Προοίμιο

Για σκοπούς εναρμόνισης με -

(α) την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 1999/63/ΕΚ του Συμβουλίου της 21ης Ιουνίου 1999 σχετικά με τη συμφωνία για την οργάνωση του χρόνου εργασίας των ναυτικών, που σύναψαν η ένωση εφοπλιστών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ECSA) και η ομοσπονδία των ενώσεων εργαζομένων στις μεταφορές, στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση (FST)» (ΕΕ L 167 της 02.07.1999, σ. 33), και

(β) την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 1999/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 1999 σχετικά με την επιβολή διατάξεων περί των ωρών εργασίας των ναυτικών στα πλοία που καταπλέουν σε κοινοτικούς λιμένες» (ΕΕ L 14 της 20.01.2000, σ. 29), και

(γ) το ΄Αρθρο 17β της πράξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου της 23ης Νοεμβρίου 1993 σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας» (ΕΕ L 307 της 13.12.1993, σ. 18), ως η Οδηγία αυτή έχει τροποποιηθεί από την Οδηγία 2000/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 2000 (EE L 195 της 01.08.2000, σ. 41),

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Οργάνωση του Χρόνου Εργασίας των Ναυτικών) Νόμος του 2003.

Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«αλιευτικό σκάφος» σημαίνει αλιευτικό σκάφος το οποίο χρησιμοποιείται για εμπορικούς σκοπούς για την αλίευση ψαριών ή άλλων έμβιων ενάλιων πόρων·

«Διευθυντής» σημαίνει τον Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας·

«εβδομάδα» σημαίνει τη χρονική περίοδο επτά ημερών με έναρξη την 00:01 ώρα της Δευτέρας και λήξη της 24:00 ώρας της επόμενης Κυριακής (τοπικές ώρες)·

«επιθεώρηση» σημαίνει οποιαδήποτε ενέργεια επιθεωρητή δυνάμει του άρθρου 21 με σκοπό τον έλεγχο της τήρησης επί πλοίου ή αλιευτικού σκάφους των σχετικών διατάξεων του παρόντος Νόμου·

«επιθεωρητής» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 21(1)(α)·

«επόπτης πλοίων» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 21(1)(α)(ii)·

«θαλασσοπλοούν πλοίο» σημαίνει πλοίο και «θαλασσοπλοούν αλιευτικό σκάφος» σημαίνει αλιευτικό σκάφος, αλλά οι όροι αυτοί δεν περιλαμβάνουν πλοία και αλιευτικά σκάφη, αντίστοιχα, τα οποία απασχολούνται αποκλειστικά -

(α) Σε εσωτερικά ύδατα ή εντός προστατευόμενων υδάτων, σε απόσταση όχι μεγαλύτερη των τριών ναυτικών μιλίων από την πλησιέστερη ακτή της Δημοκρατίας, ή

(β) σε περιοχές όπου εφαρμόζονται κανονισμοί λιμένα·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος το οποίο είναι Συμβαλλόμενο Μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο η οποία υπογράφτηκε στο Πόρτο την 2α Μαΐου1992, όπως προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφτηκε στις Βρυξέλλες την 17η Μαΐου 1993 και όπως εκάστοτε τροποποιείται·

«κυπριακό πλοίο» σημαίνει θαλασσοπλοούν πλοίο και «κυπριακό αλιευτικό σκάφος» σημαίνει θαλασσοπλοούν αλιευτικό σκάφος, το οποίο πλοίο ή αλιευτικό σκάφος είναι εγγεγραμμένο-

(α) Στο Νηολόγιο κυπριακών πλοίων και φέρει τη σημαία της Δημοκρατίας, δυνάμει των διατάξεων των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμων του 1963 μέχρι 1996, ή

(β) στο Μητρώο που τηρείται από το Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας δυνάμει των περί Εκτάκτων Εξουσιών (΄Ελεγχος Μικρών Σκαφών) Κανονισμών του 1955, όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, ή

(γ) στο Νηολόγιο Μικρών Αλιευτικών Σκαφών που τηρείται από το Τμήμα Αλιείας δυνάμει του περί Αλιευτικών Σκαφών (Νηολόγησις, Πώλησις, Μεταβίβασις και Υποθήκευσις) Νόμου του 1971·

«ναυτικός» σημαίνει φυσικό πρόσωπο το οποίο απασχολείται ή εργοδοτείται με οποιαδήποτε ιδιότητα σε θαλασσοπλοούν πλοίο ή θαλασσοπλοούν αλιευτικό σκάφος, και περιλαμβάνει τον πλοίαρχο·

«ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου» ή «ο έχων την εκμετάλλευση αλιευτικού σκάφους» σημαίνει τον πλοιοκτήτη ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όπως τον διαχειριστή ή το ναυλωτή γυμνού πλοίου bareboat charterer) ή, κατά περίπτωση, αλιευτικού σκάφους, ο οποίος έχει αναλάβει την ευθύνη λειτουργίας του πλοίου ή, κατά περίπτωση, αλιευτικού σκάφους από τον πλοιοκτήτη και ο οποίος αναλαμβάνοντας τέτοια ευθύνη έχει συμφωνήσει να αναλάβει όλα τα παρεπόμενα καθήκοντα και ευθύνες που επιβάλλονται από τον παρόντα Νόμο·

«πλοίαρχος» σημαίνει πρόσωπο το οποίο έχει τη διακυβέρνηση πλοίου ή αλιευτικού σκάφους·

«πλοίο» σημαίνει είδος σκάφους το οποίο χρησιμοποιείται στη ναυσιπλοΐα και δεν είναι κωπήλατο, αλλά δεν περιλαμβάνει αλιευτικό σκάφος·

«πλοιοκτήτης» σημαίνει πρόσωπο που έχει την κυριότητα πλοίου ή αλιευτικού σκάφους·

«Πρωτόκολλο της Σύμβασης αρ. 147 της ΔΟΕ» σημαίνει το Πρωτόκολλο του 1996 στη Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας αρ. 147 περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Ελάχιστα Επίπεδα)·

«Σύμβαση αρ. 180 της ΔΟΕ» σημαίνει τη Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας αρ. 180 που έγινε το 1996 αναφορικά με τις ΄Ωρες Εργασίας των Ναυτικών και την Επάνδρωση των Πλοίων·

«Τμήμα Αλιείας» σημαίνει το Τμήμα Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος·

«Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας» σημαίνει το Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων·

«τρίτο κράτος» σημαίνει χώρα που δεν είναι κράτος μέλος·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων·

«ώρες ανάπαυσης» σημαίνει το χρόνο εκτός των ωρών εργασίας και εκτός των σύντομων διαλειμμάτων·

«ώρες εργασίας» σημαίνει το χρόνο στη διάρκεια του οποίου πρέπει ο ναυτικός να εργάζεται για λογαριασμό του πλοίου ή, κατά περίπτωση, του αλιευτικού σκάφους.

΄Ασκηση εξουσιών και εκτέλεση καθηκόντων βάσει του παρόντος Νόμου ή των κανονισμών

3.-(1) Ο Υπουργός έχει εξουσία να μεταβιβάζει γραπτώς στο Διευθυντή ή σε επιθεωρητή ή σε πρόσωπο που υπηρετεί στο Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας, εξαιρουμένης της εξουσίας περί έκδοσης Διαταγμάτων, και την εκτέλεση οποιουδήποτε καθήκοντος, που του χορηγεί και αναθέτει, αντίστοιχα, ο παρών Νόμος ή οι εκδιδόμενοι δυνάμει αυτού κανονισμοί. Σε περίπτωση τέτοιας μεταβίβασης, ο Υπουργός διατηρεί την εξουσία να ασκεί ούτως μεταβιβαζόμενη εξουσία και να εκτελεί ούτως μεταβιβαζόμενο καθήκον, από και κατά τη διάρκεια της εν λόγω μεταβίβασης.

(2) Ο Διευθυντής έχει εξουσία να μεταβιβάζει γραπτώς σε επιθεωρητή ή σε πρόσωπο που υπηρετεί στο Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας και την εκτέλεση οποιουδήποτε καθήκοντος που του χορηγεί και αναθέτει, αντίστοιχα, ο παρών Νόμος ή οι εκδιδόμενοι δυνάμει αυτού κανονισμοί.

Σε περίπτωση τέτοιας μεταβίβασης, ο Διευθυντής διατηρεί την εξουσία να ασκεί ούτως μεταβιβαζόμενη εξουσία και να εκτελεί ούτως μεταβιβαζόμενο καθήκον, από και κατά τη διάρκεια της εν λόγω μεταβίβασης.

(3)(α) Πρόσωπο, στο οποίο ανατίθεται η άσκηση εξουσίας ή η εκτέλεση καθήκοντος δυνάμει του εδαφίου (1), ασκεί την εξουσία και εκτελεί το καθήκον σύμφωνα με τις τυχόν οδηγίες του Υπουργού προς αυτό.

(β) Πρόσωπο, στο οποίο ανατίθεται η άσκηση εξουσίας ή η εκτέλεση καθήκοντος δυνάμει του εδαφίου (2), ασκεί την εξουσία και εκτελεί το καθήκον σύμφωνα με τις τυχόν οδηγίες του Διευθυντή προς αυτό.

(4) Ο Υπουργός και ο Διευθυντής έχουν έκαστος εξουσία να τροποποιούν και ανακαλούν μεταβίβαση που έκαναν δυνάμει του εδαφίου (1) ή (2), αντίστοιχα, με γραπτή ειδοποίηση προς το πρόσωπο στο οποίο έγινε η μεταβίβαση.

(5) Ο Υπουργός έχει εξουσία αυτεπάγγελτα να ασκεί εξουσία και να εκτελεί καθήκον, που ο παρών Νόμος ή οι εκδιδόμενοι δυνάμει αυτού κανονισμοί χορηγούν και αναθέτουν, αντίστοιχα, στο Διευθυντή. Σε περίπτωση που ο Υπουργός ενεργεί τοιουτοτρόπως, ο Διευθυντής και κάθε πρόσωπο στο οποίο έγινε μεταβίβαση δυνάμει του εδαφίου (2) διατηρούν την εξουσία άσκησης της εξουσίας και εκτέλεσης του καθήκοντος, που σχετίζεται με την ενέργεια του Υπουργού.

(6) Σε περίπτωση που, δυνάμει του παρόντος άρθρου, δύο ή περισσότερα πρόσωπα ταυτοχρόνως ασκούν την ίδια εξουσία ή εκτελούν το ίδιο καθήκον, ο ιεραρχικά υφιστάμενος από τα εν λόγω πρόσωπα λαμβάνει τα δέοντα μέτρα ούτως ώστε να μην ασκεί την εξουσία ή εκτελεί το καθήκον στα ίδια πραγματικά γεγονότα με τον ιεραρχικά ανώτερό του, εκτός εάν ο τελευταίος το επιτρέπει και σύμφωνα με τυχόν οδηγίες του τελευταίου.

(7) Σε περίπτωση που, δυνάμει του παρόντος άρθρου, πρόσωπο ασκεί εξουσία ή εκτελεί καθήκον, που ο παρών Νόμος ή οι εκδιδόμενοι δυνάμει αυτού κανονισμοί χορηγούν ή αναθέτουν, αντίστοιχα, σε άλλο πρόσωπο, ο παρών Νόμος και οι εκδιδόμενοι δυνάμει αυτού κανονισμοί εφαρμόζονται ως εάν είχαν χορηγήσει ρητώς την εν λόγω εξουσία στο ασκόν αυτήν πρόσωπο και είχαν αναθέσει ρητώς το εν λόγω καθήκον στο εκτελόν αυτό πρόσωπο.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΧΡΟΝΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΣΕ ΘΑΛΑΣΣΟΠΛΟΟΥΝΤΑ ΠΛΟΙΑ
Πεδίο εφαρμογής του παρόντος Μέρους

4.-(1) Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους εφαρμόζονται-

(α) Σε κάθε κυπριακό πλοίο, οπουδήποτε βρίσκεται, το οποίο είτε ανήκει στο δημόσιο είτε σε ιδιώτες και το οποίο ασκεί συνήθως εμπορικές θαλάσσιες δραστηριότητες, και

(β) στους ναυτικούς κάθε τέτοιου πλοίου.

(2) Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους, εκτός των άρθρων 10, 11, 12, και 13, εφαρμόζονται-

(α) Σε κάθε θαλασσοπλοούν πλοίο το οποίο φέρει τη σημαία ή είναι νηολογημένο σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία, ασκεί συνήθως εμπορικές θαλάσσιες δραστηριότητες και έχει καταπλεύσει σε λιμένα της Δημοκρατίας, και

(β) στους ναυτικούς κάθε τέτοιου πλοίου.

(3) Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους, εκτός των άρθρων 10, 11, 12 και 13, εφαρμόζονται -

(α) Σε κάθε θαλασσοπλοούν πλοίο το οποίο φέρει τη σημαία ή είναι νηολογημένο σε τρίτο κράτος, ασκεί συνήθως εμπορικές θαλάσσιες δραστηριότητες και έχει καταπλεύσει σε λιμένα της Δημοκρατίας, και

(β) στους ναυτικούς κάθε τέτοιου πλοίου.

(4) Σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς το κατά πόσο ένα πλοίο, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, είναι θαλασσοπλοούν πλοίο ή ασκεί θαλάσσιες εμπορικές δραστηριότητες, το θέμα επιλύεται -

(α) Εάν το πλοίο είναι κυπριακό, με γραπτή και αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή μετά από διαβούλευσή του με τις οργανώσεις των επηρεαζόμενων πλοιοκτητών και ναυτικών, και

(β) εάν το πλοίο δεν είναι κυπριακό, με γραπτή απόφαση της αρμόδιας αρχής του κράτους της σημαίας του εν λόγω πλοίου.

(5) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για μη συμμόρφωση με το παρόν Μέρος, οποιαδήποτε από τις αναφερόμενες στο εδάφιο (4) αποφάσεις αποτελεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία ότι το αναφερόμενο στην απόφαση πλοίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Μέρους.

Σύνηθες ωράριο εργασίας και ανάπαυσης ναυτικών επί πλοίου

5.-(1)(α) Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου καθορίζει, τηρουμένων των ακόλουθων εδαφίων του παρόντος άρθρου, τις κανονικές ώρες εργασίας των ναυτικών του πλοίου βάσει, κατά κανόνα, του εξής πρότυπου: εργάσιμη ημέρα 8 ωρών, μία ημέρα ανάπαυσης την εβδομάδα, ανάπαυση κατά τις δημόσιες αργίες.

(β) Επιτρέπεται σε συλλογική σύμβαση εργασίας, που τυχόν συνομολογείται, να καθορίζει τις κανονικές ώρες εργασίας των ναυτικών βάσει άλλου προτύπου από το αναφερόμενο στην παράγραφο (α), υπό την προϋπόθεση ότι-

(i) το προβλεπόμενο στην εν λόγω συλλογική σύμβαση πρότυπο είναι τουλάχιστον τόσο ευνοϊκό όσο και το αναφερόμενο στην παράγραφο (α), και

(ii) οι σχετικές διατάξεις της εν λόγω συλλογικής σύμβασης είναι εγκεκριμένες από τον Υπουργό.

(2) Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου διασφαλίζει ότι οι ναυτικοί του πλοίου απολαύουν του ακόλουθου δικαιώματος:

οι ώρες ανάπαυσης δεν πρέπει να είναι λιγότερες από τις 10 ώρες ανά περίοδο 24 ωρών και τις 77 ώρες ανά περίοδο επτά ημερών.

(3) Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου διασφαλίζει ότι οι ναυτικοί του πλοίου απολαύουν των ακόλουθων δικαιωμάτων:

(α) Ανά εικοσιτετράωρο, οι ώρες ανάπαυσης δεν πρέπει να διαιρούνται σε περισσότερες από 2 περιόδους, μια από τις οποίες πρέπει να διαρκεί τουλάχιστον 6 ώρες· το διάστημα μεταξύ διαδοχικών περιόδων ανάπαυσης δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 14 ώρες·

(β) τα προσκλητήρια, τα γυμνάσια καταπολέμησης της πυρκαγιάς και οι ασκήσεις διάσωσης με ναυαγοσωστικές λέμβους, καθώς και οι ασκήσεις που περιγράφονται από την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία πρέπει να διεξάγονται κατά τρόπο ώστε να ελαχιστοποιείται η διακοπή των περιόδων ανάπαυσης και να μην προξενείται κόπωση·

(γ) σε περίπτωση που ένας ναυτικός ευρίσκεται σε άμεση διάθεση, περιλαμβανομένης της περίπτωσης κατά την οποία ένα μηχανοστάσιο είναι αφύλακτο, ο ναυτικός πρέπει να λαμβάνει επαρκή αντισταθμιστική περίοδο ανάπαυσης εάν η κανονική περίοδος ανάπαυσής του διαταράσσεται από έκτακτες κλήσεις για εργασία.

(4) Επιτρέπεται σε συλλογική σύμβαση εργασίας, που τυχόν συνομολογείται, να παρεκκλίνει από οποιοδήποτε των ορίων που καθορίζονται στα εδάφια (2) και (3)(α), υπό την προϋπόθεση ότι -

(α) Η εν λόγω συλλογική σύμβαση λαμβάνει δεόντως υπόψη τις γενικές αρχές για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, και

(β) οι παρεκκλίνουσες διατάξεις της εν λόγω συλλογικής σύμβασης είναι εγκεκριμένες από τον Υπουργό.

Οι προαναφερόμενες παρεκκλίσεις πρέπει να τηρούν κατά το δυνατό τα δικαιώματα των ναυτικών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, επιτρέπεται όμως να προβλέπουν συχνότερες ή μεγαλύτερες περιόδους αδείας ή να προβλέπουν τη χορήγηση αντισταθμιστικής άδειας για ναυτικούς που εργάζονται ως φύλακες ή για ναυτικούς που εργάζονται σε πλοία τα οποία εκτελούν μικρά δρομολόγια.

(5) Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου διασφαλίζει ότι τοποθετείται, σε εμφανές και εύκολα προσιτό μέρος στο πλοίο, πίνακας ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με το καθοριζόμενο στο Πρώτο Παράρτημα πρότυπο ή άλλο ισοδύναμο πρότυπο, στον οποίο πίνακα εμφαίνεται η διευθέτηση της εργασίας στο πλοίο και στον οποίο, για κάθε θέση, περιλαμβάνεται τουλάχιστον-

(α) Το χρονοδιάγραμμα της υπηρεσίας όταν το πλοίο είναι στην ανοικτή θάλασσα και όταν το πλοίο είναι σε λιμάνι, και

(β) το ελάχιστο σύνολο ωρών ανάπαυσης, κατά τα διαλαμβανόμενα στο παρόν άρθρο.

Ο πίνακας συντάσσεται σε τυποποιημένη μορφή στη γλώσσα ή τις γλώσσες εργασίας του πλοίου, καθώς και στην αγγλική γλώσσα.

Ελάχιστο όριο ηλικίας ναυτικών για εργασίες επί πλοίου

6.-(1) Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου διασφαλίζει ότι στο πλοίο-

(α) Δεν εργάζονται πρόσωπα ηλικίας κάτω των 16 ετών, και

(β) οι ναυτικοί ηλικίας τουλάχιστον 16 ετών αλλά κάτω των 18 ετών δεν εργάζονται τη νύχτα.

(2) Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου δικαιούται να μη συμμορφώνεται με το εδάφιο (1)(β) εάν η εφαρμογή του εν λόγω εδαφίου διαταράσσει την αποτελεσματική κατάρτιση των ναυτικών ηλικίας τουλάχιστον 16 ετών αλλά κάτω των 18 ετών, η οποία κατάρτιση διενεργείται σύμφωνα με καθιερωμένα προγράμματα και χρονοδιαγράμματα.

(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1)(β), «νύχτα» σημαίνει περίοδο τουλάχιστον εννέα συνεχών ωρών, η οποία περιλαμβάνει το χρονικό διάστημα που άρχεται τα μεσάνυχτα και λήγει την 05.00π.μ. (τοπική ώρα).

΄Εκτακτες ώρες εργασίας ναυτικών επί πλοίου για διασφάλιση της θαλάσσιας ασφάλειας

7.-(1) Ανεξάρτητα από τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 5, ο πλοίαρχος πλοίου δικαιούται να απαιτεί από ναυτικό του πλοίου να εκτελεί όσες ώρες εργασίας απαιτούνται για οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

(α) Την άμεση ασφάλεια του πλοίου, των προσώπων που ευρίσκονται στο πλοίο ή του φορτίου·

(β) την παροχή βοηθείας σε άλλο πλοίο ή σε πρόσωπο, το οποίο ευρίσκεται σε κατάσταση κινδύνου στη θάλασσα.

(2) Βάσει του εδαφίου (1), ο πλοίαρχος πλοίου δικαιούται να αναστέλλει την ισχύ του προγράμματος ωρών ανάπαυσης, το οποίο πρόγραμμα καθορίζεται στον αναφερόμενο στο άρθρο 5(5) πίνακα, και να απαιτεί από ναυτικό του πλοίου να εκτελεί όσες ώρες εργασίας απαιτούνται, μέχρις ότου αποκατασταθεί η ομαλή κατάσταση.

(3) Μόλις καταστεί δυνατό μετά την αποκατάσταση της ομαλής κατάστασης, ο πλοίαρχος πλοίου εξασφαλίζει τη χορήγηση επαρκούς περιόδου ανάπαυσης σε όλους τους ναυτικούς του πλοίου οι οποίοι εκτέλεσαν εργασία στη διάρκεια περιόδου που ορίζεται ως περίοδος ανάπαυσης στο αναφερόμενο στο εδάφιο (2) πρόγραμμα.

Τήρηση μητρώου ωρών ανάπαυσης ναυτικών επί πλοίου

8.-(1) Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου διασφαλίζει τα ακόλουθα:

(α) Την τήρηση επί του πλοίου μητρώου, συντασσόμενου στις γλώσσες που αναφέρονται στο άρθρο 5(5) -

(i) στο οποίο καταχωρούνται, για πέντε έτη από την περίοδο για την οποία ισχύουν, οι καθημερινές ώρες ανάπαυσης των ναυτικών, και

(ii) το οποίο επιτρέπει έλεγχο της συμμόρφωσης με το άρθρο 5(2) μέχρι και (5), και

(iii) το οποίο καταρτίζεται σύμφωνα με το καθοριζόμενο στο Δεύτερο Παράρτημα πρότυπο ή άλλο ισοδύναμο πρότυπο·

(β) την παροχή σε κάθε ναυτικό του πλοίου αντιγράφου των στοιχείων του μητρώου που τον αφορούν, το οποίο αντίγραφο πρέπει να υπογράφεται από το ναυτικό και είτε από τον πλοίαρχο είτε από πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από τον πλοίαρχο·

(γ) την τήρηση, σε εύκολα προσιτό για το πλήρωμα μέρος στο πλοίο, αντιγράφου του παρόντος Νόμου και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 5(1) και (4) και αφορούν σε ναυτικούς του πλοίου.

(2) Ο Διευθυντής διασφαλίζει την εξέταση και θεώρηση, κατά διαστήματα κατάλληλα, των αναφερόμενων στο εδάφιο (1) μητρώων τα οποία τηρούνται επί κυπριακών πλοίων, έτσι ώστε να ελέγχεται η συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους οι οποίες διέπουν τις ώρες ανάπαυσης.

Επάνδρωση πλοίου

9. Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου διασφαλίζει τα ακόλουθα:

(α) Κατά τον καθορισμό, την έγκριση ή την αναθεώρηση των επιπέδων επάνδρωσης στο πλοίο, λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη αποφυγής ή ελαχιστοποίησης, όσο το δυνατόν περισσότερο, των υπερβολικά πολλών ωρών εργασίας, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται επαρκής ανάπαυση και να περιορίζεται η κόπωση·

(β) εάν από το αναφερόμενο στο άρθρο 8 μητρώο ή από άλλα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει παράβαση των διατάξεων του παρόντος Μέρους οι οποίες διέπουν τις ώρες εργασίας ή τις ώρες ανάπαυσης, λαμβάνονται μέτρα, περιλαμβανομένης εάν είναι απαραίτητο της αναθεώρησης της επάνδρωσης του πλοίου, έτσι ώστε να αποφεύγονται μελλοντικές παραβάσεις·

(γ) την επαρκή, ασφαλή και αποτελεσματική επάνδρωση του πλοίου, σύμφωνα με τον περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Ασφαλής Επάνδρωση, ΄Ωρες Εργασίας και Τήρηση Φυλακής) Νόμου του 2000 και τη δυνάμει αυτού εκάστοτε ισχύουσα δευτερεύουσα νομοθεσία.

Υγεία ναυτικών πλοίου και πιστοποιητικό καταλληλότητάς τους

10.-(1) Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου διασφαλίζει ότι-

(α) Οι ναυτικοί του πλοίου υποβάλλονται, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, σε ιατρικές εξετάσεις οι δαπάνες των οποίων βαρύνουν τον έχοντα την εκμετάλλευση

του πλοίου· και

(β) κάθε ναυτικός του πλοίου διαθέτει ισχύον πιστοποιητικό ιατρικής εξέτασης περί της καταλληλότητάς του για την εργασία με την οποία πρόκειται να απασχοληθεί στη θάλασσα.

(2) Ανεξάρτητα από τα άρθρα 3 και 9 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Ιατρική Εξέταση Ναυτικών και ΄Εκδοση Πιστοποιητικών) Νόμου του 2000, τα Μέρη ΙΙ και ΙΙΙ του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Ιατρική Εξέταση Ναυτικών και ΄Εκδοση Πιστοποιητικών) Νόμου του 2000 εφαρμόζονται για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους.

(3)(α) Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου διασφαλίζει ότι οι ναυτικοί του πλοίου, οι οποίοι απασχολούνται ως φύλακες και οι οποίοι έχουν προβλήματα υγείας πιστοποιούμενα από ιατρό ως οφειλόμενα στο γεγονός ότι εκτελούν εργασία κατά τη νύχτα, μεταφέρονται, εφόσον είναι δυνατό, σε θέση ημερήσιας εργασίας για την οποία είναι κατάλληλοι.

(β) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α), ο όρος «νύχτα» έχει την έννοια που του αποδίδει το άρθρο 6(3).

(4)(α) Κανένα πρόσωπο δεν αποκαλύπτει τα αποτελέσματα της ιατρικής εξέτασης, που διενεργείται βάσει του εδαφίου (1), σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εκτός από το ναυτικό τον οποίο αφορούν.

(β) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο ενεργεί κατά παράβαση της παραγράφου (α) και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερεις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(γ) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει της παραγράφου (β), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι αποκάλυψε τα αποτελέσματα ιατρικής εξέτασης σε άλλο πρόσωπο από το ναυτικό τον οποίο αφορούν-

(i) με την γραπτή συγκατάθεση του εν λόγω ναυτικού, ή

(ii) μετά το θάνατο του εν λόγω ναυτικού, ή

(iii) για σκοπούς απόδειξης στα πλαίσια ποινικής ή πολιτικής διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου.

Ενημέρωση Διευθυντή για τους εργαζόμενους ναυτικούς επί πλοίου κατά τη νύχτα

11.-(1) Ο Διευθυντής έχει εξουσία να απαιτεί δια γραπτής οδηγίας και να λαμβάνει, εντός εύλογης προθεσμίας που ο ίδιος καθορίζει στη γραπτή του οδηγία, από τον έχοντα την εκμετάλλευση πλοίου πληροφορίες σχετικά με τους φύλακες και τους άλλους εργαζόμενους ναυτικούς κατά τη νύχτα στο πλοίο.

(2) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται απαίτηση για παροχή πληροφοριών, δυνάμει του εδαφίου (1), και το οποίο-

(α) Αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί τις αληθείς πληροφορίες που απαιτούνται, ή

(β) αρνείται να παράσχει στο Διευθυντή τις απαιτούμενες πληροφορίες που κατέχει, ή

(γ) παρέχει στο Διευθυντή ψευδείς, ελλιπείς, ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες,

και υπόκειται -

(αα) σε περίπτωση πρώτου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές·

(ββ) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερεις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(3) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (2), αναφορικά με την παροχή ψευδών, ελλιπών, ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε τις πληροφορίες με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες ήταν ψευδείς, ελλιπείς, ανακριβείς ή παραπλανητικές.

Προστασία της ασφάλειας και υγείας των ναυτικών επί πλοίου

12.-(1) Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου διασφαλίζει ότι-

(α) Οι ναυτικοί του πλοίου απολαύουν προστασίας όσον αφορά στην υγεία και την ασφάλειά τους, ανάλογης προς τη φύση της εργασίας τους· και

(β) οι υπηρεσίες και τα μέτρα προστασίας και πρόληψης στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας των ναυτικών του πλοίου οι οποίοι εργάζονται τη νύχτα είναι ισοδύναμα με τις αντίστοιχες υπηρεσίες και τα μέτρα που αφορούν τους ναυτικούς του πλοίου οι οποίοι εργάζονται την ημέρα· και

(γ) οι υπηρεσίες και τα μέτρα προστασίας και πρόληψης στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας των ναυτικών του πλοίου οι οποίοι εργάζονται την ημέρα ή τη νύχτα είναι διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), ο όρος «νύχτα» έχει την έννοια που του αποδίδει το άρθρο 6(3).

Ετήσια άδεια ναυτικών πλοίου και άσκηση δικαιωμάτων τους

13.-(1) Κάθε ναυτικός πλοίου δικαιούται ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών -

(α) Για περίοδο τουλάχιστον 4 εβδομάδων, ή

(β) για ανάλογο μέρος της προαναφερόμενης περιόδου, σε περίπτωση που η περίοδος απασχόλησης είναι μικρότερη του ενός έτους,

σύμφωνα με τους όρους απόκτησης δικαιώματος και χορήγησης τέτοιας άδειας τους οποίους προβλέπει η εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και η πρακτική.

(2) Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ' αποδοχών επιτρέπεται να αντικατασταθεί από χρηματική αποζημίωση μόνο σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.

(3) Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου διασφαλίζει ότι οι ναυτικοί του πλοίου απολαύουν των δικαιωμάτων που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2).

(4) Σε περίπτωση που ναυτικός πλοίου, κατά οποιαδήποτε χρονική περίοδο, δικαιούται ώρες ανάπαυσης ή ετήσια άδεια τόσο βάσει του παρόντος Μέρους όσο και βάσει άλλης εκάστοτε ισχύουσας νομοθετικής διάταξης ή ρήτρας στο συμβόλαιο εργοδότησης ή απασχόλησης του ναυτικού, ο ναυτικός δεν έχει δικαίωμα να ασκεί τα δύο δικαιώματα ξεχωριστά, αλλά δύναται να απολαύει, κατά την εν λόγω περίοδο, ωρών ανάπαυσης ή ετήσιας άδειας, σύμφωνα με το ευνοϊκότερο προς αυτόν από τα δύο προαναφερόμενα δικαιώματά του.

Συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος Μέρους

14. Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου παρέχει στον πλοίαρχο του πλοίου τους απαραίτητους πόρους προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων αμφοτέρων οι οποίες απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος Μέρους. Ο πλοίαρχος του πλοίου λαμβάνει τα δέοντα μέτρα για την τήρηση επί του πλοίου των διατάξεων του παρόντος Μέρους αναφορικά με τις ώρες εργασίας και ανάπαυσης των ναυτικών.

ΜΕΡΟΣ III ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΧΡΟΝΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΣΕ ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΑΛΙΕΥΤΙΚΑ ΣΚΑΦΗ
Πεδίο εφαρμογής του παρόντος Μέρους

15.-(1) Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους εφαρμόζονται-

(α) Σε κάθε κυπριακό αλιευτικό σκάφος, οπουδήποτε βρίσκεται, και

(β) στους ναυτικούς κάθε τέτοιου σκάφους.

(2) Σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς το κατά πόσο, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου -

(α) Ένα σκάφος είναι αλιευτικό, ή

(β) ένα αλιευτικό σκάφος είναι θαλλασοπλοούν ή κυπριακό,

το θέμα επιλύεται με γραπτή και αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Αλιείας.

(3) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για μη συμμόρφωση με το παρόν Μέρος, η αναφερόμενη στο εδάφιο (2) απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Αλιείας αποτελεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία ότι το αναφερόμενο στην απόφαση αλιευτικό σκάφος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Μέρους.

Εφαρμογή του Ν.63(Ι) του 2002 σε ναυτικούς επί αλιευτικών σκαφών

16. Ανεξάρτητα από το άρθρο 3(4) του περί της Οργάνωσης του Χρόνου Εργασίας Νόμου του 2002, ο περί Οργάνωσης του Χρόνου Εργασίας Νόμος του 2002, εκτός των άρθρων 4, 5, 6, 7 και 9 αυτού, εφαρμόζεται σε σχέση με ναυτικούς αλιευτικών σκαφών.

Σύνηθες ωράριο εργασίας και ανάπαυσης ναυτικών επί αλιευτικού σκάφους

17.-(1) Ο έχων την εκμετάλλευση αλιευτικού σκάφους καθορίζει, τηρουμένων των ακόλουθων εδαφίων του παρόντος άρθρου, το κανονικό ωράριο εργασίας των ναυτικών του αλιευτικού σκάφους.

(2) Ο έχων την εκμετάλλευση αλιευτικού σκάφους διασφαλίζει ότι οι ναυτικοί του αλιευτικού σκάφους απολαύουν των ακόλουθων δικαιωμάτων:

(α) Οι ναυτικοί πρέπει να απολαύουν επαρκούς ανάπαυσης·

(β) οι ώρες εργασίας δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις 48 ανά εβδομάδα κατά μέσο όρο για περίοδο αναφοράς μη υπερβαίνουσα τους 12 μήνες.

(3) Ο έχων την εκμετάλλευση αλιευτικού σκάφους διασφαλίζει ότι, εν όψει της ανάγκης να προστατευθούν η ασφάλεια και η υγεία των ναυτικών του αλιευτικού σκάφους, οι εν λόγω ναυτικοί απολαύουν του ακόλουθου δικαιώματος:

οι ώρες ανάπαυσης δεν πρέπει να είναι λιγότερες από τις 10 ώρες ανά περίοδο 24 ωρών και τις 77 ώρες ανά περίοδο επτά ημερών.

(4) Ο έχων την εκμετάλλευση αλιευτικού σκάφους διασφαλίζει ότι οι ναυτικοί του αλιευτικού σκάφους απολαύουν του ακόλουθου δικαιώματος:

ανά εικοσιτετράωρο, οι ώρες ανάπαυσης δεν πρέπει να διαιρούνται σε περισσότερες από 2 περιόδους, μια από τις οποίες πρέπει να διαρκεί τουλάχιστον 6 ώρες· το διάστημα μεταξύ 2 διαδοχικών περιόδων ανάπαυσης δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 14 ώρες.

(5)(α) Παρεκκλίσεις από οποιοδήποτε των ορίων τα οποία αναφέρονται στο εδάφια (2), (3) και (4), περιλαμβανομένου του ορίου περί του καθορισμού αναφοράς στο εδάφιο (2) -

(i) επιτρέπεται να καθοριστούν δια Διατάγματος εκδιδόμενου από τον Υπουργό, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι καθοριζόμενοι όροι στις παραγράφους (β) και (γ)· ή

(ii) εάν δεν υφίσταται σε ισχύ τέτοιο Διάταγμα του Υπουργού, τέτοιες παρεκκλίσεις επιτρέπεται να καθοριστούν είτε από συλλογική σύμβαση εργασίας, είτε, εάν δεν υφίσταται σε ισχύ τέτοια συλλογική σύμβαση, στο επίπεδο του αλιευτικού σκάφους στα πλαίσια της διαβούλευσης μεταξύ του έχοντα την εκμετάλλευση του αλιευτικού σκάφους (στο εξής «ο εργοδότης») και των εκπροσώπων των ναυτικών του αλιευτικού σκάφους, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι καθοριζόμενοι όροι στην παράγραφο (γ).

(β) Ο Υπουργός έχει εξουσία να εκδίδει το αναφερόμενο στην παράγραφο (α)(i) Διάταγμα μόνο εάν πριν την έκδοσή του ο Υπουργός -

(i) διαβουλεύθηκε, κατά το δυνατό, με τους εκπροσώπους των επηρεαζόμενων εργοδοτών και ναυτικών, και

(ii) κατέβαλε προσπάθειες προς ενθάρρυνση όλων των σχετικών μορφών κοινωνικού διαλόγου.

(γ) Οι δυνάμει της παραγράφου (α) καθοριζόμενες παρεκκλίσεις, είτε δια διατάγματος του Υπουργού είτε δια συλλογικής σύμβασης εργασίας είτε στα πλαίσια διαβούλευσης μεταξύ εργοδότη και εκπροσώπων των ναυτικών, είναι έγκυρες μόνο εάν-

(i) λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις γενικές αρχές για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των ναυτικών, οι οποίες καθορίζονται στον περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Ελάχιστες Προδιαγραφές Ασφάλειας και Υγείας κατά την Εργασία στα Κυπριακά Αλιευτικά Σκάφη) Νόμο του 2002 και στην δυνάμει αυτού εκάστοτε ισχύουσα δευτερεύουσα νομοθεσία, και

(ii) τηρούν κατά το δυνατό τα δικαιώματα των ναυτικών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, επιτρέπεται όμως οι προαναφερόμενες παρεκκλίσεις, χωρίς επηρεασμό της εγκυρότητάς τους, να προβλέπουν συχνότερες ή μεγαλύτερες περιόδους άδειας ή να προβλέπουν τη χορήγηση αντισταθμιστικής άδειας στους ναυτικούς.

΄Εκτακτες ώρες εργασίας ναυτικών επί αλιευτικού σκάφους για διασφάλιση της θαλάσσιας ασφάλειας

18. Ο πλοίαρχος αλιευτικού σκάφους δικαιούται να απαιτεί από ναυτικό του αλιευτικού σκάφους να εκτελεί όσες ώρες εργασίας απαιτούνται για οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

(α) Την άμεση ασφάλεια του αλιευτικού σκάφους, των προσώπων που ευρίσκονται σ’ αυτό ή του φορτίου·

(β) την παροχή βοήθειας σε άλλο πλοίο ή σε πρόσωπο, το οποίο ευρίσκεται σε κατάσταση κινδύνου στη θάλασσα.

Ετήσια άδεια ναυτικών αλιευτικού σκάφους, μετ’ αποδοχών

19. ΄Εκαστος ναυτικός αλιευτικού σκάφους, για το οποίο η εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία ή πρακτική ορίζει ότι δεν επιτρέπεται να δραστηριοποιείται για συγκεκριμένη περίοδο του έτους η οποία υπερβαίνει τον ένα μήνα, λαμβάνει εντός της προαναφερόμενης περιόδου την ετήσια άδεια την οποία δικαιούται δυνάμει του άρθρου 8 του περί της Οργάνωσης του Χρόνου Εργασίας Νόμου του 2002.

ΜΕΡΟΣ IV ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΕΛΕΓΧΟΥ - ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΩΡΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΥΣΗΣ ΤΩΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙ ΘΑΛΑΣΣΟΠΛΟΟΥΝΤΩΝ ΠΛΟΙΩΝ Ή ΘΑΛΑΣΣΟΠΛΟΟΥΝΤΩΝ ΑΛΙΕΥΤΙΚΩΝ ΣΚΑΦΩΝ
Πεδίο εφαρμογής του παρόντος Μέρους

20.-(1) Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους εφαρμόζονται αναφορικά με -

(α) Κυπριακά πλοία, τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Μέρους ΙΙ κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 4(1)· και

(β) πλοία, φέροντα τη σημαία ή νηολογημένα σε κράτος μέλος, τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Μέρους ΙΙ κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 4(2)· και

(γ) πλοία, φέροντα τη σημαία ή νηολογημένα σε τρίτο κράτος, τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Μέρους ΙΙ κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 4(3)· και

(δ) κυπριακά αλιευτικά σκάφη, τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Μέρους ΙΙΙ κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 15(1)· και

(ε) τους ναυτικούς κάθε πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, που αναφέρεται στις παραγράφους (α), (β), (γ) και (δ).

(2) Στο παρόν Μέρος -

«σχετικό αλιευτικό σκάφος» σημαίνει αλιευτικό σκάφος αναφορικά με το οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Μέρους κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (1)(δ)·

«σχετικό πλοίο» σημαίνει πλοίο αναφορικά με το οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Μέρους κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (1)(α), (β) και (γ).

Εξουσίες επιθεωρητών

21.-(1)(α) Οι εξουσίες που χορηγούνται από τον παρόν άρθρο, αναφορικά με την επιθεώρηση σχετικού πλοίου και σχετικού αλιευτικού σκάφους, χορηγούνται σε-

(i) οποιοδήποτε επιθεωρητή ο οποίος διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 3(2)(α) των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμων του 1963 μέχρι 1996, και

(ii) οποιοδήποτε επόπτη πλοίων ο οποίος διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου (3)(2)(β) των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμων του 1963 μέχρι 1996.

(β) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α), το άρθρο 3(2) των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμων του 1963 μέχρι 1996 εφαρμόζεται ως εάν η φράση «δια τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και του Κώδικος», η οποία περιέχεται σε έκαστη των παραγράφων (α) και (β) του εν λόγω άρθρου, είχε αντικατασταθεί από τη φράση «δια τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, του Κώδικος και του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Οργάνωση του Χρόνου Εργασίας των Ναυτικών) Νόμου του 2003».

(2) Με σκοπό την διακρίβωση της εκπλήρωσης οποιασδήποτε υποχρέωσης που απορρέει είτε από το Μέρος ΙΙ ή ΙΙΙ είτε από κανονισμούς ή Διατάγματα, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, κάθε επιθεωρητής έχει εξουσία σε κάθε εύλογο χρόνο (ή, σε περίπτωση η οποία κατά την εύλογη κρίση του ενέχει κίνδυνο, σε οποιοδήποτε χρόνο)-

(α) Να ανακόπτει, εισέρχεται, επιθεωρεί και διενεργεί έλεγχο σε οποιοδήποτε σχετικό πλοίο ή σχετικό αλιευτικό σκάφος, είτε αυτό ναυλοχεί είτε είναι εν πλώ, και στους ναυτικούς του σχετικού πλοίου ή σχετικού αλιευτικού σκάφους· και

(β) να εξετάζει οποιαδήποτε στοιχεία, καταχωρημένα σε μηχανικό, ηλεκτρικό ή ηλεκτρονικό σύστημα δεδομένων, και οποιαδήποτε βιβλία και έγγραφα, τα οποία βρίσκονται σε σχετικό πλοίο ή σχετικό αλιευτικό σκάφος, για τα οποία έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι περιέχουν πληροφορία ή καταχώρηση σε σχέση με οποιαδήποτε υποχρέωση που απορρέει όπως προαναφέρεται, να τα αντιγράφει και φωτοτυπεί, και να παίρνει αντίγραφα, φωτοτυπίες και αποσπάσματα τους, υπό την προϋπόθεση, όσον αφορά στα αποσπάσματα, ότι έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι τα αποσπάσματα αυτά ενδεχομένως να χρειαστούν για αποδεικτικούς σκοπούς σε ποινική διαδικασία αναφορικά με οποιαδήποτε παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης με τον παρόντα Νόμο ή τους κανονισμούς ή τα Διατάγματα, που εκδίδονται δυνάμει αυτού· και

(γ) να εισέρχεται σε σχετικό πλοίο ή σχετικό αλιευτικό σκάφος-

(i) συνοδευόμενος από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, του οποίου την παρουσία κρίνει αναγκαία για οποιοδήποτε σκοπό για τον οποίο ασκεί εξουσία δυνάμει του εδαφίου (2) ή (3), και

(ii) φέροντας μαζί του οποιοδήποτε εξοπλισμό ή υλικά, που κρίνει αναγκαία για οποιοδήποτε σκοπό για τον οποίο ασκεί εξουσία δυνάμει του εδαφίου (2) ή (3).

(3) Ο έχων την εκμετάλλευση σχετικού πλοίου ή σχετικού αλιευτικού σκάφους, και ο πλοίαρχος και κάθε άλλος ναυτικός τέτοιου πλοίου ή αλιευτικού σκάφους έχουν έκαστος υποχρέωση να παρέχουν στον επιθεωρητή, εφόσον ο τελευταίος εύλογα το απαιτεί-

(α) Οποιαδήποτε διευκόλυνση, και

(β) οποιαδήποτε πληροφορία, και

(γ) υπογεγραμμένη δήλωση περί του αληθούς των πληροφοριών που παρέχει στον επιθεωρητή,

ο δε επιθεωρητής έχει εξουσία να απαιτεί και να λαμβάνει τέτοια διευκόλυνση, πληροφορία και δήλωση.

(4) Κάθε επιθεωρητής επιδεικνύει, εφόσον του ζητηθεί, πριν και κατά την άσκηση οποιασδήποτε από τις εξουσίες που του χορηγούνται δυνάμει των εδαφίων (2) και (3), το δελτίο ταυτότητάς του το οποίο εκδίδεται από τον Υπουργό σύμφωνα με τους περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Δελτία Ταυτότητας Επιθεωρητών Πλοίων και Εποπτών Πλοίων) Κανονισμούς του 2000, όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.

(5) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο-

(α) Στο οποίο το εδάφιο (3) επιβάλλει υποχρέωση και το οποίο αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τέτοια υποχρέωση, ή

(β) χωρίς επηρεασμό της γενικότητας της παραγράφου (α), το οποίο αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, ή παρέχει σε επιθεωρητή ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, ή αρνείται να παράσχει σε επιθεωρητή πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, την οποία πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο επιθεωρητής απαιτεί κατά την άσκηση των εξουσιών που του χορηγεί το παρόν άρθρο,

και υπόκειται -

(αα) σε περίπτωση πρώτου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές·

(ββ) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερεις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(6) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (5) -

(α) Αναφορικά με την άρνηση ή παράλειψη συμμόρφωσης με υποχρέωση που επιβάλλεται βάσει του εδαφίου (3), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι είχε εύλογη αιτία για την εν λόγω άρνηση ή παράλειψη·

(β) αναφορικά με την παροχή ψευδούς, ελλιπούς, ανακριβούς ή παραπλανητικής πληροφορίας, δήλωσης, στοιχείου, βιβλίου ή εγγράφου, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο ήταν ψευδές, ελλιπές, ανακριβές ή παραπλανητικό.

(7) ΄Εκαστος επιθεωρητής, ο οποίος διενεργεί επιθεώρηση δυνάμει του παρόντος άρθρου ή εκτελεί καθήκον βάσει του άρθρου 22, σε σχέση με πλοίο νηολογημένο στο έδαφος ή φέρον τη σημαία κράτους το οποίο δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση αριθ. 180 της ΔΟΕ ή το Πρωτόκολλο της Σύμβασης αριθ. 147 της ΔΟΕ, λαμβάνει τα δέοντα μέτρα ώστε η μεταχείριση που παρέχεται στο εν λόγω πλοίο και το πλήρωμά του κατά την διενέργεια της επιθεώρησης ή την εκτέλεση του καθήκοντος να μην είναι ευνοϊκότερη από την παρεχόμενη σε ένα πλοίο το οποίο φέρει τη σημαία κράτους που είναι μέρος της εν λόγω Σύμβασης ή του εν λόγω Πρωτοκόλλου ή αμφοτέρων.

Καθήκοντα επιθεωρητών αναφορικά με πλοία

22.-(1) Σε περίπτωση που επιθεωρητής είτε εντέλλεται από το Διευθυντή να διαπιστώσει το αληθές υποβληθείσας δυνάμει του άρθρου 23 καταγγελίας η οποία αφορά σε σχετικό πλοίο είτε έχει άλλως πως εύλογη αιτία να πιστεύει ότι παραβιάζεται οποιαδήποτε διάταξη του Μέρους ΙΙ σε σχέση με σχετικό πλοίο, διενεργεί δυνάμει του άρθρου 21 επιθεώρηση επί του εν λόγω πλοίου κατά την οποία εξακριβώνει κατά πόσο -

(α) Ο αναφερόμενος στο άρθρο 5(5) πίνακας είναι καταρτισμένος, συνταγμένος και τοποθετημένος κατά τα διαλαμβανόμενα σε εκείνο το άρθρο· και

(β) τηρείται επί του σχετικού πλοίου το αναφερόμενο στο άρθρο 8(1)(α) μητρώο κατά τα διαλαμβανόμενα σε εκείνο το άρθρο· και

(γ) υφίστανται αποδεικτικά στοιχεία περί της δέουσας θεώρησης του προαναφερόμενου μητρώου από -

(i) επιθεωρητή, σε περίπτωση που το σχετικό πλοίο είναι κυπριακό, ή

(ii) αρμόδια αρχή του κράτους στο οποίο είναι νηολογημένο το σχετικό πλοίο, σε περίπτωση που το εν λόγω πλοίο δεν είναι κυπριακό.

(2) Σε περίπτωση που επιθεωρητής είτε εντέλλεται από τον Διευθυντή να διαπιστώσει το αληθές υποβληθείσας δυνάμει του άρθρου 23 καταγγελίας η οποία αφορά σε σχετικό πλοίο είτε άλλως πως έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι ναυτικός σχετικού πλοίου είναι υπερβολικά καταπονημένος, διενεργεί δυνάμει του άρθρου 21 επιθεώρηση επί του εν λόγω πλοίου, η οποία είναι λεπτομερέστερη από την αναφερόμενη στο εδάφιο (1) και κατά την οποία εξακριβώνει κατά πόσο οι ώρες ανάπαυσης οι οποίες καταχωρούνται στο αναφερόμενο στο άρθρο 8(1)(α) μητρώο -

(α) Πληρούν τις διατάξεις του Μέρους ΙΙ, και

(β) έχουν τηρηθεί κανονικά, λαμβανομένων υπόψη άλλων αρχείων που αφορούν τη λειτουργία του εν λόγω πλοίου.

Υποβολή καταγγελίας στο Διευθυντή για παράβαση του Μέρους ΙΙ ή ΙΙΙ

23.-(1) ΄Εκαστος εκ των ακόλουθων δικαιούται να υποβάλει στο Διευθυντή καταγγελία, υπό τη μορφή πληροφορίας ή έκθεσης, περί παράβασης οποιασδήποτε διάταξης του Μέρους ΙΙ σε σχέση με σχετικό πλοίο ή περί παράβασης οποιασδήποτε διάταξης του Μέρους ΙΙΙ σε σχέση με σχετικό αλιευτικό σκάφος:

(α) Ναυτικός του σχετικού πλοίου ή του σχετικού αλιευτικού σκάφους·

(β) επαγγελματικός σύνδεσμος, ένωση και συντεχνία, κάθε ένα εκ των οποίων είναι νόμιμα συνεστημένο και θεμελιώνει, δυνάμει νόμου ή του καταστατικού του, επαρκώς έννομο συμφέρον περί της ασφάλειας του σχετικού πλοίου ή του σχετικού αλιευτικού σκάφους, ιδίως όσον αφορά στην ασφάλεια ή υγεία των ναυτικών του εν λόγω πλοίου ή αλιευτικού σκάφους·

(γ) οποιοδήποτε πρόσωπο εν γένει το οποίο έχει ίδιον έννομο συμφέρον περί της ασφάλειας του σχετικού πλοίου ή του σχετικού αλιευτικού σκάφους, ιδίως όσον αφορά στην ασφάλεια ή υγεία των ναυτικών του εν λόγω πλοίου ή αλιευτικού σκάφους.

(2) Σε περίπτωση υποβολής καταγγελίας στο Διευθυντή δυνάμει του εδαφίου (1), ο Διευθυντής διασφαλίζει ότι η ταυτότητα του υποβάλλοντα την καταγγελία δεν αποκαλύπτεται ούτε στον πλοίαρχο του σχετικού πλοίου ή του σχετικού αλιευτικού σκάφους, στο οποίο αφορά η καταγγελία, ούτε στον έχοντα την εκμετάλλευση του εν λόγω πλοίου ή αλιευτικού σκάφους.

(3) Επιθεωρητής ή δημόσιος υπάλληλος, που αποκαλύπτει στον πλοίαρχο ή τον έχοντα την εκμετάλλευση σχετικού πλοίου ή σχετικού αλιευτικού σκάφους την ταυτότητα του υποβάλλοντα καταγγελία η οποία αφορά στο εν λόγω πλοίο ή αλιευτικό σκάφος-

(α) Διαπράττει ποινικό αδίκημα και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες· και

(β) διαπράττει πειθαρχικό αδίκημα το οποίο τιμωρείται-

(i) προκειμένου περί δημοσίου υπαλλήλου, κατά τα οριζόμενα στους περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμους του 1990 έως 2001,

(ii) προκειμένου περί επόπτη πλοίων, μέχρι και τη παύση του διορισμού του ως επόπτη πλοίων από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Λήψη διορθωτικών μέτρων κατά παράβασης του Μέρους ΙΙ

24.-(1) Σε περίπτωση που -

(α) Υπεβλήθηκε στο Διευθυντή καταγγελία δυνάμει του άρθρου 23 περί παράβασης οποιασδήποτε διάταξης του Μέρους ΙΙ, σε σχέση με σχετικό πλοίο το οποίο δεν είναι κυπριακό, την οποία καταγγελία ο Διευθυντής κρίνει προδήλως βάσιμη, ή

(β) ο Διευθυντής έχει εύλογη αιτία να πιστεύει, είτε βάσει επιθεώρησης που διενεργήθηκε από επιθεωρητή δυνάμει του άρθρου 21 είτε άλλως πως, ότι έλαβε χώρα παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του Μέρους ΙΙ, σε σχέση με σχετικό πλοίο το οποίο δεν είναι κυπριακό,

ο Διευθυντής καταρτίζει έκθεση περί της παράβασης την οποία διαβιβάζει στην κυβέρνηση του κράτους στο οποίο είναι νηολογημένο το εν λόγω πλοίο.

(2) Σε περίπτωση που ο Διευθυντής διαπιστώνει, βάσει διενεργηθείσας δυνάμει του άρθρου 21 επιθεώρησης κατά την οποία ο επιθεωρητής ενήργησε κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 22(1) ή (2), ότι λαμβάνει χώρα παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του Μέρους ΙΙ σε σχέση με -

(α) Σχετικό πλοίο το οποίο είναι κυπριακό, οπουδήποτε βρίσκεται, ή

(β) σχετικό πλοίο το οποίο δεν είναι κυπριακό και το οποίο έχει καταπλεύσει σε λιμένα της Δημοκρατίας κατά την κανονική πορεία της εμπορικής του δραστηριότητας ή για λειτουργικούς σκοπούς,

ο Διευθυντής έχει εξουσία και υποχρέωση να λαμβάνει όλα τα κατά την κρίση του ευλόγως αναγκαία μέτρα προς διόρθωση οποιωνδήποτε συνθηκών επί του εν λόγω πλοίου οι οποίες είναι επικίνδυνες για την ασφάλεια ή την υγεία ναυτικών του εν λόγω πλοίου.

(3) Σε περίπτωση που επιθεωρητής διαπιστώνει, βάσει επιθεώρησης την οποία διενήργησε δυνάμει του άρθρου 21 και κατά την οποία ενήργησε κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 22(1) ή (2), ότι λαμβάνει χώρα παράβαση οποιαδήποτε διάταξης του Μέρους ΙΙ σε σχέση με -

(α) Σχετικό πλοίο το οποίο είναι κυπριακό, οπουδήποτε βρίσκεται, ή

(β) σχετικό πλοίο το οποίο δεν είναι κυπριακό και το οποίο έχει καταπλεύσει σε λιμένα της Δημοκρατίας κατά την κανονική πορεία της εμπορικής του δραστηριότητας ή για λειτουργικούς σκοπούς,

ο επιθεωρητής-

(αα) συντάσσει σχετική έκθεση την οποία διαβιβάζει στον πλοίαρχο του εν λόγω πλοίου τον οποίο καλεί σε απολογία, και έχει εξουσία, εάν το κρίνει ευλόγως αναγκαίο, να απαγορεύει κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 26 τον απόπλου του εν λόγω πλοίου-

(i) μέχρις ότου διορθωθούν οποιεσδήποτε συνθήκες επί του εν λόγω πλοίου οι οποίες είναι επικίνδυνες για την ασφάλεια ή την υγεία ναυτικών του εν λόγω πλοίου, ή

(ii) μέχρις ότου αναπαυθούν επαρκώς ναυτικοί του εν λόγω πλοίου· και

(ββ) εάν διαπιστώσει, βάσει της προαναφερόμενης επιθεώρησης, ότι οι ναυτικοί του εν λόγω πλοίου οι οποίοι απασχολούνται ως φύλακες για την πρώτη ή τις επόμενες βάρδιες είναι υπέρ το δέον καταπονημένοι, συντάσσει σχετική έκθεση την οποία διαβιβάζει στον πλοίαρχο τον οποίο καλεί σε απολογία, και έχει υποχρέωση να απαγορεύει κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 26 τον απόπλου του εν λόγω πλοίου -

(i) μέχρις ότου διορθωθούν οποιεσδήποτε συνθήκες επί του πλοίου οι οποίες είναι επικίνδυνες για την ασφάλεια ή υγεία ναυτικών του εν λόγω πλοίου, ή

(ii) μέχρις ότου αναπαυθούν επαρκώς οι προαναφερόμενοι καταπονημένοι ναυτικοί του εν λόγω πλοίου.

Λήψη διορθωτικών μέτρων κατά παράβασης του Μέρους ΙΙΙ

25. Σε περίπτωση που επιθεωρητής διαπιστώνει, βάσει επιθεώρησης την οποία διενήργησε δυνάμει του άρθρου 21, ότι λαμβάνει χώρα παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του Μέρους ΙΙΙ σε σχέση με κυπριακό αλιευτικό σκάφος, συντάσσει σχετική έκθεση την οποία διαβιβάζει στον πλοίαρχο του εν λόγω αλιευτικού σκάφους τον οποίο καλεί σε απολογία, και έχει εξουσία, εάν το κρίνει ευλόγως αναγκαίο, να απαγορεύει κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 26 τον απόπλου του εν λόγω αλιευτικού σκάφους -

(α) Μέχρις ότου διορθωθούν οποιεσδήποτε συνθήκες επί του εν λόγω αλιευτικού σκάφους οι οποίες είναι επικίνδυνες για την ασφάλεια ή την υγεία ναυτικών του εν λόγω αλιευτικού σκάφους, ή

(β) μέχρις ότου αναπαυθούν επαρκώς ναυτικοί του εν λόγω αλιευτικού σκάφους.

Διαδικασία απαγόρευσης απόπλου

26.-(1) Επιθεωρητής απαγορεύει τον απόπλου πλοίου δυνάμει του άρθρου 24 ή αλιευτικού σκάφους δυνάμει του άρθρου 25, δια της διαβίβασης γραπτής οδηγίας προς τον πλοίαρχο του εν λόγω πλοίου ή αλιευτικού σκάφους.

(2) ΄Εκαστη οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (1) καθίσταται εκτελεστή με την διαβίβασή της στον πλοίαρχο του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους στο οποίο αφορά, και ισχύει μέχρις ότου είτε ανακληθεί από επιθεωρητή κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (9) είτε ακυρωθεί, τροποποιηθεί ή αντικατασταθεί στα πλαίσια ένστασης ή ιεραρχικής ή δικαστικής προσφυγής.

(3) Σε κάθε οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (1), ο εκδίδων αυτήν επιθεωρητής-

(α) Καθορίζει επαρκώς, δεόντως και σαφώς τους λόγους για τους οποίους επιβάλλει την απαγόρευση απόπλου, και ιδίως -

(i) τα αποτελέσματα της επιθεώρησης στα οποία βασίζονται οι λόγοι επιβολής της απαγόρευσης απόπλου, και

(ii) τα κατά την κρίση του εύλογα διορθωτικά μέτρα τα οποία πρέπει να ληφθούν για άρση των λόγων για τους οποίους επιβάλλει την απαγόρευση απόπλου· και

(β) πληροφορεί τον πλοίαρχο, στον οποίο η οδηγία διαβιβάζεται -

(i) περί του καθοριζόμενου στο εδάφιο (6) δικαιώματος του πλοιάρχου, του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, στο οποίο αφορά η οδηγία, και του εντός της Δημοκρατίας αντιπροσώπου του έχοντος την εκμετάλλευση του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, και

(ii) περί του δικαιώματος του πλοιάρχου, του έχοντος την εκμετάλλευση του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, στο οποίο αφορά η οδηγία, και του εντός της Δημοκρατίας αντιπροσώπου του έχοντος την εκμετάλλευση του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, να προσβάλουν είτε την οδηγία είτε εκδιδόμενη απόφαση του Διευθυντή δυνάμει του εδαφίου (6)-

(Α) με προσφυγή στον Υπουργό κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 29, και

(Β) με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, και

(iii) περί των προθεσμιών εντός των οποίων δύνανται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα, οι οποίες προθεσμίες καθορίζονται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, το άρθρο 29 του παρόντος Νόμου και το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, αντίστοιχα.

(4) Επιθεωρητής έχει εξουσία να διατάζει, δια της αναφερόμενης στο εδάφιο (1) οδηγίας του, όπως το πλοίο ή το αλιευτικό σκάφος, στο οποίο αφορά η οδηγία -

(α) Παραμείνει σε συγκεκριμένο χώρο, ή

(β) μετακινηθεί σε συγκεκριμένο χώρο και παραμείνει εκεί.

(5) Επιθεωρητής κοινοποιεί έκαστη αναφερόμενη στο εδάφιο (1) οδηγία του -

(α) Στον έχοντα τη εκμετάλλευση του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, στο οποίο αφορά η οδηγία, και

(β) σε περίπτωση που η οδηγία αφορά σε πλοίο το οποίο δεν είναι κυπριακό, είτε στην αρμόδια αρχή του κράτους της σημαίας του εν λόγω πλοίου ή του κράτους στο οποίο είναι νηολογημένο το εν λόγω πλοίο είτε στον πρόξενο του εν λόγω κράτους είτε, σε περίπτωση απουσίας του πρόξενου, στον πλησιέστερο διπλωματικό αντιπρόσωπο του εν λόγω κράτους.

(6)(α) Ο πλοίαρχος πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, στο οποίο αφορά αναφερόμενη στο εδάφιο (1) οδηγία, ο έχων την εκμετάλλευση τέτοιου πλοίου ή αλιευτικού σκάφους και ο εντός της Δημοκρατίας αντιπρόσωπος του έχοντος την εκμετάλλευση του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, έχουν έκαστος το δικαίωμα να προσβάλουν την εν λόγω οδηγία με ένσταση ενώπιον του Διευθυντή, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 7 ημερών από την διαβίβαση στον πλοίαρχο της εν λόγω οδηγίας.

(β) Η κατά την παράγραφο (α) υποβολή ένστασης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβληθείσας οδηγίας.

(γ) Σε περίπτωση υποβολής ένστασης δυνάμει της παραγράφου (α), ο Διευθυντής την εξετάζει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, δυνάμενος κατά την κρίση του να ακούσει τον ενιστάμενο ή να δώσει σ’ αυτόν την ευκαιρία να υποστηρίξει γραπτώς τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η ένσταση.

(δ) Ο Διευθυντής έχει εξουσία να αναθέτει σε ένα ή περισσότερους λειτουργούς του Τμήματός του την εξέταση θεμάτων που αφορούν την προαναφερόμενη ένσταση και να απαιτεί από αυτούς να του υποβάλλουν το πόρισμα τέτοιας εξέτασης πριν από την έκδοση της απόφασής του επί της ένστασης.

(ε) Ο Διευθυντής, εντός προθεσμίας 3 ημερών από την υποβολή της ένστασης, εκδίδει και διαβιβάζει γραπτώς στον ενιστάμενο την απόφασή του επί της ένστασης, δια της οποίας απόφασης-

(i) αποδέχεται εν όλω ή αποδέχεται εν μέρει ή απορρίπτει την ένσταση, και

(ii) κατά περίπτωση, ακυρώνει ή τροποποιεί ή επικυρώνει ή αντικαθιστά την προσβαλλόμενη οδηγία.

Η απόφαση του Διευθυντή καθίσταται εκτελεστή με την διαβίβασή της στον ενιστάμενο.

(στ) Σε περίπτωση που ο Διευθυντής υιοθετεί εν μέρει ή απορρίπτει ένσταση που του υποβάλλεται δυνάμει της παραγράφου (α), στην απόφαση του επί της ένστασης ο Διευθυντής εκθέτει επαρκώς, δεόντως και σαφώς τους λόγους στους οποίους αυτή βασίζεται, και πληροφορεί τον ενιστάμενο -

(i) περί του δικαιώματός του να προσβάλει την απόφαση του Διευθυντή-

(Α) με προσφυγή στον Υπουργό κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 29, και

(Β) με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, και

(ii) περί των προθεσμιών εντός των οποίων δύνανται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα, οι οποίες προθεσμίες καθορίζονται στο άρθρο 29 του παρόντος Νόμου και το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, αντίστοιχα.

(7) ΄Εκαστος εκ του πλοίαρχου και του έχοντα την εκμετάλλευση πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, στους οποίους έχει διαβιβαστεί ή κοινοποιηθεί, αντίστοιχα, αναφερόμενη στο εδάφιο (1) οδηγία, υποχρεούται κατά την περίοδο ισχύος της οδηγίας να συμμορφούται με αυτή και να προβαίνει σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες για άρση των λόγων για τους οποίους ο εκδίδων την οδηγία επιθεωρητής επέβαλε την απαγόρευση απόπλου.

(8)(α) Σε περίπτωση που πλοίαρχος πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, στον οποίο διαβιβάστηκε αναφερόμενη στο εδάφιο (1) οδηγία, ισχυρίζεται στο Διευθυντή ότι έχει ενεργήσει σύμφωνα με το εδάφιο (7), ο Διευθυντής διασφαλίζει τη κατά το συντομότερο δυνατό διενέργεια επιθεώρησης από επιθεωρητή επί του εν λόγω πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, προς διαπίστωση της άρσης των λόγων για τους οποίους επιθεωρητής επέβαλε την απαγόρευση απόπλου.

(β) Οι δαπάνες κάθε επιθεώρησης που διενεργείται κατά τα διαλαμβανόμενα στη παράγραφο (α) βαρύνουν τον έχοντα την εκμετάλλευση του επιθεωρούμενου πλοίου ή αλιευτικού σκάφους.

(9) Σε περίπτωση που επιθεωρητής ικανοποιηθεί ότι εξέλειπαν οι λόγοι για τους οποίους επεβλήθηκε απαγόρευση απόπλου δια αναφερόμενης στο εδάφιο (1) οδηγίας, ανακαλεί την οδηγία δια γραπτής του απόφασης την οποία διαβιβάζει στον πλοίαρχο και τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, στο οποίο αφορούσε η ανακληθείσα οδηγία.

(10) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πλοίαρχος που -

(α) Επιχειρεί τον απόπλου πλοίου ή αλιευτικού σκάφους κατά παράβαση ισχύουσας απαγόρευσης απόπλου η οποία επεβλήθηκε στο εν λόγω πλοίο ή αλιευτικό σκάφος δυνάμει του παρόντος Νόμου, ή

(β) παραβαίνει ισχύουσα διαταγή επιθεωρητή, η οποία αναφέρεται στο εδάφιο (4),

και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δεκαοκτώ μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(11) Διαπράττει το καθοριζόμενο ποινικό αδίκημα στο εδάφιο (10) και υπόκειται στις καθοριζόμενες στο ίδιο εδάφιο ποινές ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου ή αλιευτικού σκάφους ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο, εν γνώσει του, συμπράττει ή συντρέχει στην τέλεση του προαναφερόμενου ποινικού αδικήματος.

(12) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο-

(α) Υποβάλλει ένσταση, δυνάμει του εδαφίου (6)(α), η οποία περιέχει ψευδή, ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία, ή

(β) υποβάλλει πληροφορία, βάσει του εδαφίου (6)(γ), η οποία είναι ψευδής, ανακριβής ή παραπλανητική,

και υπόκειται -

(αα) σε περίπτωση πρώτου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές, ή

(ββ) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερεις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(13) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με εκτελεστή απόφαση του Διευθυντή δυνάμει του εδαφίου (6)(ε), και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

Αδικαιολόγητη καθυστέρηση πλοίου ή αλιευτικού σκάφους

27. -(1) Κατά την άσκηση εξουσίας και την εκτέλεση καθήκοντος-

(α) Από επιθεωρητή βάσει του άρθρου 21, 22, 24(3), 25 ή 26,

(β) από το Διευθυντή βάσει του άρθρου 24(2),

έκαστος εκ των προαναφερόμενων καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη απαγόρευση απόπλου ή καθυστέρηση πλοίου ή αλιευτικού σκάφους.

(2)(α) Σε περίπτωση αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, ο έχων την εκμετάλλευση του ούτως επηρεαζόμενου πλοίου ή αλιευτικού σκάφους δικαιούται αποζημίωση βάσει του ΄Αρθρου 172 του Συντάγματος για τις τυχόν απώλειες ή ζημιές που έχει υποστεί.

(β) Σε περίπτωση που προβάλλεται ο ισχυρισμός της αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, το βάρος της απόδειξης φέρει ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, ο οποίος προβάλλει το ισχυρισμό.

Διοικητικό πρόστιμο

28.-(1) Σε περίπτωση που ο Διευθυντής έχει εύλογη αιτία να πιστεύει, βάσει των αποτελεσμάτων επιθεώρησης που διενεργήθηκε από επιθεωρητή δυνάμει του άρθρου 21 ότι-

(α) Ο έχων την εκμετάλλευση κυπριακού πλοίου ή ο πλοίαρχος τέτοιου πλοίου δεν εκπληρώνει οποιαδήποτε υποχρέωση την οποία του επιβάλλει το Μέρος ΙΙ ή κανονισμοί ή Διατάγματα, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, ή

(β) ο έχων την εκμετάλλευση κυπριακού αλιευτικού σκάφους ή ο πλοίαρχος τέτοιου αλιευτικού σκάφους δεν εκπληρώνει οποιαδήποτε υποχρέωση την οποία του επιβάλλει το Μέρος ΙΙΙ ή κανονισμοί ή Διατάγματα, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου,

ο Διευθυντής έχει εξουσία να επιβάλει σε τέτοιο πρόσωπο διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες, ανάλογα με την βαρύτητα αυτής της παράβασης, και ανεξάρτητα από το εάν συντρέχει περίπτωση ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης δυνάμει του παρόντος Νόμου ή άλλου νόμου, ή κανονισμών.

(2) Ο Διευθυντής επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο δυνάμει του εδαφίου (1) με γραπτή και αιτιολογημένη απόφασή του-

(α) Η οποία καθορίζει την παράβαση· και

(β) δια της οποίας πληροφορεί τον παραβάτη-

(i) περί του καθοριζόμενου στο εδάφιο (4) δικαιώματός του, και

(ii) περί του δικαιώματός του να προσβάλει την απόφαση -

(Α) με προσφυγή στον Υπουργό κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 29, και

(Β) με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, και

(iii) περί των προθεσμιών εντός των οποίων δύνανται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα, οι οποίες καθορίζονται στο εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου, το άρθρο 29 του παρόντος Νόμου και το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, αντίστοιχα· και

(γ) την οποία διαβιβάζει στον παραβάτη.

(3) Ο Υπουργός έχει εξουσία να καθορίζει δια οδηγιών του τα κριτήρια υπολογισμού του ύψους επιβαλλόμενου δυνάμει του εδαφίου (1) διοικητικού προστίμου, χωρίς τούτο να περιορίζει την διακριτική ευχέρεια του Διευθυντή, την οποία ασκεί εντός των πλαισίων των οδηγιών του Υπουργού, να αποφασίζει ελεύθερα περί του ύψους του επιβαλλόμενου διοικητικού προστίμου, με βάση τα κατά περίπτωση πραγματικά περιστατικά.

(4) Ο παραβάτης δικαιούται να υποβάλει παραστάσεις στο Διευθυντή κατά της επιβολής διοικητικού προστίμου ή κατά του ύψους αυτού, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 5 ημερών από την διαβίβαση στον παραβάτη της απόφασης δια της οποίας επιβάλλεται το διοικητικό πρόστιμο. Μετά την τυχόν υποβολή παραστάσεων, ο Διευθυντής το συντομότερο δυνατό εκδίδει και διαβιβάζει στον παραβάτη την τελική του απόφαση.

(5) Πρόσωπο στο οποίο επεβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο έχει υποχρέωση να το καταβάλει στο Διευθυντή όταν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε ημερών -

(α) Από την διαβίβαση της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου, ή

(β) σε περίπτωση που υποβάλλονται παραστάσεις ενώπιον του Διευθυντή σύμφωνα με το εδάφιο (4), από την διαβίβαση της επί των παραστάσεων απορριπτικής απόφασης του Διευθυντή, ή

(γ) σε περίπτωση προσφυγής στον Υπουργό δυνάμει του άρθρου 29, από την διαβίβαση της επί της προσφυγής απορριπτικής απόφασης του Υπουργού.

Ιεραρχική προσφυγή

29.-(1) Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, ο αντιπρόσωπός του στη Δημοκρατία και ο πλοίαρχος τέτοιου πλοίου ή αλιευτικού σκάφους έχουν έκαστος το δικαίωμα να προσβάλουν, με γραπτή και αιτιολογημένη προσφυγή στον Υπουργό-

(α) Οδηγία επιθεωρητή περί απαγόρευσης απόπλου του εν λόγω πλοίου ή αλιευτικού σκάφους,

(β) απόφαση του Διευθυντή περί επιβολής διοικητικού προστίμου, ή

(γ) απορριπτική απόφαση του Διευθυντή είτε επί υποβληθέντων ενστάσεων κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 26(6) είτε επί υποβληθέντων παραστάσεων κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 28(4), η οποία απόφαση αφορά στο εν λόγω πλοίο ή αλιευτικό σκάφος,

εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 30 ημερών από την διαβίβαση ή κοινοποίηση στον προσφεύγοντα κατά τα διαλαμβανόμενα στον παρόντα Νόμο, της οδηγίας ή απόφασης, στην οποία εδράζεται η προσφυγή.

(2) Η κατά το εδάφιο (1) υποβολή προσφυγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση προσβληθείσας οδηγίας ή απόφασης.

(3) Σε περίπτωση υποβολής προσφυγής δυνάμει του εδαφίου (1), ο Υπουργός την εξετάζει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, δυνάμενος κατά την κρίση του να ακούσει τον προσφεύγοντα ή να δώσει σ’ αυτόν την ευκαιρία να υποστηρίξει γραπτώς τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή.

(4) Ο Υπουργός έχει εξουσία να αναθέτει σε ένα ή περισσότερους λειτουργούς του Υπουργείου του την εξέταση

θεμάτων που αφορούν την προαναφερόμενη προσφυγή και να απαιτεί από αυτούς να του υποβάλλουν το πόρισμα τέτοιας εξέτασης πριν από την έκδοση της απόφασής του επί της προσφυγής.

(5) Ο Υπουργός, εντός προθεσμίας 10 ημερών από την υποβολή της προσφυγής, εκδίδει και διαβιβάζει γραπτώς στον

προσφεύγοντα την απόφασή του επί της προσφυγής, δια της οποίας απόφασης-

(α) Αποδέχεται εν όλω ή αποδέχεται εν μέρει ή απορρίπτει την προσφυγή, και

(β) κατά περίπτωση, ακυρώνει ή τροποποιεί ή επικυρώνει ή αντικαθιστά την προσβαλλόμενη οδηγία ή απόφαση.

Η απόφαση του Υπουργού καθίσταται εκτελεστή με την διαβίβασή της στον προσφεύγοντα, εκτός εάν αφορά σε προσφυγή κατά απόφασης την οποία ο Διευθυντής εξέδωσε δυνάμει του άρθρου 28(1) ή (4).

(6) Σε περίπτωση που ο Υπουργός υιοθετεί εν μέρει ή απορρίπτει προσφυγή που του υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (1), στην απόφαση του επί της προσφυγής ο Υπουργός εκθέτει επαρκώς, δεόντως και σαφώς τους λόγους στους οποίους αυτή βασίζεται, και πληροφορεί τον προσφεύγοντα περί του δικαιώματός του να προσβάλει την απόφαση του Υπουργού με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο και περί της προθεσμίας εντός της οποίας δύναται να ασκηθεί το εν λόγω δικαίωμα, κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος.

(7) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο -

(α) Υποβάλλει προσφυγή, δυνάμει του εδαφίου (1), η οποία περιέχει ψευδή, ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία, ή

(β) υποβάλλει πληροφορία, βάσει του εδαφίου (3), η οποία είναι ψευδής, ανακριβής ή παραπλανητική,

και υπόκειται -

(αα) σε περίπτωση πρώτου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές, ή

(ββ) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερεις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(8) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με εκτελεστή απόφαση του Υπουργού δυνάμει του εδαφίου (5), η οποία αφορά σε προσφυγή κατά οδηγίας επιθεωρητή ή απόφασης του Διευθυντή, που αφορά σε απαγόρευση απόπλου, και το πρόσωπο αυτό υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

Αποπληρωμή δαπανών επιθεώρησης και διοικητικής ή δικαστικής χρηματικής ποινής

30.-(1) Σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης -

(α) Του έχοντα την εκμετάλλευση πλοίου ή αλιευτικού σκάφους να καταβάλει στο Διευθυντή το αντίτιμο των δαπανών επιθεώρησης οι οποίες τον βαρύνουν κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 26(8)(β), ή

(β) προσώπου, στο οποίο επεβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο δυνάμει του παρόντος Νόμου, να καταβάλει στο Διευθυντή τέτοιο πρόστιμο εντός των προθεσμιών που αναφέρονται στο άρθρο 28(5),

ο Διευθυντής λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία.

(2) Οποιοδήποτε από τα ακόλουθα συνιστά επιβάρυνση επί πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, η οποία επιβάρυνση ικανοποιείται κατά προτίμηση έναντι των άλλων δανειστών, έπεται όμως κατά τάξη της τελευταίας υποθήκης:

(α) Δαπάνες επιθεώρησης που βαρύνουν τον έχοντα την εκμετάλλευση του εν λόγω πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, βάσει του άρθρου 26(8)(β)·

(β) διοικητικό πρόστιμο που επεβλήθηκε στον έχοντα την εκμετάλλευση του εν λόγω πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, δυνάμει του παρόντος Νόμου·

(γ) χρηματική ποινή που επεβλήθηκε από Δικαστήριο δυνάμει του παρόντος Νόμου στον έχοντα την εκμετάλλευση του εν λόγω πλοίου ή αλιευτικού σκάφους.

(3) Σε περίπτωση που -

(α) Απαγόρευση απόπλου, που επεβλήθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου, προσβλήθηκε επιτυχώς ενώπιον του Διευθυντή δυνάμει του άρθρου 26(6), ή

(β) απαγόρευση απόπλου ή διοικητικό πρόστιμο, που επεβλήθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου, προσλήθηκε επιτυχώς είτε ενώπιον του Υπουργού κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 29 είτε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος,

ισχύουν τα ακόλουθα:

(αα) τα εδάφια (1) και (2)(α) και (β) δεν εφαρμόζονται-

(i) αναφορικά με δαπάνες επιθεώρησης οι οποίες σχετίζονται με τέτοια απαγόρευση απόπλου, και

(ii) αναφορικά με τέτοιο διοικητικό πρόστιμο·

(ββ) ο Διευθυντής επιστρέφει οποιοδήποτε καταβληθέν αντίτιμο των προαναφερόμενων δαπανών και οποιοδήποτε καταβληθέν προαναφερόμενο διοικητικό πρόστιμο, στο πρόσωπο που το είχε καταβάλει.

Διοικητική συνεργασία

31. Το άρθρο 19 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Κρατικός ΄Ελεγχος Λιμένα) Νόμου του 2001, εφαρμόζεται για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, ως εάν το εν λόγω άρθρο 19 είχε τροποποιηθεί ως ακολούθως:

(α) Η φράση «η αρμόδια αρχή», όπου συναντάται, είχε αντικατασταθεί από τη φράση «ο Διευθυντής»·

(β) ο όρος «πλοίο», όπου συναντάται και σε οποιαδήποτε γραμματική του παραλλαγή, είχε την έννοια που αποδίδει ο παρών Νόμος στον όρο «θαλασσοπλοούν πλοίο».

Δημοσίευση πληροφοριών

32. Το άρθρο 14 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Κρατικός ΄Ελεγχος Λιμένα) Νόμου του 2001 εφαρμόζεται αναφορικά με τις πληροφορίες σχετικά με μέτρα που λαμβάνονται αναφορικά με μη κυπριακά πλοία κατ’ εφαρμογή του άρθρου 22 ή 24 του παρόντος Νόμου, έως εάν το εν λόγω άρθρο 14 είχε τροποποιηθεί ως ακολούθως:

(α) Η φράση «η αρμόδια αρχή», όπου συναντάται, είχε αντικατασταθεί από τον όρο «ο Διευθυντής»·

(β) ο όρος «πλοίο», σε οποιαδήποτε γραμματική του παραλλαγή, είχε την έννοια που αποδίδει ο παρών Νόμος στον όρο «θαλασσοπλοούν πλοίο»·

(γ) η φράση «ή ο ελλιμενισμός σε λιμένα της Δημοκρατίας», στο εδάφιο (1), είχε διαγραφεί.

ΜΕΡΟΣ V ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Αρμοδιότητα Δικαστηρίου σε αστικές υποθέσεις

33. Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών είναι το αρμόδιο Δικαστήριο για επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς αστικής φύσεως η οποία σχετίζεται με κυπριακό πλοίο ή κυπριακό αλιευτικό σκάφος και η οποία δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 19 των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 2002 ή στη δικαιοδοσία Επαρχιακού Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 22Β των ιδίων Νόμων.

Γενικά ποινικά αδικήματα

34.-(1)(α) Διαπράττει ποινικό αδίκημα έκαστος εκ του πλοιάρχου και του έχοντος την εκμετάλλευση πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, ο οποίος ενεργεί κατά παράβαση ή παραλείπει να συμμορφωθεί με υποχρέωση την οποία του επιβάλλει το Μέρος ΙΙ ή ΙΙΙ, για την οποία το Μέρος ΙΙ ή ΙΙΙ δεν συστήνει άλλο ποινικό αδίκημα, και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερεις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(β) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει της παραγράφου (α), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι-

(i) είχε λάβει όλα τα εύλογα μέτρα για να διασφαλίσει τη συμμόρφωσή του με την υποχρέωση που αφορά στην ισχυριζόμενη διάπραξη του ποινικού αδικήματος, ή

(ii) ενήργησε εντός των ορίων επιτρεπόμενης δια ή δυνάμει του παρόντος Νόμου παρέκκλισης από την υποχρέωση που αφορά στην ισχυριζόμενη διάπραξη του ποινικού αδικήματος.

(2) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο που εσκεμμένα παρεμποδίζει ή παρακωλύει το Διευθυντή, οποιοδήποτε επιθεωρητή ή άλλο λειτουργό, κατά την άσκηση των εξουσιών ή εκτέλεση των καθηκόντων του, βάσει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών, ή με οποιοδήποτε φιλοδώρημα, δωροδοκία, υπόσχεση ή άλλο κίνητρο εμποδίζει ή αποπειράται να εμποδίσει οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο από τη δέουσα άσκηση των εξουσιών ή την εκτέλεση των καθηκόντων του, βάσει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών, και υπόκειται -

(α) Σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές·

(β) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερεις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(3) Σε περίπτωση που διαπράττεται ποινικό αδίκημα, βάσει του παρόντος Νόμου ή των εκδιδόμενων δυνάμει αυτού κανονισμών, από νομικό πρόσωπο ή από πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους νομικού προσώπου, και αποδεικνύεται είτε ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή συνενοχή ή έγκριση είτε ότι έχει διευκολυνθεί από την επιδεχθείσα αμέλεια φυσικού προσώπου που, κατά το χρόνο διάπραξης του ποινικού αδικήματος, κατέχει θέση συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλη παρόμοια θέση στο νομικό πρόσωπο ή εμφανίζεται ότι ενεργεί με τέτοια ιδιότητα, το εν λόγω φυσικό πρόσωπο είναι ένοχο του ίδιου ποινικού αδικήματος και υπόκειται στην ποινή που προβλέπεται για το αδίκημα αυτό.

Ποινική δίωξη μόνο με συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

35. Δεν ασκείται ποινική δίωξη δυνάμει του παρόντος Νόμου χωρίς τη συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Τροποποίηση Παραρτημάτων του παρόντος Νόμου και Παραρτημάτων κανονισμών

36. Ο Υπουργός έχει εξουσία να τροποποιεί με Διάταγμά του οποιοδήποτε Παράρτημα του παρόντος Νόμου και οποιοδήποτε Παράρτημα των δυνάμει του παρόντος Νόμου εκδιδόμενων κανονισμών.

Δημοσίευση και έναρξη ισχύος Διαταγμάτων του Υπουργού

37. ΄Εκαστο Διάταγμα, το οποίο εκδίδεται από τον Υπουργό δυνάμει του παρόντος Νόμου, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και, εκτός εάν προβλέπεται σε αυτό διαφορετικά, τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Εξουσία έκδοσης κανονισμών

38.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να εκδίδει δημοσιευόμενους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας κανονισμούς για την καλύτερη λειτουργία ή εφαρμογή του παρόντος Νόμου ή για τον καθορισμό ή ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος που αφορά στην οργάνωση του χρόνου εργασίας των ναυτικών ή συναφούς θέματος.

(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), οι κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου δύνανται να συστήνουν αδίκημα για παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης με διατάξεις τους, και να καθορίζουν ποινές και διοικητικά πρόστιμα για κολασμό της διάπραξης των αδικημάτων αυτών.

Το άρθρο 29(β) του περί Ερμηνείας Νόμου δεν εφαρμόζεται αναφορικά με τις ποινές που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο.

(3) Οι κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου τίθενται σε ισχύ κατά την ημερομηνία δημοσίευσής τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, εκτός εάν προβλέπεται σε αυτούς διαφορετικά.

(4) Η έκδοση κανονισμών δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή του παρόντος Νόμου.

Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου

39.-(1) Ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία την οποία καθορίζει το Υπουργικό Συμβούλιο με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να καθορίζει διαφορετικές ημερομηνίες για την έναρξη της ισχύος διαφόρων διατάξεων του παρόντος Νόμου.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΡΩΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΡΩΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(άρθρο 5(5))

ΠΡΟΤΥΠΟ ΣΧΗΜΑ ΠΙΝΑΚΑ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΠΙ ΠΛΟΙΟΥ (')

 

Ονομασία του πλοίου: ______________ Σημαία του πλοίου: ______________ Αριθμός ΔΝΟ (εάν υπάρχει): _____________

Τελευταία ενημέρωση του πίνακα: ________________________________________________________________ ( ) σελίδες.

 

Ο μέγιστος αριθμός ωρών εργασίας ή ελάχιστος αριθμός ωρών ανάπαυσης εφαρμόζεται συμφωνά με:____________________ (εθνική νομοθεσία ή κανονισμός) που εκδόθηκε συμφωνά με τη σύμβαση για τις ώρες εργασίας των ναυτικών και την επάνδρωση των πλοίων του ΔΓΕ του 1996 (αριθ. 180) και με τις εφαρμοστέες συλλογικές συμβάσεις που καταγράφησαν ή εγκρίθηκαν σύμφωνα με τη συγκεκριμένη σύμβαση και την αναθεωρημένη διεθνή σύμβαση περί προτύπων εκπαιδεύσεως, εκδόσεως πιστοποιητικών και τηρήσεως φυλακών των ναυτικών του 1978 (σύμβαση STCW) (2)Μέγιστος αριθμός ωρών εργασίας ή ελάχιστος αριθμός ωρών ανάπαυσης (3):

Άλλες προδιαγραφές:

 

Θέση/Βαθμός (4) Προγραμματισμένες ώρες ημερήσιας εργασίας οτη θάλασσα Προγραμματισμένες ώρες ημερήσιας εργασίας στο λιμένα Σχόλια Σύνολο ωρών ημερήσιας εργασίας/ανάπαυσης (3)

Επιτήρηση

(από-προς)

Καθήκοντα άλλα εκτός της επιτήρησης (από-προς) (5)

Επιτήρηση

(από-προς)

Καθήκοντα άλλα εκτός της επιτήρησης (από-προς) Στη θάλασσα Στους λιμένες

 

Υπογραφή πλοίαρχου:

 

(1) Οι όροι που χρησιμοποιούνται στον πρότυπο πίνακα πρέπει να αναφέρονται στη γλώσσα ή τις γλώσσες εργασίας του πλοίου και στην αγγλική γλώσσα.

(2) Βλέπε κατωτέρω επιλεγμένα αποσπάσματα από τη σύμβαση αρίθ. 180 του ΔΓΕ και τη σύμβαση STCW.

(3) Διαγραφή ανάλογα με τα ισχύοντα.

(4) Για τις θέσεις/βαθμούς που απαριθμούνται επίσης στο έγγραφο για την ασφαλή επάνδρωση του πλοίου, η χρησιμοποιούμενη ορολογία πρέπει να είναι η ίδια με αυτή του συγκεκριμένου εγγράφου.

(5) Για το προσωπικό επιτήρησης, το τμήμα «σχόλια» μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αναγραφή του προβλεπόμενου αριθμού ωρών που διατίθενται για μη προγραμματισμένη εργασία και οι ώρες αυτές πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στην ανάλογη στήλη για τις συνολικές ώρες ημερήσιας εργασίας.

 

 

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΡΙΘ. 180 ΤΟΥ ΔΓΕ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ STCW

 

Σύμβαση αριθ. 180 του ΔΓΕ

 

Άρθρο 3

1. Τα όρια όσον αφορά τις ώρες εργασίας και ανάπαυσης έχουν ως εξής: α) ο μέγιστος αριθμός ωρών εργασίας δεν υπερβαίνει: i) τις 14 ώρες ανά εικοσιτετράωρο και ii) τις 72 ώρες ανά επταήμερο ή β) ο ελάχιστος αριθμός ωρών ανάπαυσης δεν είναι μικρότερος από: i) 10 ώρες ανά εικοσιτετράωρο και ii) 77 ώρες ανά επταήμερο.

2. Οι ώρες ανάπαυσης δεν μπορεί να μοιράζονται σε περισσότερες από 2 περιόδους, μία των οποίων θα είναι διάρκειας τουλάχιστον 6 ωρών και το διάστημα μεταξύ συναπτών περιόδων ανάπαυσης δεν θα υπερβαίνει τις 14 ώρες.

6. Ουδεμία διάταξη των παραγράφων 1 και 2 δεν αποτρέπει τα κράτη μέλη από τη θέσπιση εθνικών νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων ή διαδικασιών για την αρμοδία αρχή που επιτρέπουν ή καταγράφουν συλλογικές συμβάσεις οι οποίες καθιστούν δυνατές εξαιρέσεις από τα καθορισμένα όρια. Οι εν λόγω εξαιρέσεις ακολουθούν, κατά το δυνατόν, τους καθορισθέντες κανόνες αλλά μπορεί να προβλέπουν συχνότερες ή μεγαλύτερες περιόδους αδείας ή τη χορήγηση αντισταθμιστικής αδείας για ναυτικούς που ασκούν καθήκοντα επιτήρησης ή ναυτικούς που εργάζονται επί πλοίων που εκτελούν περιορισμένους πλόες.

 

Άρθρο 7

1. Ουδεμία διάταξη της σύμβασης δεν θεωρείται ότι περιορίζει το δικαίωμα του πλοίαρχου ενός πλοίου να απαιτεί από τους ναυτικούς να εργαστούν όσες ώρες κριθούν αναγκαίες για την άμεση ασφάλεια του πλοίου, προσώπων επί του πλοίου ή φορτίου, ή για σκοπό παροχής βοήθειας σε άλλα πλοία ή πρόσωπα που κινδυνεύουν στη θάλασσα.

3. Το συντομότερο εφικτό μετά την επαναφορά της κανονικής κατάστασης, ο πλοίαρχος εξασφαλίζει ότι όλοι οι ναυτικοί που εργάστηκαν στη διάρκεια προγραμματισμένης περιόδου ανάπαυσης τυγχάνουν επαρκούς περιόδου ανάπαυσης.

 

Σύμβαση STCW

Τμήμα Α-VIII/1 του κώδικα STCW (Υποχρεωτικό)1. Σε όλα τα πρόσωπα στα οποία ανατίθενται καθήκοντα αξιωματικού επιτήρησης χορηγείται ελαχίστη περίοδος ανάπαυσης 10 ωρών ανά εικοσιτετράωρο.

2. Οι ώρες ανάπαυσης δεν μπορεί να μοιράζονται σε περισσότερες από 2 περιόδους, μία των οποίων θα είναι διαρκείας τουλάχιστον 6 ωρών.

3. Οι προδιαγραφές των περιόδων ανάπαυσης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 μπορεί να μην τηρούνται σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης ή ασκήσεων ή υπό άλλες υπερισχύουσες επιχειρησιακές συνθήκες.

4. Παρά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, η ελαχίστη περίοδος των 10 ωρών μπορεί να μειωθεί σε τουλάχιστον 6 συναπτές ώρες υπό τον όρο ότι κάθε τέτοια μείωση δεν υπερβαίνει τις 2 ημέρες και ανά επταήμερο χορηγούνται τουλάχιστον 70 ώρες ανάπαυσης.

5. Οι διοικήσεις απαιτούν τα προγράμματα επιτήρησης να αναρτώνται σε ευπρόσιτα σημεία.

Τμήμα B-VIII/1 του κώδικα STCW (Προσανατολισμός)

3. Κατά την εφαρμογή του κανονισμού VIII/1 πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα:

1. οι διατάξεις που θεσπίζονται για την πρόληψη της κόπωσης πρέπει να εξασφαλίζουν ότι δεν επιτρέπονται υπερβολικές ή αδικαιολόγητες συνολικές ώρες εργασίας. Ειδικότερα, οι ελάχιστες περίοδοι ανάπαυσης που προσδιορίζονται στο τμήμα Α-VIII/1 δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως συνεπαγόμενες ότι όλες οι άλλες ώρες μπορεί να διατίθενται για την άσκηση καθηκόντων επιτήρησης ή άλλων καθηκόντων·

2. ότι η συχνότητα και η διάρκεια των περιόδων αδείας, καθώς και η χορήγηση αντισταθμιστικής αδείας, αποτελούν ουσιαστικούς παράγοντες για την πρόληψη της διαρκούς κόπωσης·

3. η διάταξη μπορεί να διαφοροποιηθεί για πλοία που εκτελούν περιορισμένους πλόες υπό τον όρο ότι εφαρμόζονται ειδικές ρυθμίσεις ασφαλείας.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(άρθρο 8(1)(α)(iii))

ΠΡΟΤΥΠΟ ΣΧΗΜΑ ΜΗΤΡΩΟΥ ΤΟΝ ΩΡΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΩΡΩΝ ΑΝΑΠΑΥΣΗΣ ΤΩΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΠΛΟΙΟΥ (1)

 

(1)Ονομασία του πλοίου: ____________ αριθμός ΔΝΟ (εάν υπάρχει): _________ Σημαία του πλοίου: _________________

Ναυτικός (πλήρες ονοματεπώνυμο): ____________________________________ θέση/βαθμός: ____________________

Μήνας και έτος: ________________ Φύλακας(2): ναι όχι

Μητρώο των ωρών εργασίας/ανάπαυσης (3)

 

Σημειώστε με «Χ» ή με συνεχή γραμμή ή με βέλος τις περιόδους εργασίας και ανάπαυσης συμφωνά με τα ισχύοντα.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΤΕ ΤΟΝ ΠΙΝΑΚΑ ΣΤΗΝ ΟΠΙΣΘΙΑ ΟΨΗ

 

Στο συγκεκριμένο πλοίο εφαρμόζονται οι ακόλουθες εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές διατάξεις ή/καί συλλογικές συμβάσεις που διέπουν τους περιορισμούς σχετικά με τις ώρες εργασίας και τις ελάχιστες περιόδους ανάπαυσης: _____________

Αποδέχομαι ότι το παρόν μητρώο απεικονίζει επακριβώς τις ώρες εργασίας και ανάπαυσης του συγκεκριμένου ναυτικού.

Ονοματεπώνυμο του πλοίαρχου ή του εξουσιοδοτημένου από τον πλοίαρχο προσώπου για την υπογραφή του παρόντος μητρώου: ___________________________________________________

Υπογραφή πλοίαρχου ή εξουσιοδοτημένου προσώπου: ___________________ Υπογραφή ναυτικού: ____________________

Αντίγραφο του παρόντος μητρώου χορηγείται στο ναυτικό.

Το παρόν έντυπο υπόκειται σε εξέταση και προσυπογραφή συμφωνά με

τις ισχύουσες διαδικασίες

* _____________________ (ονομασία της αρμοδίας αρχής)

 

___________

(1) Οι όροι που χρησιμοποιούνται στο συγκεκριμένο πρότυπο πίνακα πρέπει να αναφέρονται στη γλώσσα ή τις γλώσσες εργασίας του πλοίου και στην αγγλική γλώσσα.

(2) Έλεγχος κατά περίπτωση.

(3) Διαγραφή κατά περίπτωση.

 

 

 

 

 

(1) Να συμπληρωθεί και να χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζει η αρμόδια αρχή κατ’ εφαρμογή των σχετικών απαιτήσεων της σύμβασης για τις ώρες εργασίας των ναυτικών και την επάνδρωση των πλοίων του 1966 (σύμβαση αριθ. 180).

(2) Μπορούν να καταστούν αναγκαίοι συμπληρωματικοί υπολογισμοί ή έλεγχοι ώστε να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με τις σχετικές απαιτήσεις της σύμβασης για τις ώρες εργασίας των ναυτικών και την επάνδρωση των πλοίων του 1966 (σύμβαση αριθ. 180) και της αναθεωρημένης διεθνούς σύμβασης περί προτύπων εκπαιδεύσεως, εκδόσεως πιστοποιητικών και τηρήσεως φυλακών των ναυτικών (σύμβαση STCW) του 1978

 

11ι(ζ)/ΕΕ/ΔΛ20020805/33οργ.χρόνου.εργ.ναυτικών/ΣΠ