ΜΕΡΟΣ VI ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΙΒΟΛΗΣ, ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ, ΒΕΒΑΙΩΣΗΣ ΚΑΙ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ - ΚΥΡΩΣΕΙΣ
Διαδικασία επιβολής, καταβολής και είσπραξης του φόρου κατανάλωσης

19. (1) Εκτός αν προνοείται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο ο φόρος κατανάλωσης επιβάλλεται, καταβάλλεται και εισπράττεται κατά τη θέση των προϊόντων σε ανάλωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5.

(2) Η επιβολή και είσπραξη του φόρου κατανάλωσης διενεργείται με την υποβολή διασάφησης σε τέτοιο τύπο και κατά τέτοιο τρόπο και η οποία περιέχει τέτοια στοιχεία, όπως δύναται να καθορίσει ο Διευθυντής, και η οποία δύναται να είναι και σε μηχανογραφημένη μορφή από το υπόχρεο προς τούτο πρόσωπο ή από δεόντως εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.

Εκ των υστέρων βεβαίωση του φόρου κατανάλωσης

20. (1) Επιπρόσθετα από οποιεσδήποτε άλλες περιπτώσεις που ρητά προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο αμελεί, αρνείται ή παραλείπει να υποβάλει τη διασάφηση που απαιτείται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή δεν τηρεί τα αναγκαία αρχεία, βιβλία, έγγραφα ή στοιχεία ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των στοιχείων της διασάφησης, ή όταν ο Διευθυντής κρίνει ότι η διασάφηση που υποβλήθηκε είναι ελλιπής ή ότι περιέχει σφάλματα ή όταν ελλείπουν τα ενισχυτικά προς υποστήριξη αυτής έγγραφα, τότε ο Διευθυντής μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου κατανάλωσης ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να το γνωστοποιήσει στο πρόσωπο αυτό.

(2) Σε περίπτωση που οποιοδήποτε πρόσωπο αμελεί, αρνείται ή παραλείπει να εφαρμόσει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και λόγω της αμέλειας ή άρνησης ή της παράλειψης του προκύπτει ποσό οφειλόμενο τότε ο Διευθυντής δύναται ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του να βεβαιώσει το οφειλόμενο ποσό.

(3) Σε περίπτωση που λόγω υποβολής στο Τελωνείο από οποιοδήποτε πρόσωπο οποιασδήποτε δήλωσης ή γνωστοποίησης ή πιστοποιητικού ή οποιασδήποτε άλλης φύσης εγγράφου, δεν καταβλήθηκε το πλήρες ποσό που οφείλετο, με βάση τον παρόντα Νόμο, ή επιστράφηκε ή παραχωρήθηκε έκπτωση ή αποδόθηκε ποσό μεγαλύτερο εκείνου που σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο προβλέπετο, το οφειλόμενο ποσό ή το ποσό που επιστράφηκε αχρεώστητα ή που παραχωρήθηκε ως έκπτωση, βεβαιώνεται και κοινοποιείται στο πρόσωπο αυτό.

(4) Όταν οποιοδήποτε ποσό έχει βεβαιωθεί και κοινοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο σύμφωνα με τα πιο πάνω εδάφια, τότε το ποσό της βεβαίωσης θεωρείται, χωρίς να θίγονται οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου, ως ποσό οφειλόμενο από το πρόσωπο αυτό και δύναται να ανακτηθεί ανάλογα, εκτός αν αποσυρθεί η σχετική βεβαίωση ή αναθεωρηθεί το σχετικό ποσό.

(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου οποιαδήποτε κοινοποίηση σε προσωπικό αντιπρόσωπο, διαχειριστή πτώχευσης, παραλήπτη, διαχειριστή, εκκαθαριστή ή σε πρόσωπο που ενεργεί με οποιαδήποτε άλλη παρόμοια ιδιότητα, θεωρείται ως κοινοποίηση στο πρόσωπο σε σχέση με το οποίο ενεργεί τοιουτοτρόπως.

Συμπληρωματική βεβαίωση

21. Αν ο Διευθυντής κρίνει ότι το ποσό που έπρεπε να βεβαιωθεί σύμφωνα με το άρθρο 20 υπερβαίνει το ποσό που βεβαιώθηκε, τότε την ή πριν την τελευταία ημέρα κατά την οποία η βεβαίωση θα μπορούσε να εκδοθεί, ο Διευθυντής δύναται να εκδώσει συμπληρωματική βεβαίωση για το ποσό αυτό και να την κοινοποιήσει στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

Ακύρωση βεβαίωσης κλπ. από το Ανώτατο Δικαστήριο

22. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 20 αν:

(α) βεβαίωση που εκδόθηκε σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, ή

(β) απόφαση του Διευθυντή σε αίτημα αναθεώρησης αναφορικά με βεβαίωση που εκδόθηκε σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο,

κηρυχθεί εν όλω ή εν μέρει άκυρη από το Ανώτατο Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος και παρίσταται ανάγκη επανεξέτασης, τότε ο Διευθυντής δύναται να εκδώσει νέα βεβαίωση εντός ενός έτους από την ημερομηνία που εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου.

Χρηματική επιβάρυνση - τόκος

23. (1) Επί οποιουδήποτε ποσού που βεβαιώνεται εκ των υστέρων σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο επιβάλλεται χρηματική επιβάρυνση ίση προς το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού που βεβαιώνεται.

(2) Κάθε πρόσωπο που υπόκειται σε χρηματική επιβάρυνση σύμφωνα με το εδάφιο (1) πιο πάνω, καταβάλλει στο Διευθυντή τόκο προς εννέα τοις εκατό (9%) ετησίως επί του καταβλητέου ποσού (συμπεριλαμβανομένης της χρηματικής επιβάρυνσης), από την ημέρα που το εν λόγω ποσό κατέστη οφειλόμενο.

Παραγραφή

24. (1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) η βεβαίωση σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο δεν εκδίδεται μετά την πάροδο έξι ετών από την ημερομηνία που ο φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός.

(2) Αν έχει απολεσθεί οποιοδήποτε ποσό φόρου κατανάλωσης ως αποτέλεσμα δόλου ή εσκεμμένης παράλειψης του υπόχρεου προσώπου, τότε δύναται να εκδοθεί βεβαίωση ως αν η αναφορά σε έξι χρόνια στο εδάφιο (1) ήταν αναφορά σε δώδεκα χρόνια.

Ανάκτηση φόρου κατανάλωσης, χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου

25. Οποιαδήποτε ποσά φόρου κατανάλωσης, χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου που δεν κατεβλήθησαν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, εισπράττονται ως αστικό χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία και οποιαδήποτε διαδικασία για είσπραξη του χρέους ασκείται στο όνομα του Διευθυντή.