ΜΕΡΟΣ VI ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΝΟΜΟ ΚΑΙ ΛΗΨΗΣ ΤΩΝ ΕΝΔΕΔΕΙΓΜΕΝΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Εξουσίες επιθεωρητών

27.-(1)(α) Οι εξουσίες που χορηγούνται από το παρόν άρθρο, αναφορικά με την επιθεώρηση πλοίου, χορηγούνται σε -

(i) οποιοδήποτε επιθεωρητή ο οποίος διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 3(2)(α) των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμων του 1963 μέχρι 2003, και

(ii) οποιοδήποτε επόπτη πλοίων ο οποίος διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 3(2)(β) των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμων του 1963 μέχρι 2003.

(β) Για τους σκοπούς της παραγράφoυ (α),το άρθρο 3(2) των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμων του 1963 μέχρι 2003 εφαρμόζεται ως εάν η φράση «δια τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και του Κώδικος», η οποία περιέχεται σε έκαστη των παραγράφων (α) και (β) του εν λόγω άρθρου, είχε αντικατασταθεί από τη φράση «δια τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, του Κώδικος και του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Κοινοτικό Σύστημα Παρακολούθησης και Ενημέρωσης Σχετικά με την Κυκλοφορία Πλοίων) Νόμου του 2004».

(2) Με σκοπό την διακρίβωση της εκπλήρωσης οποιασδήποτε υποχρέωσης ή εξουσίας, που απορρέει είτε από το Μέρος ΙΙ, ΙΙΙ ή IV είτε από κανονισμούς ή διατάγματα, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, κάθε επιθεωρητής έχει εξουσία σε κάθε εύλογο χρόνο (ή, σε περίπτωση η οποία κατά την εύλογη κρίση του ενέχει κίνδυνο, σε οποιοδήποτε χρόνο)-

(α) να εισέρχεται, επιθεωρεί, ερευνά και διενεργεί έλεγχο σε οποιοδήποτε υποστατικό ή άλλο χώρο, εκτός από κατοικία, στον οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι είναι εγκατεστημένος οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους:

(i) εταιρεία,

(ii) έχων την εκμετάλλευση πλοίου,

(iii) πράκτορας,

(iv) φορτωτής,

(v) ιδιοκτήτης ρυπογόνων ή επικίνδυνων αγαθών· και

(β) να ανακόπτει, εισέρχεται, επιθεωρεί και διενεργεί έλεγχο σε οποιοδήποτε πλοίο, είτε αυτό ναυλοχεί είτε είναι εν πλω, και να παρέχει οποιαδήποτε κατά την κρίση του αναγκαία βοήθεια στον πλοίαρχο· και

(γ) να εξετάζει οποιαδήποτε στοιχεία, καταχωρημένα σε μηχανικό, ηλεκτρικό ή ηλεκτρονικό σύστημα δεδομένων, και οποιαδήποτε βιβλία και έγγραφα, τα οποία βρίσκονται είτε σε υποστατικό ή άλλο χώρο είτε σε πλοίο, στο οποίο έχει εξουσία να εισέρχεται δυνάμει των παραγράφων (α) και (β), για τα οποία έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι περιέχουν πληροφορία ή καταχώρηση σε σχέση με οποιαδήποτε υποχρέωση που απορρέει όπως προαναφέρεται, να τα αντιγράφει και φωτοτυπεί, και να παίρνει αντίγραφα, φωτοτυπίες και αποσπάσματά τους, υπό την προϋπόθεση, όσον αφορά τα αποσπάσματα, ότι έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι τα αποσπάσματα αυτά ενδεχομένως να χρειαστούν για αποδεικτικούς σκοπούς σε ποινική διαδικασία αναφορικά με οποιαδήποτε παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης είτε με τον παρόντα Νόμο είτε με τους κανονισμούς ή τα διατάγματα, που εκδίδονται δυνάμει αυτού· και

(δ) να εισέρχεται είτε σε υποστατικό ή άλλο χώρο (εξαιρουμένων των κατοικιών) είτε σε πλοίο -

(i) συνοδευόμενος από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, του οποίου την παρουσία κρίνει αναγκαία για οποιοδήποτε σκοπό για τον οποίο ασκεί εξουσία δυνάμει του παρόντος εδαφίου ή του εδαφίου (3), και

(ii) φέροντας μαζί του οποιοδήποτε εξοπλισμό ή υλικά, που κρίνει αναγκαία για οποιοδήποτε σκοπό για τον οποίο ασκεί εξουσία δυνάμει του παρόντος εδαφίου ή του εδαφίου (3).

(3) Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου, ο πλοίαρχος τέτοιου πλοίου, οποιαδήποτε εταιρεία, πράκτορας, φορτωτής και ιδιοκτήτης ρυπογόνων ή επικίνδυνων αγαθών έχουν έκαστος υποχρέωση να παρέχουν στον επιθεωρητή, εφόσον ο τελευταίος εύλογα το απαιτεί-

(α) οποιαδήποτε διευκόλυνση, και

(β) οποιαδήποτε πληροφορία, και

(γ) υπογεγραμμένη δήλωση περί του αληθούς των πληροφοριών που παρέχουν στον επιθεωρητή,

ο δε επιθεωρητής έχει εξουσία να απαιτεί και να λαμβάνει τέτοια διευκόλυνση, πληροφορία και δήλωση.

(4) Κάθε επιθεωρητής επιδεικνύει, εφόσον του ζητηθεί, πριν και κατά την άσκηση οποιασδήποτε από τις εξουσίες που του χορηγούνται δυνάμει των εδαφίων (2) και (3), το δελτίο ταυτότητάς του το οποίο εκδίδεται από τον Υπουργό σύμφωνα με τους περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Δελτία Ταυτότητας Επιθεωρητών Πλοίων και Εποπτών Πλοίων) Κανονισμούς του 2000, όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.

(5) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο-

(α) στο οποίο το εδάφιο (3) επιβάλλει υποχρέωση και το οποίο αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τέτοια υποχρέωση, ή

(β) χωρίς επηρεασμό της γενικότητας της παραγράφου (α), το οποίο αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, ή παρέχει σε επιθεωρητή ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, ή αρνείται ή παραλείπει να παράσχει σε επιθεωρητή πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, την οποία πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο επιθεωρητής απαιτεί κατά την άσκηση των εξουσιών που του χορηγεί το παρόν άρθρο,

και υπόκειται -

(αα) σε περίπτωση πρώτου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 2 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές·

(ββ) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 4 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(6) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (5) -

(α) αναφορικά με την άρνηση ή παράλειψη συμμόρφωσης με υποχρέωση που επιβάλλεται βάσει του εδαφίου (3), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι είχε εύλογη αιτία για την εν λόγω άρνηση ή παράλειψη·

(β) αναφορικά με την παροχή ψευδούς, ελλιπούς, ανακριβούς ή παραπλανητικής πληροφορίας, δήλωσης, στοιχείου, βιβλίου ή εγγράφου, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο ήταν ψευδές, ελλιπές, ανακριβές ή παραπλανητικό.

Διαδικασία λήψης δεσμευτικών μέτρων από την Αρμόδια Αρχή

28.-(1) Σε περίπτωση που ο παρών Νόμος ή οι εκδιδόμενοι δυνάμει αυτού κανονισμοί προβλέπουν ότι η Αρμόδια Αρχή ασκεί εξουσία κατά τα διαλαμβανόμενα στο παρόν άρθρο, η Αρμόδια Αρχή ασκεί την εξουσία δια γραπτής οδηγίας την οποια διαβιβάζει δια χειρός ή μέσω τέλεξ, τηλεμοιοτύπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον πλοίαρχο του πλοίου το οποίο αφορά η άσκηση της εξουσίας.

(2) ΄Εκαστη οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (1) καθίσταται εκτελεστή με την διαβίβασή της στον πλοίαρχο του πλοίου το οποίο αφορά, και ισχύει μέχρις ότου είτε ανακληθεί από τη Αρμόδια Αρχή κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (8) είτε ακυρωθεί, τροποποιηθεί ή αντικατασταθεί στα πλαίσια είτε ένστασης είτε προσφυγής ενώπιον του Υπουργού είτε δικαστικής προσφυγής.

(3) Σε κάθε οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (1), η Αρμόδια Αρχή -

(α) καθορίζει επαρκώς, δεόντως και σαφώς τους λόγους για τους οποίους ασκεί την εξουσία, και ιδίως -

(i) τα αποτελέσματα της επιθεώρησης που έχει τυχόν διενεργηθεί και στα οποία βασίζονται οι λόγοι άσκησης της εξουσίας, και

(ii) τα κατά την κρίση της εύλογα διορθωτικά μέτρα τα οποία τυχόν πρέπει να ληφθούν για άρση των λόγων για τους οποίους ασκεί την εξουσία· και

(β) πληροφορεί τον πλοίαρχο, στον οποίο η οδηγία διαβιβάζεται -

(i) περί του καθοριζόμενου στο εδάφιο (5) δικαιώματος ένστασης του πλοιάρχου, του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου το οποίο αφορά η οδηγία και του εντός της Δημοκρατίας αντιπροσώπου του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου, και

(ii) περί του δικαιώματος του πλοιάρχου, του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου το οποίο αφορά η οδηγία και του εντός της Δημοκρατίας αντιπροσώπου του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου να προσβάλουν την οδηγία -

(Α) με προσφυγή στον Υπουργό κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 31, και

(Β) με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, και

(iii) περί των προθεσμιών εντός των οποίων δύνανται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα, οι οποίες προθεσμίες καθορίζονται στο άρθρο 31 του παρόντος Νόμου και το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, αντίστοιχα.

(4) Η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία να διατάζει, δια της αναφερόμενης στο εδάφιο (1) οδηγίας της, όπως το πλοίο το οποίο αφορά η οδηγία -

(α) παραμείνει σε συγκεκριμένο χώρο, ή

(β) μετακινηθεί σε συγκεκριμένο χώρο και παραμείνει εκεί.

(5)(α) Ο πλοίαρχος πλοίου το οποίο αφορά αναφερόμενη στο εδάφιο (1) οδηγία, ο έχων την εκμετάλλευση τέτοιου πλοίου και ο εντός της Δημοκρατίας αντιπρόσωπος του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου, έχουν έκαστος το δικαίωμα να προσβάλουν την εν λόγω οδηγία με ένσταση ενώπιον της Αρμόδιας Αρχής, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 7 ημερών από την διαβίβαση στον πλοίαρχο της εν λόγω οδηγίας.

(β) Η κατά την παράγραφο (α) υποβολή ένστασης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβληθείσας οδηγίας.

(γ) Σε περίπτωση υποβολής ένστασης δυνάμει της παραγράφου (α), η Αρμόδια Αρχή την εξετάζει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, δυνάμενη κατά την κρίση της να ακούσει τον ενιστάμενο ή να δώσει σε αυτόν την ευκαιρία να υποστηρίξει γραπτώς τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η ένσταση.

(δ) Η Αρμόδια Αρχή, εντός προθεσμίας 3 ημερών από την υποβολή της ένστασης, εκδίδει και διαβιβάζει γραπτώς στον ενιστάμενο την απόφασή της επί της ένστασης, δια της οποίας απόφασης-

(i) αποδέχεται εν όλω ή αποδέχεται εν μέρει ή απορρίπτει την ένσταση, και

(ii) κατά περίπτωση, ακυρώνει ή τροποποιεί ή επικυρώνει ή αντικαθιστά την προσβαλλόμενη οδηγία.

Η απόφαση της Αρμόδιας Αρχής επί της ένστασης καθίσταται εκτελεστή με την διαβίβασή της στον ενιστάμενο.

(ε) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή υιοθετεί εν μέρει ή απορρίπτει ένσταση που της υποβάλλεται δυνάμει της παραγράφου (α), στην απόφασή της επί της ένστασης εκθέτει επαρκώς, δεόντως και σαφώς τους λόγους στους οποίους αυτή βασίζεται, και πληροφορεί τον ενιστάμενο-

(i) περί του δικαιώματός του να προσβάλει την απόφαση της Αρμόδιας Αρχής -

(Α) με προσφυγή στον Υπουργό κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 31, και

(Β) με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, και

(ii) περί των προθεσμιών εντός των οποίων δύνανται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα, οι οποίες προθεσμίες καθορίζονται στο άρθρο 31 του παρόντος Νόμου και το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, αντίστοιχα.

(6) ΄Εκαστος εκ των πλοιάρχου πλοίου, το οποίο αφορά αναφερόμενη στο εδάφιο (1) οδηγία ή εκτελεστή απόφαση της Αρμόδιας Αρχής που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (5)(ε), και του έχοντα την εκμετάλλευση τέτοιου πλοίου υποχρεούται κατά την περίοδο ισχύος της οδηγίας να συμμορφούται με αυτή και να προβαίνει σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες για άρση των λόγων για τους οποίους η Αρμόδια Αρχή άσκησε εξουσία δια της έκδοσης της οδηγίας, εκτός σε περίπτωση που ο πλοίαρχος ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 21(3)(β).

(7)(α) Σε περίπτωση που πλοίαρχος πλοίου, στον οποίο διαβιβάστηκε αναφερόμενη στο εδάφιο (1) οδηγία, ισχυρίζεται στην Αρμόδια Αρχή ότι έχει ενεργήσει σύμφωνα με το εδάφιο (6), η Αρμόδια Αρχή, εάν το κρίνει σκόπιμο, διασφαλίζει τη κατά το συντομότερο δυνατό διενέργεια επιθεώρησης επί του πλοίου, προς διαπίστωση της άρσης των λόγων για τους οποίους η Αρμόδια Αρχή άσκησε εξουσία δια της έκδοσης της οδηγίας.

(β) Οι δαπάνες κάθε επιθεώρησης που διενεργείται κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο (α) βαρύνουν τον έχοντα την εκμετάλλευση του επιθεωρούμενου πλοίου.

(8) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή ικανοποιηθεί ότι εξέλειπαν οι λόγοι για τους οποίους άσκησε εξουσία δια αναφερόμενης στο εδάφιο (1) οδηγίας, ανακαλεί την οδηγία δια γραπτής απόφασής της την οποία διαβιβάζει δια χειρός ή μέσω τέλεξ, τηλειομοιότυπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον πλοίαρχο του πλοίου, το οποίο αφορούσε η ανακληθείσα οδηγία.

(9) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο που αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με υποχρέωση που του επιβάλλει το εδάφιο (6) και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 5 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(10) Διαπράττει το καθοριζόμενο ποινικό αδίκημα στο εδάφιο (9) και υπόκειται στις καθοριζόμενες στο ίδιο εδάφιο ποινές οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, εν γνώσει του, συμπράττει ή συντρέχει στην τέλεση του προαναφερόμενου ποινικού αδικήματος.

(11) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο -

(α) υποβάλλει ένσταση, δυνάμει του εδαφίου (5)(α), η οποία περιέχει ψευδή, ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία, ή

(β) υποβάλλει πληροφορία, βάσει του εδαφίου (5)(γ), η οποία είναι ψευδής, ανακριβής ή παραπλανητική,

και υπόκειται -

(αα) σε περίπτωση πρώτου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 2 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές, ή

(ββ) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 4 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(12) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (9) ή (10), αναφορικά με οδηγία περί απαγόρευσης απόπλου ή κατάπλου όπως αναφέρεται στο άρθρο 21(1)(α)(ii), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι ο πλοίαρχος, στον οποίο διαβιβάστηκε η οδηγία, ενήργησε σύμφωνα με το άρθρο 21(3)(β).

(13) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (11), αναφορικά με την παροχή ψευδούς, ανακριβούς ή παραπλανητικής πληροφορίας ή στοιχείων, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία ή τα στοιχεία με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία ή στοιχεία ήταν ψευδή, ανακριβή ή παραπλανητικά.

Αδικαιολόγητη καθυστέρηση πλοίου

29.-(1) Κατά την άσκηση εξουσίας και την εκτέλεση καθήκοντος -

(α) από επιθεωρητή βάσει του άρθρου 27,

(β) από την Αρμόδια Αρχή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 28,

έκαστος εκ των προαναφερόμενων καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη απαγόρευση απόπλου ή καθυστέρηση πλοίου.

(2)(α) Σε περίπτωση αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης πλοίου, ο έχων την εκμετάλλευση του ούτως επηρεαζόμενου πλοίου δικαιούται αποζημίωση βάσει του ΄Αρθρου 172 του Συντάγματος για τις τυχόν απώλειες ή ζημιές που έχει υποστεί.

(β) Σε περίπτωση που προβάλλεται ο ισχυρισμός της αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης πλοίου, το βάρος της απόδειξης φέρει ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου, ο οποίος προβάλλει τον ισχυρισμό.

Διοικητικό πρόστιμο

30.-(1)(α) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (β), σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή έχει εύλογη αιτία να πιστεύει, βάσει των αποτελεσμάτων επιθεώρησης που διενεργήθηκε δυνάμει του άρθρου 27, ότι ο έχων την εκμετάλλευση κυπριακού πλοίου ή ο πλοίαρχος τέτοιου πλοίου δεν εκπληρώνει οποιαδήποτε υποχρέωση την οποία του επιβάλλει είτε το Μέρος ΙΙ, ΙΙΙ ή IV είτε κανονισμοί ή διατάγματα, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία να επιβάλλει σε τέτοιο πρόσωπο διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες, ανάλογα με την βαρύτητα αυτής της παράβασης, και ανεξάρτητα από το εάν συντρέχει περίπτωση ποινικής ευθύνης δυνάμει του παρόντος Νόμου ή άλλου νόμου ή κανονισμών.

(β) Προτού επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, η Αρμόδια Αρχή ειδοποιεί τον παραβάτη για την πρόθεσή της να επιβάλει το διοικητικό πρόστιμο, ενημερώνοντάς τον για τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να ενεργήσει τοιουτοτρόπως και παρέχοντας σε αυτόν το δικαίωμα υποβολής παραστάσεων, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 30 ημερών.

(2) Η Αρμόδια Αρχή επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο δυνάμει του εδαφίου (1) με γραπτή και αιτιολογημένη απόφασή της -

(α) η οποία καθορίζει την παράβαση· και

(β) δια της οποίας πληροφορεί τον παραβάτη-

(i) περί του δικαιώματός του να προσβάλει την απόφαση-

(Α) με προσφυγή στον Υπουργό κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 31, και

(Β) με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, και

(ii) περί των προθεσμιών εντός των οποίων δύνανται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα, οι οποίες καθορίζονται στο άρθρο 31 του παρόντος Νόμου και το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, αντίστοιχα· και

(γ) την οποία διαβιβάζει στον παραβάτη· και

(δ) η οποία καθίσταται εκτελεστή με την εν λόγω διαβίβασή της.

(3) Ο Υπουργός έχει εξουσία να καθορίζει δια οδηγιών του τα κριτήρια υπολογισμού του ύψους επιβαλλόμενου δυνάμει του εδαφίου (1) διοικητικού προστίμου, χωρίς τούτο να περιορίζει την διακριτική ευχέρεια της Αρμόδιας Αρχής, την οποία ασκεί εντός των πλαισίων των οδηγιών του Υπουργού, να αποφασίζει ελεύθερα περί του ύψους του επιβαλλόμενου διοικητικού προστίμου, με βάση τα κατά περίπτωση πραγματικά περιστατικά.

Προσφυγή ενώπιον του Υπουργού

31.-(1)(α) Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου, ο αντιπρόσωπός του στη Δημοκρατία και ο πλοίαρχος τέτοιου πλοίου έχουν έκαστος το δικαίωμα να προσβάλουν, εντός της αναφερόμενης στην παράγραφο (γ) προθεσμίας, με γραπτή και αιτιολογημένη προσφυγή στον Υπουργό, οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

(i) οδηγία της Αρμόδιας Αρχής που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 28, η οποία οδηγία αφορά το εν λόγω πλοίο,

(ii) απόφαση της Αρμόδιας Αρχής περί επιβολής διοικητικού προστίμου, δυνάμει του παρόντος Νόμου ή κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού, η οποία απόφαση αφορά το εν λόγω πλοίο,

(iii) απορριπτική απόφαση της Αρμόδιας Αρχής επί υποβληθέντων ενστάσεων κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 28(5), η οποία απόφαση αφορά το εν λόγω πλοίο.

(β) Εταιρεία έχει δικαίωμα να προσβάλει, εντός της αναφερόμενης στην παράγραφο (γ) προθεσμίας, με γραπτή και αιτιολογημένη προσφυγή στον Υπουργό, οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

(i) απόφαση της Αρμόδιας Αρχής δυνάμει του άρθρου 16(4) ή (7)(β), σε περίπτωση που η απόφαση απορρίπτει ή δεν αποδέχεται πλήρως αίτηση που υποβλήθηκε στην Αρμόδια Αρχή δυνάμει του άρθρου 16(1) ή (7)(β), αντίστοιχα,

(ii) απόφαση της Αρμόδιας Αρχής δυνάμει του άρθρου 16(7)(α) ή (8)(α).

(γ) Τα δικαιώματα προσφυγής που χορηγούνται δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) ασκούνται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 30 ημερών από την διαβίβαση, κατά τα διαλαμβανόμενα στον παρόντα Νόμο, της οδηγίας ή απόφασης, στην οποία εδράζεται η προσφυγή.

(2) Η κατά το εδάφιο (1) υποβολή προσφυγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση προσβληθείσας οδηγίας ή απόφασης.

(3) Σε περίπτωση υποβολής προσφυγής δυνάμει του εδαφίου (1), ο Υπουργός την εξετάζει, δυνάμενος κατά την κρίση του να ακούσει τον προσφεύγοντα ή να δώσει σε αυτόν την ευκαιρία να υποστηρίξει γραπτώς τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή.

(4) Ο Υπουργός έχει εξουσία να αναθέτει σε ένα ή περισσότερους λειτουργούς του Υπουργείου του την εξέταση θεμάτων που αφορούν την προαναφερόμενη προσφυγή και να απαιτεί από αυτούς να του υποβάλλουν το πόρισμα τέτοιας εξέτασης πριν από την έκδοση της απόφασής του επί της προσφυγής.

(5) Ο Υπουργός, εντός προθεσμίας 10 ημερών από την υποβολή της προσφυγής, εκδίδει και διαβιβάζει γραπτώς στον προσφεύγοντα την απόφασή του επί της προσφυγής, δια της οποίας απόφασης -

(α) αποδέχεται εν όλω ή αποδέχεται εν μέρει ή απορρίπτει την προσφυγή, και

(β) κατά περίπτωση, ακυρώνει ή τροποποιεί ή επικυρώνει ή αντικαθιστά την προσβαλλόμενη οδηγία ή απόφαση.

Η απόφαση του Υπουργού επί της προσφυγής καθίσταται εκτελεστή με τη διαβίβασή της στον προσφεύγοντα.

(6) Σε περίπτωση που ο Υπουργός υιοθετεί εν μέρει ή απορρίπτει προσφυγή που του υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (1), στην απόφασή του επί της προσφυγής ο Υπουργός εκθέτει επαρκώς, δεόντως και σαφώς τους λόγους στους οποίους αυτή βασίζεται, και πληροφορεί τον προσφεύγοντα περί του δικαιώματός του να προσβάλει την απόφασή του με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο και περί της προθεσμίας εντός της οποίας δύναται να ασκηθεί το εν λόγω δικαίωμα, κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος.

(7) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο -

(α) υποβάλλει προσφυγή, δυνάμει του εδαφίου (1), η οποία περιέχει ψευδή, ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία, ή

(β) υποβάλλει πληροφορία, βάσει του εδαφίου (3), η οποία είναι ψευδής, ανακριβής ή παραπλανητική,

και υπόκειται -

(αα) σε περίπτωση πρώτου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 2 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές, ή

(ββ) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 4 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(8) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με εκτελεστή απόφαση του Υπουργού δυνάμει του εδαφίου (5) και το πρόσωπο αυτό υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 5 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(9) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (7) αναφορικά με την παροχή ψευδούς, ανακριβούς ή παραπλανητικής πληροφορίας ή στοιχείων, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία ή τα στοιχεία με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία ή στοιχεία ήταν ψευδή, ανακριβή ή παραπλανητικά.

(10) Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται αναφορικά με αποφάσεις της Επιτροπής Καταφυγίων-Ασφάλειας που λαμβάνονται δυνάμει των άρθρων 19 και 22Α.

Αποπληρωμή δαπανών επιθεώρησης και διοικητικής χρηματικής ποινής

32.-(1) Σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης -

(α) του έχοντα την εκμετάλλευση πλοίου να καταβάλει στη Αρμόδια Αρχή το αντίτιμο των δαπανών επιθεώρησης οι οποίες τον βαρύνουν κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 19(1)(γ) ή 28(7)(β), ή

(β) προσώπου, στο οποίο επεβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών να καταβάλει στην Αρμόδια Αρχή τέτοιο πρόστιμο,

η Αρμόδια Αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία.

(2) Οποιοδήποτε από τα ακόλουθα συνιστά επιβάρυνση επί πλοίου, η οποία επιβάρυνση ικανοποιείται κατά προτίμηση έναντι των άλλων δανειστών, έπεται όμως κάθε υποθήκης:

(α) δαπάνες επιθεώρησης που βαρύνουν τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου βάσει του άρθρου 19(1)(γ) ή 28(7)(β)·

(β) διοικητικό πρόστιμο που επεβλήθηκε στον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών.

(3) Σε περίπτωση που -

(α) οδηγία της Αρμόδιας Αρχής προσβλήθηκε επιτυχώς ενώπιόν της δυνάμει του άρθρου 28(5), ή

(β) οδηγία ή διοικητικό πρόστιμο, που εκδόθηκε ή επεβλήθηκε, αντίστοιχα, δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών, προσβλήθηκε επιτυχώς είτε ενώπιον του Υπουργού κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 31 είτε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, ισχύουν τα ακόλουθα:

(αα) τα εδάφια (1) και (2)(α) και (β) δεν εφαρμόζονται -

(i) αναφορικά με δαπάνες επιθεώρησης οι οποίες σχετίζονται με τέτοια οδηγία, και

(ii) αναφορικά με τέτοιο διοικητικό πρόστιμο·

(ββ) η Αρμόδια Αρχή επιστρέφει οποιοδήποτε καταβληθέν αντίτιμο των προαναφερόμενων δαπανών και οποιοδήποτε καταβληθέν προαναφερόμενο διοικητικό πρόστιμο, στο πρόσωπο που το είχε καταβάλει.