται -

(α) Να εισέρχεται, με την επίδειξη της ταυτότητάς του, ελεύθερα και χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας, σε οποιοδήποτε χώρο απασχόλησης, εκτός από οικιακά υποστατικά:

Νοείται ότι η είσοδος σε οικιακά υποστατικά μπορεί να γίνεται, αφού εξασφαλισθεί η συγκατάθεση του κατόχου τους˙

(β) να συνοδεύεται από αστυνομικό, αν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι θα παρεμποδισθεί στην άσκηση των εξουσιών του ή στην εκτέλεση των καθηκόντων του, οπόταν η Αστυνομία έχει υποχρέωση να διαθέτει έναν ή περισσότερους αστυνομικούς να το συνοδεύουν˙

(γ) να συνοδεύεται από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ήθελε κρίνει αναγκαίο˙

(δ) να προβαίνει σε ελέγχους, επιθεωρήσεις, έρευνες, ανακρίσεις ή εξετάσεις, όπως θεωρεί αναγκαίο, για τη διαπίστωση της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και ιδίως –

(i) να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο, για το οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι μπορεί να παράσχει πληροφορίες ή διευκρινίσεις σχετιζόμενες με οποιαδήποτε επιθεώρηση που αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του  Νόμου, να απαντά σε σχετικές ερωτήσεις, μόνο του ή στην παρουσία οποιουδήποτε άλλου προσώπου, την οποία μπορεί ο επιθεωρητής να απαιτήσει ή να επιτρέψει, καθώς και να απαιτεί από το πρόσωπο αυτό να υπογράφει δήλωση ότι οι απαντήσεις του είναι αληθείς˙

(ii) να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο στο χώρο εργασίας να του παρέχει, για θέματα τα οποία είναι υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη του προσώπου αυτού, τις διευκολύνσεις και τη βοήθεια που είναι αναγκαίες για την ενάσκηση από τον ίδιο οποιασδήποτε από τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του παρόντος άρθρου˙

(iii) να ζητεί τη συνδρομή οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας ή αρχής, η οποία και υποχρεούται να του την παράσχει.

(2) Κατά τη διάρκεια της, κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, επίσκεψής του για επιθεώρηση, ο επιθεωρητής θα ενημερώνει τον εργοδότη ή εκπρόσωπό του για την παρουσία του, εκτός εάν θεωρεί ότι αυτό θα επηρεάσει δυσμενώς την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Ενέργειες του επιθεωρητή σε περίπτωση υποβολής παραπόνου

13Γ.-(1) Ο επιθεωρητής μπορεί να δέχεται παράπονα σχετικά με διαφορά που πιθανόν να προκύψει από την εφαρμογή του παρόντος Νόμου από οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρεί ότι θίγεται από τη διαφορά αυτή, καθώς και, για λογαριασμό τέτοιου προσώπου και, αμέσως μόλις του υποβληθεί τέτοιο παράπονο, ακολουθεί τη διαδικασία που προνοείται στα εδάφια (2), (3) και (4), με την προϋπόθεση ότι η υπόθεση δεν έχει προσαχθεί  σε δικαστήριο.

(2) Ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο Νόμος, ο επιθεωρητής ερευνά με κάθε πρόσφορο τρόπο το παράπονο που του έχει υποβληθεί, και ιδίως καλεί το πρόσωπο, κατά του οποίου γίνεται το παράπονο, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο που έχει αρμοδιότητα ή ευθύνη γι' αυτό, να παράσχει πληροφορίες, διευκρινήσεις ή οποιοδήποτε στοιχείο κατέχει ή είναι υπό τον έλεγχο του, που εξυπηρετούν ή διευκολύνουν τη διερεύνηση του παραπόνου και επιχειρεί να διευθετήσει τη διαφορά.

(3) Εάν επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς σύμφωνα με το εδάφιο (2), ο επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό διευθέτησης της διαφοράς, το οποίο υπογράφεται και από τα δύο μέρη.

(4) Εάν δεν επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς σύμφωνα με το εδάφιο (2), ο επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό, στο οποίο αναγράφει όλες τις ενέργειες και διαπιστώσεις του, το οποίο πρέπει να κοινοποιεί άμεσα στα δύο μέρη, και το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών σε διαδικασία ενώπιόν του.

(5) Τηρουμένων των λοιπών διατάξεων οποιουδήποτε νόμου, από την ημέρα της υποβολής, του κατά το εδάφιο (1), παραπόνου, μέχρι την ημέρα που συντάχθηκε το προβλεπόμενο στο εδάφιο (4) πρακτικό, διακόπτεται η τυχόν ισχύουσα προθεσμία προσφυγής στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών του προσώπου που έχει υποβάλει ή για λογαριασμό του οποίου υποβλήθηκε το παράπονο, καθώς και η ισχύουσα περίοδος παραγραφής της απαίτησής του.

 

Καθήκον για παροχή πληροφοριών στον επιθεωρητή

13Δ.-(1) Κάθε εργοδότης ή αντιπρόσωπός του και κάθε εργοδοτούμενος στον εργοδότη αυτό πρέπει, όταν το απαιτεί ο επιθεωρητής, να δίνει σ’ αυτόν κάθε πληροφορία, βιβλίο, αρχείο, πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο έχει στην κατοχή του σχετικά με τα ρυθμιζόμενα στον παρόντα Νόμο θέματα.

(2) Ο εργοδότης, οι αντιπρόσωποί του ή οι εργοδοτούμενοι σ’ αυτόν πρέπει γενικά να παρέχουν τα μέσα που απαιτούνται από τον επιθεωρητή, τα οποία είναι απαραίτητα για την είσοδο, επιθεώρηση, εξέταση, έρευνα ή άλλη άσκηση εξουσίας δυνάμει του παρόντος Νόμου σχετικά με την επιχείρηση του εργοδότη αυτού.

Υποχρέωση για εχεμύθεια

13Ε.-(1) Ο επιθεωρητής οφείλει να θεωρεί και να χειρίζεται ως απόρρητο κάθε ζήτημα και κάθε πληροφορία γραπτή ή προφορική, που περιήλθε σε γνώση του κατά τη διεκπεραίωση του έργου του, και δεν αποκαλύπτει ή μεταδίδει οποιοδήποτε τέτοιο ζήτημα ή πληροφορία.

(2) Σε περίπτωση που οποιοσδήποτε Επιθεωρητής ενεργεί κατά παράβαση της υποχρέωσης για εχεμύθεια, όπως καθορίζεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, τότε ο επιθεωρητής υπέχει αστική ευθύνη κατ΄ εφαρμογήν των προνοιών του άρθρου 70 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.

Αδικήματα και ποινές λόγω παρεμπόδισης του επιθεωρητή κατά την άσκηση των καθηκόντων του

13ΣΤ.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), όποιος -

(α) παρεμποδίζει Επιθεωρητή κατά την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας που παρέχεται σ΄ αυτόν από το Νόμο˙

(β) αρνείται να απαντήσει ή απαντά ψευδώς σε οποιαδήποτε έρευνα, για την οποία παρέχεται εξουσία από το Νόμο˙

(γ) παραλείπει να παρουσιάσει οποιοδήποτε αρχείο, πιστοποιητικό, βιβλίο, ή άλλο έγγραφο ή στοιχείο που απαιτείται να παρουσιάσει σύμφωνα με το Νόμο˙

(δ) παρεμποδίζει, ή αποπειράται να παρεμποδίσει οποιοδήποτε πρόσωπο από του να παρουσιαστεί ενώπιον επιθεωρητή ή να εξεταστεί από αυτόν,

είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τρεις (3) μήνες ή με χρηματική ποινή μέχρι τρεις χιλιάδες λίρες (ΛΚ 3.000,00) ή και με τις δύο αυτές ποινές.

(2) Αν τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου αδικήματα διαπράττονται από νομικό πρόσωπο ή οργανισμό, ένοχοι θα είναι ο διευθύνων σύμβουλος, πρόεδρος, διευθυντής, γραμματέας ή άλλος παρόμοιος αξιωματούχος του νομικού προσώπου ή οργανισμού, εφόσον αποδειχθεί ότι το αδίκημα έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, σύμπραξη ή ανοχή του, ο οποίος θα τιμωρείται κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, καθώς και το νομικό πρόσωπο, ή ο οργανισμός που θα τιμωρείται μόνο με τη χρηματική ποινή που προβλέπεται από το εδάφιο αυτό.

Κανονισμοί

14. [Διαγράφηκε]
Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου

15. Ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2003.