Προοίμιο

Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο -

«Οδηγία 2000/79/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για την εκτέλεση της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας για την Οργάνωση του Χρόνου Εργασίας του Ιπτάμενου Προσωπικού της Πολιτικής Αεροπορίας που συνήφθη από την Ένωση Ευρωπαϊκών Αεροπορικών Εταιρειών (Α.Ε.Α.), την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εργαζομένων στις Μεταφορές (ETF), την Ευρωπαϊκή Ένωση Προσωπικού Θαλάμων Διακυβέρνησης Αεροσκαφών (ECA), την Ευρωπαϊκή Ένωση Αερομεταφορών των Περιφερειών της Ευρώπης (ERA) και τη Διεθνή Ένωση για τις Ναυλωμένες Πτήσεις (IACA)» (ΕΕ L 302 της 1/12/2000, σελ. 57).

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Οργάνωσης του Χρόνου Εργασίας του Ιπτάμενου Προσωπικού της Πολιτικής Αεροπορίας Νόμος του 2004.

Ερμηνεία

2. Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

«αρμόδια αρχή» σημαίνει το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων·

«ιπτάμενο προσωπικό της πολιτικής αεροπορίας» σημαίνει τα μέλη του πληρώματος επιβατικού αεροσκάφους που είναι υπάλληλοι επιχείρησης εγκατεστημένης στη Δημοκρατία·

«νυχτερινή εργασία» σημαίνει την εργασία που εκτελείται μεταξύ των ωρών 01.00 και 06.59·

«συνολικός χρόνος πτήσης» σημαίνει το χρόνο μεταξύ της ώρας κατά την οποία το αεροσκάφος εγκαταλείπει τη θέση στάθμευσης με σκοπό την απογείωση έως την ώρα κατά την οποία σταματά στην καθορισμένη θέση στάθμευσης, αφού σταματήσουν όλες οι μηχανές του·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·

«χρόνος εργασίας» σημαίνει κάθε περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία του, στη διάθεση του εργοδότη και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντα του, σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία ή πρακτική.

Σκοπός

3. Ο παρών Νόμος καθορίζει τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας του ιπτάμενου προσωπικού της πολιτικής αεροπορίας.

Ετήσια άδεια

4.-(1) Το ιπτάμενο προσωπικό της πολιτικής αεροπορίας δικαιούται ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους απόκτησης δικαιώματος και χορήγησης τέτοιας άδειας που προβλέπονται στους περί Ετησίων Αδειών Μετ’ Απολαβών Νόμους του 1967 μέχρι (Αρ. 3) του 2002.

(2) Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών δεν αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η σχέση εργασίας λήγει.

Ιατρική εξέταση - Μεταφορά των εργαζομένων τη νύχτα σε θέση ημερήσιας εργασίας

5.-(1) Το ιπτάμενο προσωπικό της πολιτικής αεροπορίας υφίσταται δωρεάν ιατρική εξέταση πριν προσληφθεί και στη συνέχεια κατά τακτά χρονικά διαστήματα.

(2) Το ιπτάμενο προσωπικό της πολιτικής αεροπορίας που έχει προβλήματα υγείας που αποδεδειγμένα οφείλονται στη νυκτερινή εργασία μεταφέρεται, εφόσον είναι δυνατό, σε πτήσεις ημέρας ή σε εργασία εδάφους, για την οποία είναι κατάλληλο.

(3) Η δωρεάν ιατρική εξέταση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) καλύπτεται από το ιατρικό απόρρητο.

(4) Η δωρεάν ιατρική εξέταση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) διεξάγεται στα πλαίσια των περί Γενικού Συστήματος Υγείας Νόμων του 2001 και 2002 και σε περίπτωση που δεν καλύπτεται από τους εν λόγω Νόμους, η δωρεάν ιατρική εξέταση διασφαλίζεται από τον εργοδότη.

Προστασία της ασφάλειας και υγείας

6.-(1) Ο εργοδότης οφείλει να παρέχει στο ιπτάμενο προσωπικό της πολιτικής αεροπορίας προστασία όσον αφορά την ασφάλεια και την υγεία του, ανάλογη με τη φύση της εργασίας του.

(2) Οι κατάλληλες υπηρεσίες και μέσα προστασίας και πρόληψης όσον αφορά την ασφάλεια και την υγεία του ιπτάμενου προσωπικού της πολιτικής αεροπορίας διατίθενται ανά πάσα στιγμή από τον εργοδότη.

Ρυθμός εργασίας

7. Ο εργοδότης λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα έτσι ώστε να οργανώνει την εργασία σύμφωνα με ένα ορισμένο ρυθμό και να λαμβάνει υπόψη τη γενική αρχή της προσαρμογής της εργασίας στον εργαζόμενο.

Πληροφόρηση αρμόδιας αρχής για τους ρυθμούς εργασίας

8.-(1) Πρέπει να παρέχονται στην αρμόδια αρχή, εφόσον το ζητήσει δυνάμει του εδαφίου (2), πληροφορίες σχετικά με τους συγκεκριμένους ρυθμούς εργασίας του ιπτάμενου προσωπικού της πολιτικής αεροπορίας.

(2) Η αρμόδια αρχή έχει εξουσία να ζητεί πληροφορίες από τον εργοδότη σχετικά με τους συγκεκριμένους ρυθμούς εργασίας του ιπτάμενου προσωπικού της πολιτικής αεροπορίας και οφείλει να τις κοινοποιεί στον Υπουργό.

Χρόνος εργασίας

9.-(1) Ο χρόνος εργασίας τελεί υπό την επιφύλαξη κάθε μεταγενέστερης ισχύουσας στη Δημοκρατία πράξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σχετικά με τους περιορισμούς του χρόνου πτήσης και υπηρεσίας και τις απαιτήσεις ανάπαυσης και σε συνδυασμό με την οικεία εθνική νομοθεσία, η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε κάθε σχετικό θέμα.

(2) Ο μέγιστος ετήσιος χρόνος εργασίας, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων περιόδων επιφυλακής για την ανάληψη εργασίας, όπως καθορίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία, ανέρχεται σε 2000 ώρες, από τις οποίες ο συνολικός χρόνος πτήσεων περιορίζεται σε 900 ώρες.

Δικαίωμα ορισμένων ελεύθερων ημερών από οποιαδήποτε υπηρεσία ή επιφυλακή

10. Χωρίς επηρεασμό του άρθρου 4, το ιπτάμενο προσωπικό της πολιτικής αεροπορίας δικαιούται ορισμένων ημερών ελεύθερων από οιαδήποτε υπηρεσία ή επιφυλακή οι οποίες γνωστοποιούνται εκ των προτέρων ως εξής:

(α) Eφτά τουλάχιστον ημέρες στη Δημοκρατία ανά ημερολογιακό μήνα, στις οποίες μπορεί να συμπεριλαμβάνεται κάθε περίοδος ανάπαυσης που προβλέπεται στο άρθρο 4·

(β) ενενήντα έξι τουλάχιστον ημέρες στη Δημοκρατία ανά ημερολογιακό έτος, στις οποίες μπορεί να συμπεριλαμβάνεται κάθε περίοδος ανάπαυσης που προβλέπεται στο άρθρο 4.

Αρμόδιο Δικαστήριο

11. Αρμόδιο Δικαστήριο για επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς αστικής φύσεως, που προκύπτει από την εφαρμογή ή την ερμηνεία του παρόντος Νόμου, είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.

Αδικήματα και ποινές

12. Κάθε εργοδότης, ο οποίος παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, διαπράττει αδίκημα και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης μέχρι ένα χρόνο ή σε χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδες λίρες ή και στις δύο ποινές μαζί.

Επιθεωρητές ή άλλοι λειτουργοί

13.-(1) Ο Υπουργός δύναται με γνωστοποίηση του, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να ορίζει, σε συνεννόηση με την αρμόδια αρχή, επιθεωρητές ή/και λειτουργούς, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, για την καλύτερη εφαρμογή του παρόντος Νόμου.

(2) Οι εν λόγω επιθεωρητές ή/και λειτουργοί ασκούν τις εξουσίες και εκτελούν τα καθήκοντα που καθορίζονται σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 15.

Κύριο έργο του επιθεωρητή

13Α. Επιθεωρητής, που διορίζεται δυνάμει του άρθρου 13, έχει ως έργο κυρίως –

(α) Την εξασφάλιση της πλήρους και αποτελεσματικής εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είτε με τη διεξαγωγή αυτεπάγγελτης έρευνας για τον έλεγχο της εφαρμογής του, είτε με την εξέταση παραπόνων που του υποβάλλονται για διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου αυτού˙

(β) την παροχή πληροφοριών, συμβουλών και υποδείξεων προς τους εργοδότες και τους εργοδοτουμένους, σχετικά με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τηρήσεως των διατάξεων του παρόντος Νόμου˙

(γ) την αναφορά προς τον Υπουργό, προβλημάτων που δημιουργούνται κατά την εφαρμογή του παρόντος Νόμου και την υποβολή προτάσεων σχετικά με μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση τους.

Εξουσίες του επιθεωρητή

13Β.-(1) Κάθε επιθεωρητής, για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος Νόμου, δύναται -

(α) Να εισέρχεται, με την επίδειξη της ταυτότητάς του, ελεύθερα και χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας, σε οποιοδήποτε χώρο απασχόλησης, εκτός από οικιακά υποστατικά:

Νοείται ότι η είσοδος σε οικιακά υποστατικά μπορεί να γίνεται, αφού εξασφαλιστεί η συγκατάθεση του κατόχου τους·

(β) να συνοδεύεται από αστυνομικό, αν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι θα παρεμποδιστεί στην άσκηση των εξουσιών του ή στην εκτέλεση των καθηκόντων του, οπόταν η Αστυνομία έχει υποχρέωση να διαθέτει έναν ή περισσότερους αστυνομικούς να το συνοδεύουν·

(γ) να συνοδεύεται από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ήθελε κρίνει αναγκαίο·

(δ) να προβαίνει σε ελέγχους, επιθεωρήσεις, έρευνες, ανακρίσεις ή εξετάσεις, όπως θεωρεί αναγκαίο, για τη διαπίστωση της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και ιδίως –

(i) να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο, για το οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι μπορεί να παράσχει πληροφορίες ή διευκρινίσεις σχετιζόμενες με οποιαδήποτε επιθεώρηση που αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου, να απαντά σε σχετικές ερωτήσεις, μόνο του ή στην παρουσία οποιουδήποτε άλλου προσώπου, την οποία μπορεί ο επιθεωρητής να απαιτήσει ή να επιτρέψει, καθώς και να απαιτεί από το πρόσωπο αυτό να υπογράφει δήλωση ότι οι απαντήσεις του είναι αληθείς·

(ii) να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο στο χώρο εργασίας να του παρέχει, για θέματα τα οποία είναι υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη του προσώπου αυτού, τις διευκολύνσεις και τη βοήθεια που είναι αναγκαίες για την ενάσκηση από τον ίδιο οποιασδήποτε από τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του παρόντος άρθρου·

(iii) να ζητεί τη συνδρομή οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας ή αρχής, η οποία και υποχρεούται να του την παράσχει.

(2) Κατά τη διάρκεια της, κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, επίσκεψής του για επιθεώρηση, ο επιθεωρητής θα ενημερώνει τον εργοδότη ή εκπρόσωπό του για την παρουσία του, εκτός εάν θεωρεί ότι αυτό θα επηρεάσει δυσμενώς την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Ενέργειες του επιθεωρητή σε περίπτωση υποβολής παραπόνου

13Γ.-(1) Ο επιθεωρητής μπορεί να δέχεται παράπονα σχετικά με διαφορά που πιθανόν να προκύψει από την εφαρμογή του παρόντος Νόμου από οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρεί ότι θίγεται από τη διαφορά αυτή, καθώς και, για λογαριασμό τέτοιου προσώπου και, αμέσως μόλις του υποβληθεί τέτοιο παράπονο, ακολουθεί τη διαδικασία που προνοείται στα εδάφια (2), (3) και (4), με την προϋπόθεση ότι η υπόθεση δεν έχει προσαχθεί σε  δικαστήριο.

(2) Ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο Νόμος, ο επιθεωρητής ερευνά με κάθε πρόσφορο τρόπο το παράπονο που του έχει υποβληθεί, και ιδίως καλεί το πρόσωπο κατά του οποίου γίνεται το παράπονο, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο που έχει αρμοδιότητα ή ευθύνη γι' αυτό, να παράσχει πληροφορίες, διευκρινίσεις ή οποιοδήποτε στοιχείο κατέχει ή είναι υπό τον έλεγχό του, που εξυπηρετούν ή διευκολύνουν τη διερεύνηση του παραπόνου και επιχειρεί να διευθετήσει τη διαφορά.

(3) Εάν επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς σύμφωνα με το εδάφιο (2), ο επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό διευθέτησης της διαφοράς, το οποίο υπογράφεται και από τα δύο μέρη.

(4) Εάν δεν επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς σύμφωνα με το εδάφιο (2), ο επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό, στο οποίο αναγράφει όλες τις ενέργειες και διαπιστώσεις του, το οποίο πρέπει να κοινοποιεί άμεσα στα δύο μέρη, και το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών σε διαδικασία ενώπιόν του.

(5) Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου από την ημέρα της υποβολής του κατά το εδάφιο (1), παραπόνου, μέχρι την ημέρα που συντάχθηκε το προβλεπόμενο στο εδάφιο (4) πρακτικό, διακόπτεται η τυχόν ισχύουσα προθεσμία προσφυγής στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών του προσώπου που έχει υποβάλει ή για λογαριασμό του οποίου υποβλήθηκε το παράπονο, καθώς και η περίοδος παραγραφής της απαίτησής του.

Καθήκον για παροχή πληροφοριών στον επιθεωρητή

13Δ.-(1) Κάθε εργοδότης ή αντιπρόσωπός του και κάθε εργοδοτούμενος στον εργοδότη αυτό πρέπει, όταν το απαιτεί ο επιθεωρητής, να δίνει σ’ αυτόν κάθε πληροφορία, βιβλίο, αρχείο, πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο έχει στην κατοχή του σχετικά με τα ρυθμιζόμενα στον παρόντα Νόμο θέματα.

(2) Ο εργοδότης, οι αντιπρόσωποί του ή οι εργοδοτούμενοι σ’ αυτόν πρέπει γενικά να παρέχουν τα μέσα που απαιτούνται από τον επιθεωρητή, τα οποία είναι απαραίτητα για την είσοδο, επιθεώρηση, εξέταση, έρευνα ή άλλη άσκηση εξουσίας δυνάμει του παρόντος Νόμου σχετικά με την επιχείρηση του εργοδότη αυτού.

Υποχρέωση του επιθεωρητή για εχεμύθεια

13Ε.-(1) Ο επιθεωρητής οφείλει να θεωρεί και να χειρίζεται ως απόρρητο κάθε ζήτημα και κάθε πληροφορία γραπτή ή προφορική, που περιήλθε σε γνώση του κατά τη διεκπεραίωση του έργου του, και δεν αποκαλύπτει ή μεταδίδει οποιοδήποτε τέτοιο ζήτημα ή πληροφορία.

(2) Σε περίπτωση που οποιοσδήποτε επιθεωρητής ενεργεί κατά παράβαση της υποχρέωσης για εχεμύθεια, όπως καθορίζεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, τότε ο επιθεωρητής υπέχει αστική ευθύνη κατ΄ εφαρμογήν των προνοιών του Άρθρου 70 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.

 

Αδικήματα και ποινές λόγω παρεμπόδισης του επιθεωρητή κατά την άσκηση των καθηκόντων του

13ΣΤ.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), όποιος -

(α) Παρεμποδίζει επιθεωρητή κατά την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας που παρέχεται σ΄αυτόν από το Νόμο˙
(β) αρνείται να απαντήσει ή απαντά ψευδώς σε οποιαδήποτε έρευνα, για την οποία παρέχεται εξουσία από το Νόμο˙

(γ) παραλείπει να παρουσιάσει οποιοδήποτε αρχείο, πιστοποιητικό, βιβλίο, ή άλλο έγγραφο ή στοιχείο που απαιτείται να παρουσιάσει σύμφωνα με το Νόμο˙

(δ) παρεμποδίζει, ή αποπειράται να παρεμποδίσει οποιοδήποτε πρόσωπο από του να παρουσιαστεί ενώπιον επιθεωρητή ή να εξεταστεί από αυτόν,

είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τρεις (3) μήνες ή με χρηματική ποινή μέχρι τρεις χιλιάδες λίρες (ΛΚ3.000,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(2) Αν τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου αδικήματα διαπράττονται από νομικό πρόσωπο ή οργανισμό, ένοχοι θα είναι ο διευθύνων σύμβουλος, πρόεδρος, διευθυντής, γραμματέας ή άλλος παρόμοιος αξιωματούχος του νομικού προσώπου ή οργανισμού, εφόσον αποδειχθεί ότι το αδίκημα έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, σύμπραξη ή ανοχή του, ο οποίος θα τιμωρείται κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, καθώς και το νομικό πρόσωπο ή ο οργανισμός, που θα τιμωρείται μόνο με τη χρηματική ποινή που προβλέπεται από το εδάφιο αυτό.

Ευνοϊκότερες ρυθμίσεις

14. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου καθορίζουν το ελάχιστο των δικαιωμάτων των εργαζομένων και σε καμιά περίπτωση δεν επηρεάζουν ευνοϊκότερους όρους εργασίας, δυνάμει νομοθεσίας, συλλογικών συμβάσεων ή άλλως πως.

Κανονισμοί

15. [Διαγράφηκε]