ΜΕΡΟΣ V ΕΞΕΤΑΣΗ ΘΕΜΑΤΩΝ ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΑ Η ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ
Εξουσία εξέτασης θεμάτων αυτεπάγγελτα ή κατόπιν αιτήματος

32. Ο Επίτροπος δύναται να εξετάζει θέματα αυτεπάγγελτα και κατόπιν αιτήματος προσώπων ή ομάδων προσώπων που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 34.

Εξέταση θεμάτων αυτεπάγγελτα

33.(1) Ο Επίτροπος δύναται να εξετάζει δυνάμει του άρθρου 32 θέματα αυτεπάγγελτα, ως ακολούθως -

(α)Κατά πόσο σε συγκεκριμένη περίπτωση που περιήλθε σε γνώση του με οποιοδήποτε τρόπο -

(i)Υπήρξε από δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα, ή υπάλληλο ή αξιωματούχο τους, μεταχείριση ή συμπεριφορά, ή εφαρμόστηκε διάταξη, όρος, κριτήριο, ή πρακτική, που κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 6 αποτελεί απαγορευμένη με νόμο διάκριση.

(ii)υπήρξε από δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα, ή υπάλληλο ή αξιωματούχο τους, μεταχείριση ή συμπεριφορά, ή εφαρμόστηκε διάταξη, όρος, κριτήριο ή πρακτική, που κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 7 συνιστά φυλετική ή έμμεση φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας.

(β)κατά πόσο διάταξη, όρος, κριτήριο, ή πρακτική που εφαρμόζει δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα, αποτελεί ή συνιστά, ανάλογα με την περίπτωση, απαγορευμένη με νόμο διάκριση κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 6, ή φυλετική ή έμμεση φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 7.

(γ)κατά πόσο διάταξη, όρος, κριτήριο ή πρακτική, την οποία προτίθεται να υιοθετήσει δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα, αποτελεί ή συνιστά, ανάλογα με την περίπτωση, απαγορευμένη με νόμο διάκριση ή φυλετική ή έμμεση φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας κατά τα διαλαμβανόμενα στα άρθρα 6 και 7.

(2) Σε περίπτωση που κατόπιν εξέτασης θέματος δυνάμει του εδαφίου (1), ο Επίτροπος προβαίνει σε οποιαδήποτε διαπίστωση που αναφέρεται στις παραγράφους (α)-(γ) του εδαφίου (3) πιο κάτω, πληροφορεί σχετικά το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

διαβιβάζοντας σ’ αυτόν τη διαπίστωση του κατά τα διαλαμβανόμενα και για τους σκοπούς του άρθρου 39, και δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εισήγηση δυνάμει του άρθρου 35.

(3) Ο Επίτροπος ενεργεί όπως προβλέπει το εδάφιο (2) -

(α)Όπου διαπιστώνει μεταχείριση ή συμπεριφορά που κατά την άποψη του συνιστά ή αποτελεί, ανάλογα με την περίπτωση, απαγορευμένη με νόμο διάκριση ή φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας, και ότι πρόκειται για μεταχείριση ή συμπεριφορά κατ’ εφαρμογή οποιουδήποτε νόμου, ή κανονισμών, ή άλλου νομοθετήματος,

(β)όπου διαπιστώνει ότι εφαρμόστηκε ή εφαρμόζεται διάταξη, όρος, ή κριτήριο, που κατά την άποψη του αποτελεί ή συνιστά, ανάλογα με την περίπτωση, απαγορευμένη με νόμο διάκριση ή φυλετική ή έμμεση φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας, και ότι η διάταξη, ο όρος, ή το κριτήριο, τίθενται με οποιοδήποτε Σχέδιο Υπηρεσίας, νόμο ή κανονισμούς, ή άλλο νομοθέτημα,

(γ)όπου διαπιστώνει ότι δημόσιο πρόσωπο προτίθεται να υιοθετήσει διάταξη, όρο, κριτήριο ή πρακτική, που κατά την άποψη του αποτελεί ή συνιστά, ανάλογα με την περίπτωση, απαγορευμένη με νόμο διάκριση ή φυλετική ή έμμεση φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας, και ότι το εν λόγω πρόσωπο προτίθεται να υιοθετήσει τη διάταξη, τον όρο, το κριτήριο, ή την πρακτική, σε οποιοδήποτε Σχέδιο Υπηρεσίας, νόμο ή κανονισμούς, ή άλλο νομοθέτημα.

Εξέταση θεμάτων κατόπιν αιτήματος

34.(1) Ο Επίτροπος δύναται να εξετάζει θέματα δυνάμει του άρθρου 32 κατόπιν γραπτού αιτήματος οποιουδήποτε προσώπου ή ομάδας προσώπων που αναφέρεται στο εδάφιο (2), ως ακολούθως-

(α)Κατά πόσο προτιθέμενη μεταχείριση ή συμπεριφορά του προσώπου ή της ομάδας προσώπων που υποβάλλει αίτημα σε σχέση με ζήτημα που τα αφορά ή απασχολεί υπό επίσημη ιδιότητα, ή αφορά θέμα της αρμοδιότητας τους, αποτελεί ή συνιστά κατά τα διαλαμβανόμενα στα άρθρα 6 και 7, ανάλογα με την περίπτωση, απαγορευμένη με νόμο διάκριση, ή φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας.

(β)κατά πόσο διάταξη, όρος, κριτήριο, ή πρακτική, την οποία προτίθεται να εφαρμόσει το πρόσωπο ή ομάδα προσώπων που υποβάλλει αίτημα, σε σχέση με ζήτημα που τους αφορά ή απασχολεί υπό επίσημη ιδιότητα ή που αφορά θέμα της αρμοδιότητας τους, αποτελεί ή συνιστά κατά τα διαλαμβανόμενα στα άρθρα 6 και 7, ανάλογα με την περίπτωση, απαγορευμένη με νόμο διάκριση ή φυλετική ή έμμεση φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας.

(γ)κατά πόσο διάταξη, όρος, κριτήριο ή πρακτική, την οποία προτίθεται να εφαρμόσει ή υιοθετήσει δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα σε σχέση με ζήτημα που αφορά ή απασχολεί υπό επίσημη ιδιότητα το πρόσωπο ή ομάδα προσώπων που υποβάλλει το αίτημα, ή που αφορά θέμα της αρμοδιότητας τους, αποτελεί ή συνιστά κατά τα διαλαμβανόμενα στα άρθρα 6 και 7, ανάλογα με την περίπτωση, απαγορευμένη με νόμο διάκριση, ή φυλετική ή έμμεση φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας.

(2) Τα πρόσωπα ή ομάδες προσώπων που μπορούν να υποβάλουν στον Επίτροπο θέμα για εξέταση δυνάμει του εδαφίου (1), είναι οι μη Κυβερνητικοί οργανισμοί, τα επιμελητήρια, οι οργανώσεις, επιτροπές, σύνδεσμοι, σωματεία, ιδρύματα, συντεχνίες, ταμεία και συμβούλια, που λειτουργούν προς όφελος επαγγελμάτων ή προς όφελος οποιασδήποτε άλλης φύσης εργασίας, ή προς όφελος εργοδοτών, εργοδοτούμενων, ή αυτοεργοδοτούμενων προσώπων, ή προς όφελος οποιουδήποτε οργανωμένου συνόλου ή οποιασδήποτε ομάδας ή κατηγορίας προσώπων, οποιοδήποτε δημοτικό συμβούλιο ή Δήμαρχος, τα πρόσωπα δημοσίου δικαίου, και οποιοσδήποτε Επίτροπος, ή αρμόδιο μέλος της διοίκησης Επιτροπής, Συμβουλίου ή Φορέα, που διορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, το Υπουργικό Συμβούλιο, τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ή από Υπουργό δυνάμει νόμου ή άλλως πως.

(3) Σε περίπτωση που κατόπιν εξέτασης θέματος δυνάμει του εδαφίου (1), ο Επίτροπος προβαίνει σε οποιαδήποτε διαπίστωση που αναφέρεται στις παραγράφους (α)-(γ) του εδαφίου (4) πιο κάτω, πληροφορεί σχετικά το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας διαβιβάζοντας σ’ αυτόν τη διαπίστωση του κατά τα διαλαμβανόμενα και για τους σκοπούς του άρθρου 39, και δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εισήγηση δυνάμει του άρθρου 36.

(4) Ο Επίτροπος ενεργεί όπως προβλέπει το εδάφιο (3) -

(α)Όπου διαπιστώνει προτιθέμενη μεταχείριση ή συμπεριφορά που κατά την άποψη του αποτελεί ή συνιστά, ανάλογα με την περίπτωση, απαγορευμένη με νόμο διάκριση ή φυλετική ή έμμεση φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας, και ότι πρόκειται για προτιθέμενη μεταχείριση ή συμπεριφορά κατ’ εφαρμογή οποιουδήποτε νόμου, ή κανονισμών, ή άλλου νομοθετήματος,

(β)όπου διαπιστώνει ότι πρόκειται να εφαρμοστεί διάταξη, όρος, ή κριτήριο, που κατά την άποψη του αποτελεί ή συνιστά, ανάλογα με την περίπτωση, απαγορευμένη με νόμο διάκριση ή φυλετική ή έμμεση φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας, και ότι η διάταξη, ο όρος, ή το κριτήριο, τίθενται με οποιοδήποτε Σχέδιο Υπηρεσίας, νόμο ή κανονισμούς, ή άλλο νομοθέτημα,

(γ)όπου διαπιστώνει ότι δημόσιο πρόσωπο προτίθεται να υιοθετήσει διάταξη, όρο, κριτήριο, ή πρακτική, που κατά την άποψη του αποτελεί ή συνιστά, ανάλογα με την περίπτωση, απαγορευμένη με νόμο διάκριση ή φυλετική ή έμμεση φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας, και ότι το εν λόγω πρόσωπο προτίθεται να υιοθετήσει τη διάταξη, τον όρο, το κριτήριο, ή την πρακτική, σε οποιοδήποτε Σχέδιο Υπηρεσίας, νόμο ή κανονισμούς, ή άλλο νομοθέτημα.

Εισηγήσεις κατόπιν εξέτασης θέματος αυτεπάγγελτα

35.(1) Κατόπιν εξέτασης θέματος αυτεπάγγελτα δυνάμει των άρθρων 32 και 33, ο Επίτροπος δύναται να προβεί όπου το θεωρεί σκόπιμο, σε οποιαδήποτε ή οποιεσδήποτε από τις ακόλουθες εισηγήσεις σε σχέση με άποψη του που καλύπτει αντίστοιχη περίπτωση που αναφέρεται πιο κάτω -

(α)Αν είναι της άποψης ότι σε συγκεκριμένη περίπτωση υπήρξε μεταχείριση ή συμπεριφορά από δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα, ή υπάλληλο ή αξιωματούχο τους, η οποία αποτελεί κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 6 απαγορευμένη με νόμο διάκριση, αυτός δύναται να εισηγηθεί στο δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα, ανάλογα με την περίπτωση, να πάρει συγκεκριμένα πρακτικά μέτρα που υποδεικνύει στην εισήγηση, με τα οποία να αποτρέπεται μελλοντικά επανάληψη μεταχείρισης ή συμπεριφοράς όπως εκείνη της άποψης που να αποτελεί απαγορευμένη με νόμο διάκριση έναντι του προσώπου που έτυχε αυτής και έναντι προσώπων που βρίσκονται, ή δυνατόν να τεθούν σε όμοια με αυτόν θέση έναντι του πιο πάνω δημόσιου προσώπου ή προσώπου του ιδιωτικού τομέα, ανάλογα με την περίπτωση.

(β)αν είναι της άποψης ότι μεταχείριση ή συμπεριφορά που αναφέρεται στην παράγραφο (α) συνιστά κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 7 φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας του προσώπου που αναφέρεται στην παράγραφο (α), επί τω ότι είναι λιγότερο ευνοική από εκείνη στην οποία τυγχάνει, έτυχε, ή θα ετύγχανε άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση του δικαιώματος ή ελευθερίας, ή επί τω ότι έχει σαν αποτέλεσμα, ή συνεπάγεται εξουδετέρωση ή αποδυνάμωση της αρχής της αναγνώρισης ή απόλαυσης του εν λόγω δικαιώματος ή ελευθερίας, αυτός δύναται να εισηγηθεί στο δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα να πάρει συγκεκριμένα πρακτικά μέτρα που υποδεικνύει στην εισήγηση με τα οποία -

(i)να διασφαλίζεται για το πρόσωπο που έτυχε της μεταχείρισης ή συμπεριφοράς, και για πρόσωπα που βρίσκονται ή δυνατόν να τεθούν σε όμοια με αυτό θέση έναντι του δημόσιου προσώπου ή προσώπου του ιδιωτικού τομέα, η απόλαυση του δικαιώματος ή ελευθερίας τους, χωρίς μεταχείριση ή συμπεριφορά όπως εκείνη της άποψης, που να συνιστά φυλετική διάκριση στην απόλαυση του, ή και

(ii)να αποτρέπεται μελλοντικά για τα πιο πάνω πρόσωπα, επανάληψη μεταχείρισης η συμπεριφοράς όπως εκείνη της άποψης, που να συνιστά φυλετική διάκριση στην απόλαυση του σχετικού προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας τους.

(γ)αν είναι της άποψης ότι σε συγκεκριμένη περίπτωση δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα, ή υπάλληλος ή αξιωματούχος τους, εφάρμοσε διάταξη, όρο, κριτήριο ή πρακτική που κατά τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 7 αποτελεί απαγορευμένη με νόμο διάκριση, αυτός δύναται εισηγηθεί στο δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα, να παύσει να επικαλείται ή εφαρμόζει τη διάταξη, όρο κριτήριο, ή πρακτική, τόσο καθ’ όσον αφορά το πρόσωπο στο οποίο εφαρμόστηκε, όσο και καθ’ όσον αφορά πρόσωπα που βρίσκονται, ή δυνατόν να τεθούν σε όμοία με αυτό θέση έναντι του δημόσιου προσώπου ή προσώπου του ιδιωτικού τομέα.

(δ)αν είναι της άποψης ότι η διάταξη, όρος, κριτήριο, ή πρακτική που εφαρμόστηκε όπως αναφέρεται στην παράγραφο (γ), συνιστά φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας των πιο πάνω προσώπων όπως αναφέρεται στην παράγραφο (β), ή έμμεση φυλετική διάκριση στην απόλαυση του, επί τω ότι θέτει άτομα της δικής τους φυλής, κοινότητας, γλώσσας, χρώματος, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, ή εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, ανάλογα με την περίπτωση, σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα στην απόλαυση του εν λόγω δικαιώματος ή ελευθερίας, αυτός δύναται να εισηγηθεί στο δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα, κατάλληλους κατά την κρίση του τρόπους για εξάλειψη ή αντικατάσταση της σχετικής διάταξης, όρου, κριτηρίου ή πρακτικής, ούτως ώστε να παύσει να συνιστά φυλετική ή έμμεση φυλετική διάκριση στην εν λόγω απόλαυση για το πρόσωπο στο οποίο εφαρμόστηκε και για πρόσωπα που βρίσκονται, ή δυνατόν να τεθούν σε όμοια με αυτό θέση, έναντι του δημόσιου προσώπου ή προσώπου του ιδιωτικού τομέα.

(ε)αν είναι της άποψης ότι δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα εφαρμόζει διάταξη, όρο, κριτήριο ή πρακτική που κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 6 αποτελεί απαγορευμένη με νόμο διάκριση, ή συνιστά κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 7 φυλετική ή έμμεση φυλετική διάκριση στη απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας όπως αναφέρεται στις παραγράφους (β) και (δ), αυτός δύναται για την πρώτη περίπτωση να εισηγηθεί στο εν λόγω πρόσωπο να μην εφαρμόζει ή επικαλείται τη διάταξη, όρο, κριτήριο ή πρακτική που αποτελεί απαγορευμένη με νόμο διάκριση, και να του εισηγηθεί και για τις δύο περιπτώσεις, κατάλληλους κατά την κρίση του τρόπους για εξάλειψη ή αντικατάσταση της, ούτως ώστε να παύσει η διάταξη, όρος, κριτήριο, ή πρακτική, την οποία εφαρμόζει να αποτελεί ή συνιστά, ανάλογα με την περίπτωση, απαγορευμένη με νόμο διάκριση, ή φυλετική ή έμμεση φυλετική διάκριση στην απόλαυση του εν λόγω δικαιώματος ή ελευθερίας.

(στ)αν είναι της άποψης ότι δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα προτίθεται να υιοθετήσει διάταξη, όρο, κριτήριο, ή πρακτική, που κατά τα διαλαμβανόμενα στα άρθρα 6 και 7 αποτελεί ή συνιστά, ανάλογα με την περίπτωση, απαγορευμένη με νόμο διάκριση, ή φυλετική ή έμμεση φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας, αυτός δύναται να εισηγηθεί στο εν λόγω πρόσωπο να μην υιοθετήσει τη διάταξη, όρο, κριτήριο ή πρακτική, ή και να του εισηγηθεί οποιεσδήποτε τυχόν διαθέσιμες για τη δεδομένη περίπτωση και κατάλληλες κατά την κρίση του εναλλακτικές διατάξεις, όρους, κριτήρια, ή πρακτικές, που δεν αποτελούν ή συνιστούν, ανάλογα με την περίπτωση, απαγορευμένες με νόμο διακρίσεις, ή φυλετικές ή έμμεσες φυλετικές διακρίσεις στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας.

(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1), δεν εφαρμόζονται σε σχέση με περιπτώσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 33.

Εισηγήσεις κατόπιν εξέτασης θέματος μετά από αίτημα προσώπων ή ομάδων προσώπων

36.(1) Κατόπιν εξέτασης θέματος το οποίο ζήτησε από τον Επίτροπο να εξετάσει πρόσωπο ή ομάδα προσώπων δυνάμει των άρθρων 32 και 34, ο Επίτροπος δύναται όπου το θεωρεί σκόπιμο, να προβεί σε οποιαδήποτε ή οποιεσδήποτε από τις ακόλουθες εισηγήσεις σε σχέση με άποψη του που καλύπτει αντίστοιχη περίπτωση που αναφέρεται πιο κάτω -

(α)Αν είναι της άποψη ότι προτιθέμενη μεταχείριση ή συμπεριφορά του προσώπου ή της ομάδας προσώπων που υπέβαλε το αίτημα αποτελεί ή συνιστά κατά τα διαλαμβανόμενα στα άρθρα 6 και 7, ανάλογα με την περίπτωση, απαγορευμένη με νόμο διάκριση, ή φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας, αυτός δύναται να τους εισηγηθεί να μην προβούν στη μεταχείριση ή συμπεριφορά, ή και να τους εισηγηθεί οποιουσδήποτε τυχόν διαθέσιμους κατάλληλους κατά την κρίση του εναλλακτικούς τρόπους μεταχείρισης ή συμπεριφοράς που στη δεδομένη περίπτωση δεν αποτελούν ή συνιστούν, ανάλογα με την περίπτωση, απαγορευμένη με νόμο διάκριση ή φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας.

(β)αν είναι της άποψης, ότι διάταξη, όρος, κριτήριο, ή πρακτική, την οποία προτίθεται να εφαρμόσει ή υιοθετήσει το πρόσωπο ή η ομάδα προσώπων που υπέβαλε το αίτημα, ή δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα για το οποίο υποβλήθηκε το αίτημα, ανάλογα με την περίπτωση, αποτελεί ή συνιστά κατά τα διαλαμβανόμενα στα άρθρα 6 και 7, απαγορευμένη με νόμο διάκριση, ή φυλετική ή έμμεση φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας, αυτός δύναται να εισηγηθεί στο πιο πάνω πρόσωπο ή ομάδα που του υπέβαλε το αίτημα, και στο δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα για το οποίο του υποβλήθηκε το αίτημα, ανάλογα με την περίπτωση, να μην εφαρμόσει ή υιοθετήσει τη διάταξη, όρο, κριτήριο, ή πρακτική, ή και να την εξαλείψει ή αντικαταστήσει με εναλλακτικούς, κατάλληλους κατά την κρίση του τρόπους, ούτως ώστε να παύσει να αποτελεί ή συνιστά, ανάλογα με την περίπτωση, διάκριση όπως αναφέρεται πιο πάνω.

(2) οι διατάξεις του εδαφίου (1), δεν εφαρμόζονται σε σχέση με περιπτώσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις των εδαφίων (3) και (4) του άρθρου 34.

Διαβίβαση απόψεων και εισηγήσεων του Επιτρόπου.

37. Οι απόψεις και τυχόν εισηγήσεις του Επιτρόπου δυνάμει των άρθρων 35 και 36 διαβιβάζονται στο σχετικό δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα, στο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων, και στη Βουλή των Αντιπροσώπων.

Ενημέρωση σε σχέση με υιοθέτηση εισηγήσεων. Μνεία στις ετήσιες εκθέσεις του Επιτρόπου.

38.(1) Δημόσιο πρόσωπο, πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα, και πρόσωπο ή ομάδα προσώπων, στους οποίους γίνονται εισηγήσεις από τον Επίτροπο δυνάμει των άρθρων 35 και 36, ενημερώνουν τον Επίτροπο σε περίπτωση που έχουν υιοθετηθεί οι εισηγήσεις του.

(2) Αν η ενημέρωση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) δε γίνει σε δεκαοκτώ μήνες από την ημερομηνία που ο Επίτροπος διαβίβασε τις εισηγήσεις του στα πρόσωπα που αναφέρονται στο εν λόγω εδάφιο, αυτός δικαιούται να εκλάβει ότι οι εισηγήσεις του δεν έχουν υιοθετηθεί, και δύναται να προβεί σε μνεία για το γεγονός στην αμέσως επόμενη ετήσια έκθεση του που υποβάλλεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 54.

(3) Σε περίπτωση που προτού παρέλθει η περίόδος των δεκαοκτώ μηνών που αναφέρεται στο εδάφιο (2), το σχετικό πρόσωπο πληροφορεί τον Επίτροπο ότι δεν υιοθετήθηκαν οι εισηγήσεις του και εξηγεί τους λόγους, ο Επίτροπος αναφέρει στην έκθεση του που αναφέρεται στο πιο πάνω εδάφιο το γεγονός ότι πληροφορήθηκε για τους λόγους που δεν υιοθετήθηκαν οι εισηγήσεις του και τους παραθέτει στην έκθεση μαζί με τη μνεία που γίνεται σ’ αυτή στο γεγονός ότι δεν υιοθετήθηκαν οι εισηγήσεις του.

(4) Σε περίπτωση που σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την υποβολή έκθεσης στην οποία γίνεται μνεία στο γεγονός ότι δεν υιοθετήθηκαν οι εισηγήσεις του Επιτρόπου, ο Επίτροπος πληροφορείται από το σχετικό πρόσωπο ότι οι εισηγήσεις του υιοθετήθηκαν, αυτός κάμνει μνεία στο γεγονός στην αμέσως επόμενη της πληροφόρησης σχετική έκθεση του.

Ενέργειες Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

39.(1) Σε περίπτωση που ο Επίτροπος βρίσκει ή διαπιστώνει κατόπιν διερεύνησης παραπόνου δυνάμει των άρθρων 10 και 11, ή εξέτασης θέματος δυνάμει των άρθρων 32, 33 και 34, ή εν πάση περιπτώσει στην άσκηση οποιασδήποτε αρμοδιότητας, καθήκοντος ή εξουσίας του δυνάμει του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού κανονισμών, διαταγμάτων, κωδίκων πρακτικής, και διαταγμάτων δυνάμει των εν λόγω κανονισμών ή κωδίκων, ότι διάταξη, όρος ή κριτήριο, που εφαρμόστηκε ή εφαρμόζεται, ή πρόκειται να εφαρμοστεί, αποτελεί ή συνιστά, ανάλογα με την περίπτωση, απαγορευμένη με νόμο διάκριση, ή φυλετική ή έμμεση φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας, και ότι η εν λόγω διάταξη, όρος ή κριτήριο τίθεται με οποιοδήποτε Σχέδιο Υπηρεσίας, νόμο ή κανονισμούς, ή άλλο νομοθέτημα, πληροφορεί για τα πιο πάνω το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, διαβιβάζοντας σ’ αυτόν ταυτοχρόνως, όπου υπάρχει, οποιοδήποτε σχετικό εύρημα, διαπίστωση και έκθεση του.

(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) τυγχάνουν εφαρμογής και στις πιο κάτω περιπτώσεις -

(ι)Σε περίπτωση που πρόκειται να υιοθετηθεί σε οποιοδήποτε Σχέδιο Υπηρεσίας, νόμο ή κανονισμούς, ή άλλο νομοθέτημα, διάταξη, όρος, ή κριτήριο που όπως αναφέρεται στο πιο πάνω εδάφιο (1) συνιστά ή αποτελεί απαγορευμένη με νόμο διάκριση, ή φυλετική ή έμμεση φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας.

(ii)σε περίπτωση μεταχείρισης ή συμπεριφοράς κατ’ εφαρμογή διάταξης, όρου ή κριτηρίου, που τίθεται σε οποιοδήποτε νόμο ή κανονισμούς, ή άλλο νομοθέτημα, και αποτελεί ή συνιστά, ανάλογα με την περίπτωση, απαγορευμένη με νόμο διάκριση, ή φυλετική ή έμμεση φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας.

(3) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, αφού μελετήσει το θέμα που του διαβιβάζεται δυνάμει των εδαφίων (1) και (2), συμβουλεύει τον αρμόδιο για το θέμα Υπουργό, ή και το Υπουργικό Συμβούλιο, για τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν, λαμβανομένων υπόψη και των οποιονδήποτε σχετικών διεθνών υποχρεώσεων της Δημοκρατίας και των διεθνών συμβάσεων που έχει κυρώσει περιλαμβανομένων εκείνων της παραγράφου (β) του άρθρου 5, και ετοιμάζει εν πάση περιπτώσει οποιαδήποτε σχετική με τη συμβουλή του νομοθεσία.

(4) Σε περίπτωση που ο επίτροπος βρίσκει ή διαπιστώνει κατόπιν διερεύνησης ή εξέτασης που αναφέρεται στο εδάφιο (1), ή στην άσκηση οποιασδήποτε αρμοδιότητας, καθήκοντος ή εξουσίας, που αναφέρεται στο εδάφιο, ότι μεταχείριση ή συμπεριφορά, ή διάταξη, όρος, κριτήριο, ή πρακτική, που αποτελεί ή συνιστά, ανάλογα με την περίπτωση, απαγορευμένη με νόμο διάκριση, ή φυλετική ή έμμεση φυλετική διάκριση, στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας, ενδεχομένως να χρειάζεται να εξεταστεί κατά πόσο πρέπει να τύχει νομοθετικής ρύθμισης, πληροφορεί για τα πιο πάνω το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, διαβιβάζοντας σ’ αυτόν ταυτοχρόνως, όπου υπάρχει, οποιοδήποτε σχετικό εύρημα, διαπίστωση και έκθεση του.

(5) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, αφού μελετήσει το θέμα που του διαβιβάζεται δυνάμει του εδαφίου (4), συμβουλεύει τον αρμόδιο για το θέμα Υπουργό της Κυβέρνησης, ή και το Υπουργικό Συμβούλιο, κατά πόσο επιβάλλεται ή και μπορεί νομοθετικά να υπάρξει νομοθετική ρύθμιση, λαμβανομένων υπόψη και των οποιονδήποτε σχετικών με το θέμα διεθνών υποχρεώσεων της Δημοκρατίας και των διεθνών συμβάσεων που έχει κυρώσει περιλαμβανομένων εκείνων της παραγράφου (β) του άρθρου 5, και ετοιμάζει εν πάση περιπτώσει οποιαδήποτε σχετική με τη συμβουλή του νομοθεσία.