ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Καταπολέμησης των Καθυστερήσεων Πληρωμών στις Εμπορικές Συναλλαγές Νόμος του 2003.

Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετικά -

«δημόσια αρχή» σημαίνει το κράτος, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου και τις ενώσεις μίας ή περισσότερων αρχών ή οργανισμών δημοσίου δικαίουֹ·

«δικαστήριο» σημαίνει επαρχιακό δικαστήριο·

«εμπορική συναλλαγή» σημαίνει κάθε συναλλαγή που διενεργείται μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία οδηγεί στην παράδοση αγαθών ή στην παροχή υπηρεσιών, έναντι αμοιβής·

«επιχείρηση» σημαίνει κάθε οργάνωση περιλαμβανομένου οργανισμού δημοσίου δικαίου, που ενεργεί στα πλαίσια της ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και εάν αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο·

«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου·

«κράτος-μέλος» σημαίνει κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«μικρομεσαίες επιχειρήσεις» σημαίνει τις επιχειρήσεις, των οποίων τα χαρακτηριστικά παρατίθενται στο Παράρτημα·

«οργανισμός δημοσίου δικαίου» σημαίνει κάθε οργανισμό που -

(α) Εχει συσταθεί με συγκεκριμένο σκοπό την κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν εμπίπτουν στο βιομηχανικό ή εμπορικό τομέαֹ·

(β) έχει νομική προσωπικότηταֹ·

(γ) είτε χρηματοδοτείται, κατά το μεγαλύτερο μέρος, από το κράτος, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, είτε η διαχείρισή του υπόκειται στον έλεγχο των οργανισμών αυτών, είτε διοικείται, διευθύνεται ή εποπτεύεται από όργανο, του οποίου περισσότερα από τα μισά μέλη διορίζονται από το κράτος, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίουֹ·

«παρακράτηση της κυριότητας» σημαίνει κάθε συμβατική συμφωνία, με βάση την οποία ο πωλητής διατηρεί την κυριότητα των πωλουμένων αγαθών μέχρις ότου εξοφληθεί πλήρως το τίμημα.

Πεδίο εφαρμογής

3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 4, ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε όλες τις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής στα πλαίσια εμπορικών συναλλαγών.

Εξαιρέσεις

4. Από την εφαρμογή του παρόντος Νόμου εξαιρούνται -

(α) Οι οφειλές που αποτελούν αντικείμενο διαδικασίας πτώχευσης ή εκκαθάρισης, η οποία έχει κινηθεί κατά του οφειλέτη δυνάμει του περί Πτωχεύσεως Νόμου ή του περί Εταιρειών Νόμου αντίστοιχα·

(β) οι συμβάσεις που έχουν συναφθεί πριν την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΓΙΑ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΟΚΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
Τόκος σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής

5. Παρά τις διατάξεις οποιασδήποτε άλλης νομοθεσίας εκάστοτε σε ισχύ στη Δημοκρατία, σε περίπτωση καθυστέρησης της πληρωμής όπως ορίζεται στη σύμβαση για την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών, τόκος υπερημερίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6, καθίσταται απαιτητός από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της περιόδου πληρωμής που ορίζει η σύμβαση:

Νοείται ότι -

(α) εάν η ημερομηνία ή η περίοδος πληρωμής δεν ορίζεται στη σύμβαση, τόκος καθίσταται αυτόματα απαιτητός χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε υποχρέωση υπενθύμισης -

(i) τριάντα ημέρες μετά την ημερομηνία παραλαβής από τον οφειλέτη του τιμολογίου ή άλλης ισοδύναμης αίτησης για πληρωμή· ή

(ii) εάν η ημερομηνία παραλαβής του τιμολογίου ή της ισοδύναμης αίτησης για πληρωμή είναι αβέβαιη, τριάντα ημέρες μετά την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών· ή

(iii) εάν ο οφειλέτης έχει παραλάβει το τιμολόγιο ή την ισοδύναμη αίτηση για πληρωμή πριν από τα αγαθά ή τις υπηρεσίες, τριάντα ημέρες μετά την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών· ή

(iv) εάν προβλέπεται από οποιαδήποτε νομοθεσία ή τη σύμβαση, διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου, με την οποία επαληθεύεται η συμφωνία των αγαθών ή υπηρεσιών με τα οριζόμενα στη σύμβαση και εάν ο οφειλέτης λάβει το τιμολόγιο ή την ισοδύναμη αίτηση για πληρωμή νωρίτερα ή κατά την ημερομηνία, κατά την οποία διενεργείται η αποδοχή ή ο έλεγχος, τριάντα ημέρες μετά από αυτή την τελευταία ημερομηνία.

(β) Ο πιστωτής δικαιούται τόκο υπερημερίας στο βαθμό που -

(i) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις· και

(ii) δεν έχει λάβει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός εάν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση.

Ύψος τόκων υπερημερίας

6.-(1) Εκτός εάν η σύμβαση ορίζει διαφορετικά, το ύψος των τόκων υπερημερίας ("νόμιμο επιτόκιο"), τους οποίους υποχρεούται να καταβάλει ο οφειλέτης, σύμφωνα με το άρθρο 5 ισούται με το άθροισμα του επιτοκίου που εφαρμόζει η Κεντρική Τράπεζα στην πλέον πρόσφατη κύρια πράξη ανα-χρηματοδότησης της, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου ("επιτόκιο αναφοράς"), συν επτά εκατοστιαίες μονάδες ("περιθώριο").

(2) Το επιτόκιο αναφοράς, το οποίο ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου ισχύει για τους επόμενους έξι μήνες.

(3) Το επιτόκιο που εφαρμόζει η Κεντρική Τράπεζα για τις βασικές πράξεις αναχρηματοδότησης καθορίζεται από το επιτόκιο που ισχύει για τέτοιες πράξεις στις προσφορές με σταθερό επιτόκιο.

(4) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), σε περίπτωση, κατά την οποία μια βασική πράξη αναχρηματοδότησης πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τη διαδικασία της προσφοράς με κυμαινόμενο επιτόκιο, το επιτόκιο αυτό αφορά το οριακό επιτόκιο, το οποίο προέκυψε από την εν λόγω προσφορά. Αυτό ισχύει τόσο για τις δημοπρασίες με ενιαίο επιτόκιο όσο και για τις δημοπρασίες με κυμαινόμενο επιτόκιο.

Αποζημίωση για έξοδα είσπραξης

7. Ο πιστωτής δικαιούται να απαιτήσει από τον οφειλέτη εύλογη αποζημίωση για όλα τα σχετικά έξοδα είσπραξης που οφείλονται στην καθυστερημένη πληρωμή του οφειλέτη, και τα οποία ανταποκρίνονται στις αρχές της αναλογικότητας όσον αφορά τη σχετική οφειλή, εκτός εάν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ, ΡΗΤΡΑ ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ
Καταχρηστικός χαρακτήρας συμφωνιών

8.-(1) Παρά τις διατάξεις οποιασδήποτε άλλης νομοθεσίας εκάστοτε σε ισχύ στη Δημοκρατία, συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών ως προς την ημερομηνία πληρωμής ή ως προς τις συνέπειες της καθυστέρησης πληρωμής που δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της επιφύλαξης του άρθρου 5, ή του άρθρου 6, είτε δεν είναι εκτελεστή, είτε γεννά αξίωση αποζημίωσης εάν συνεκτιμωμένων όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων των συναλλακτικών ηθών και της φύσης του προϊόντος, αυτή κριθεί κατάφωρα καταχρηστική για τον πιστωτή, εκτός εάν το δικαστήριο καθορίσει διαφορετικούς όρους που είναι δίκαιοι.

(2) Για την εκτίμηση του τυχόν κατάφωρα καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμφωνίας για τον πιστωτή, λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, κατά πόσον ο οφειλέτης έχει οποιοδήποτε αντικειμενικό λόγο απόκλισης από τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6.

Προσφυγή στο δικαστήριο από οργανώσεις με έννομο συμφέρον

9. Οργανώσεις ή νόμιμα συνεστημένοι οργανισμοί ή σύνδεσμοι που, είτε δυνάμει νόμου, είτε δυνάμει του καταστατικού τους έχουν έννομο συμφέρον να εκπροσωπούν τα συμφέροντα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, δύνανται να προσφεύγουν στο δικαστήριο ισχυριζόμενοι ότι συμβατικοί όροι διατυπωμένοι για γενική χρήση είναι κατάφωρα καταχρηστικοί κατά την έννοια του άρθρου 8.

Διατάγματα

10. Το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκδικάζεται αίτηση σχετικά με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, έχει εξουσία, τηρουμένων των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 2002 και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, να εκδώσει διάταγμα, περιλαμβανομένου και απαγορευτικού διατάγματος, με το οποίο να διατάσσει -

(α) Την άμεση παύση και/ή τη μη επανάληψη της χρησιμοποίησης της περί ής η αίτηση καταχρηστικής ρήτρας·

(β) την εντός ορισμένης προθεσμίας λήψη τέτοιων διορθωτικών, κατά την κρίση του δικαστηρίου, μέτρων προς άρση της παράνομης κατάστασης που δημιούργησε η χρησιμοποίηση της περί ής η αίτηση καταχρηστικής ρήτρας·

(γ) οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή μέτρο που κρίνεται αναγκαίο ή εύλογο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.

Παρακράτηση της κυριότητας

11. Ο πιστωτής διατηρεί την κυριότητα των αγαθών μέχρις ότου εξοφληθεί πλήρως το τίμημα, εφόσον έχει συμφωνηθεί ρητώς μεταξύ των συμβαλλομένων, πριν από την παράδοση των αγαθών, ρήτρα παρακράτησης της κυριότητας.

ΜΕΡΟΣ IV ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Απαγόρευση περιορισμού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων

12. Παρά τις διατάξεις οποιασδήποτε άλλης νομοθεσίας εκάστοτε σε ισχύ στη Δημοκρατία, υποχρέωση που επιβάλλεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή δικαίωμα ή προστασία, που παρέχεται σε πιστωτή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, απαγορεύεται να αναιρεθεί ή περιορισθεί με οποιαδήποτε συμβατική ρήτρα ή όρο ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, και οποιαδήποτε τέτοια ρήτρα ή όρος που τυχόν εισάγεται σε οποιαδήποτε σύμβαση θεωρείται άκυρος.

Επιλογή εφαρμοστέου δικαίου

13. Παρά την ύπαρξη οποιασδήποτε συμβατικής ρήτρας, η οποία καθιστά ή σκοπεί να καταστήσει εφαρμοστέο στη σύμβαση το δίκαιο άλλης επικράτειας, εξαιρουμένων των κρατών-μελών, ο παρών Νόμος τυγχάνει εφαρμογής, εάν τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα συντρέχουν, δηλαδή -

(α) Η ρήτρα αυτή, κατά την κρίση του δικαστηρίου, έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή δικαίου κατώτερης προστασίας από την προστασία που παρέχεται στον πιστωτή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου· ή

(β) κατά τη σύναψη της σύμβασης ο πιστωτής είχε τη συνήθη διαμονή του στη Δημοκρατία και τα αναγκαία μέτρα για τη σύναψη ή την εκπλήρωση της σύμβασης είχαν ληφθεί στην επικράτεια της Δημοκρατίας από τον πιστωτή ή από άλλους για λογαριασμό του πιστωτή· ή

(γ) κατά τη σύναψη της σύμβασης ο πιστωτής είχε τη συνήθη διαμονή του σε κράτος-μέλος και τα αναγκαία μέτρα για τη σύναψη ή την εκπλήρωση της σύμβασης είχαν ληφθεί στην επικράτεια του εν λόγω κράτους-μέλους από τον πιστωτή ή από άλλους για λογαριασμό του πιστωτή.

Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου

14.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2004.

(2) Η παράγραφος (γ) του άρθρου 13, τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(Άρθρα 2, 9)

 

ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

 

1. Μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ορίζονται οι επιχειρήσεις, οι οποίες-

(α)απασχολούν λιγότερους από 250 εργαζομένους·

(β)έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών, που δεν υπερβαίνει του ποσού σε κυπριακές λίρες που ισοδυναμεί με 40 εκατομμύρια Ευρώ ή έχουν ετήσιο συνολικό ισολογισμό, που δεν υπερβαίνει του ποσού σε κυπριακές λίρες που ισοδυναμεί με 27 εκατομμύρια Ευρώ· και

(γ)πληρούν το κριτήριο της ανεξαρτησίας, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2.

2. Ανεξάρτητες επιχειρήσεις είναι εκείνες που δεν ανήκουν, κατά ποσοστό 25% ή περισσότερο του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, σε μία επιχείρηση ή από κοινού, σε περισσότερες επιχειρήσεις, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στον ορισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Υπέρβαση αυτού του ανώτατου ορίου επιτρέπεται στις εξής δύο περιπτώσεις:

(α)Αν η κυριότητα της επιχείρησης ανήκει σε δημόσιες εταιρείες συμμετοχών, σε εταιρείες παροχής επιχειρηματικού κεφαλαίου ή θεσμικούς επενδυτές και, υπό τον όρο ότι δεν ασκείται έλεγχος ούτε ατομικά ούτε από κοινού·

(β)εάν το κεφάλαιο είναι διεσπαρμένο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην είναι δυνατόν να καθοριστεί ποιος το κατέχει και εάν η επιχείρηση δηλώσει ότι μπορεί εύλογα να υποθέσει ότι δεν ανήκει, κατά ποσοστό 25% ή περισσότερο, σε μία επιχείρηση, ή από κοινού, σε περισσότερες επιχειρήσεις, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στον ορισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

3. Κατά τον υπολογισμό των ορίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, είναι σκόπιμο να αθροίζονται τα σχετικά στοιχεία που αφορούν την δικαιούχο επιχείρηση και όλες τις επιχειρήσεις που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα απ΄ αυτήν μέσω κατοχής ποσοστού τουλάχιστον 25% του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου.

4. Όταν κατά την τελική ημερομηνία κατάρτισης του ισολογισμού, μια επιχείρηση βρίσκεται πάνω ή κάτω από τα όρια τα σχετικά με τον αριθμό των εργαζομένων ή τα προαναφερθέντα χρηματοοικονομικά όρια, η κατάσταση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την απόκτηση ή την απώλεια εκ μέρους της επιχείρησης αυτής του καθεστώτος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μόνον όταν το φαινόμενο αυτό επαναλαμβάνεται επί δύο διαδοχικά οικονομικά έτη.

5. Ο μέγιστος αριθμός απασχολουμένων ατόμων αντιστοιχεί στον αριθμό ετήσιων μονάδων εργασίας, δηλαδή στον αριθμό εργαζομένων πλήρους απασχόλησης που εργάστηκαν επί ένα έτος. Οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης και τα άτομα που εργάζονται σε εποχική βάση αντιστοιχούν σε κλάσματα των ετήσιων μονάδων εργασίας. Το έτος αναφοράς που λαμβάνεται υπόψη είναι το έτος της τελευταίας κλεισμένης διαχειριστικής χρήσης.

6. Τα όρια κύκλου εργασιών και συνολικού ισολογισμού είναι εκείνα της τελευταίας δωδεκάμηνης κλεισμένης χρήσης. Στην περίπτωση νεοσύστατων επιχειρήσεων, οι λογαριασμοί, των οποίων δεν έχουν κλείσει ακόμη τα όρια που λαμβάνονται υπόψη πρέπει να προκύπτουν από αξιόπιστες εκτιμήσεις που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους.

 

 

 

 

Δ04γ/ΕΕ/ΕΠ/νμ.καθυστ.πληρωμών.020703/11/ΠΓΠ

Σημείωση
14 του Ν.123(I)/2012Κατάργηση

Ο περί της Καταπολέμησης των Καθηστερήσεων Πληρωμών στις Εμπορικές Συναλλαγές Νόμος του 2003 καταργείται.