81. (1) Στον παρόντα Νόμο «βιομηχανοποιημένα καπνά» θεωρούνται:
(α) τα τσιγάρα:
(i) οι κύλινδροι καπνού που μπορούν να καπνίζονται ως έχουν και οι οποίοι δεν είναι πούρα ή σιγαρίλος,
(ii) οι κύλινδροι καπνού, οι οποίοι με απλό μη βιομηχανικό χειρισμό γλιστρούν μέσα σε σωλήνες τσιγάρων,
(iii) οι κύλινδροι καπνού, οι οποίοι με απλό μη βιομηχανικό χειρισμό περιτυλίγονται σε τσιγαρόχαρτα.
(β) Τα πούρα ή πουράκια αν μπορούν και, δεδομένων των χαρακτηριστικών τους και των συνήθων καταναλωτικών προσδοκιών, προορίζονται αποκλειστικά να καπνίζονται ως έχουν:
(i)κύλινδροι καπνού με εξωτερικό περιτύλιγμα από φυσικό καπνό.
(ii)κύλινδροι καπνού με κοπανισμένο μείγμα καπνού και με εξωτερικό περιτύλιγμα στο σύνηθες χρώμα του πούρου, από ανασυσταθέντα καπνό, που καλύπτει πλήρως το προϊόν και όπου χρειάζεται και το φίλτρο, όχι όμως και το επιστόμιο στην περίπτωση προϊόντων με επιστόμιο, όπου το βάρος ανά μονάδα, μη περιλαμβανομένου του φίλτρου ή του επιστομίου, δεν είναι μικρότερο από 2,3 γραμμάρια ούτε μεγαλύτερο από 10 γραμμάρια και η περίμετρος στο ένα τρίτο τουλάχιστον του μήκους δεν είναι μικρότερη από 34 χιλιοστά.
(γ) ο λεπτοκομμένος καπνός που προορίζεται για την κατασκευή χειροποίητων (στριφτών) τσιγάρων:
(i) O κομμένος ή κατ’ άλλο τρόπο τεμαχισμένος καπνός, φιλαρισμένος (νηματοποιημένος) ή πεπιεσμένος σε πλάκες, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάπνισμα χωρίς μεταγενέστερη βιομηχανική μεταποίηση, και του οποίου τουλάχιστον το 25% του βάρους των σωματιδίων καπνού έχει πλάτος κοπής μικρότερο από 1,5 χιλιοστόμετρο,
(ii) ο καπνός καπνίσματος στον οποίο περισσότερο από 25% του βάρους των σωματιδίων καπνού έχει πλάτος κοπής μεγαλύτερο από ίσο προς 1,5 χιλιοστόμετρο ή μεγαλύτερο και ο οποίος πωλήθηκε ή προορίζεται να πωληθεί για την κατασκευή χειροποίητων τσιγάρων.
(δ) άλλα καπνά για κάπνισμα:
(i) Ο κομμένος ή κατ’ άλλο τρόπο τεμαχισμένος καπνός, φιλαρισμένος (νηματοποιημένος) ή πεπιεσμένος σε πλάκες, ο οποίος είναι κατάλληλος για κάπνισμα χωρίς μεταποίηση.
(ii) τα συσκευασμένα για λιανική πώληση υπολείμματα καπνού, τα οποία δεν εμπίπτουν στους πιο πάνω ορισμούς (α), (β) και (γ) και τα οποία μπορούν να καπνιστούν.
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «υπολείμματα καπνού» νοούνται τα κατάλοιπα των φύλλων καπνού και τα υποπροϊόντα που προέρχονται από την επεξεργασία του καπνού ή την παραγωγή προϊόντων καπνού.
(ε) θερμαινόμενα προϊόντα καπνού:
Προϊόντα που περιέχουν μέιγμα καπνού τα οποία παράγουν αερόλυμα μέσω της θέρμανσης του μείγματος και όχι καύσης.
(2) Εξομοιώνονται με πούρα και πουράκια τα προϊόντα τα οποία αποτελούνται εν μέρει από άλλες ουσίες πλην του καπνού αλλά κατά τα λοιπά ανταποκρίνονται στα κριτήρια του ορισμού (β) του εδαφίου (1).
(3) Εξομοιώνονται με τσιγάρα, λεπτοκομμένο καπνό που προορίζεται για την κατασκευή χειροποίητων (στριφτών) τσιγάρων και άλλα καπνά για κάπνισμα, τα προϊόντα που αποτελούνται εξ ολοκλήρου ή κατά ένα μέρος από ουσίες διαφορετικές από τον καπνό, ανταποκρίνονται όμως στα άλλα κριτήρια των ορισμών (α), (β) και (δ) του εδαφίου (1).
(4) Τα τσιγάρα και τα άλλα καπνά για κάπνισμα που αποτελούνται εξ ολοκλήρου από ουσίες διαφορετικές από τον καπνό, δεν θεωρούνται βιομηχανοποιημένα καπνά, εφόσον προορίζονται αποκλειστικά για ιατρική χρήση .
(5) Εξοιμοιώνονται με θερμαονόμενα προϊόντα που αποτελούνται εξ ολοκλήρου ή κατά ένα μέρος από ουσίες διαφορετικές από τον καπνό, ανταποκρίνονται όμως στα κριτήρια που καθορίζονται στον ορισμό (ε) του εδαφίου (1).
82. (1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου επιβάλλεται, εισπράττεται και καταβάλλεται προς όφελος των γενικών προσόδων της Δημοκρατίας ειδικός φόρος κατανάλωσης στα βιομηχανοποιημένα καπνά που καθορίζονται στο Τρίτο Παράρτημα σύμφωνα με τους συντελεστές που εκτίθενται στο ίδιο Παράρτημα.
(2)(α) Ο συνολικός ειδικός φόρος κατανάλωσης (πάγιος φόρος και αναλογικός φόρος εξαιρουμένου του ΦΠΑ) στα τσιγάρα καθορίζεται σε ποσοστό επί της σταθμισμένης μέσης τιμής λιανικής πώλησης των τσιγάρων που τίθενται σε ανάλωση, το οποίο διαρθρώνεται σε ένα πάγιο στοιχείο και σε ένα αναλογικό στοιχείο, σύμφωνα με τους συντελεστές που εκτίθενται στο Τρίτο Παράρτημα.
(β) Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2013, το πάγιο στοιχείο του ειδικού φόρου κατανάλωσης δεν μπορεί να είναι κατώτερο του 5% ούτε ανώτερο του 76,5% του ποσού της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης που προκύπτει από το άθροισμα:
(i) του πάγιου ειδικού φόρου κατανάλωσης.
(ii) του αναλογικού ειδικού φόρου κατανάλωσης και του φόρου προστιθέμενης αξίας, που επιβάλλονται επί της σταθμισμένης μέσης τιμής λιανικής πώλησης.
(γ) Από 1ης Ιανουαρίου 2014, το πάγιο στοιχείο του ειδικού φόρου κατανάλωσης επί των τσιγάρων δεν μπορεί να είναι κατώτερο του 7,5% ούτε ανώτερο του 76,5% του ποσού της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης που προκύπτει από το άθροισμα:
(i) του πάγιου ειδικού φόρου κατανάλωσης.
(ii) του αναλογικού ειδικού φόρου κατανάλωσης και του φόρου προστιθέμενης αξίας, που επιβάλλονται επί της σταθμισμένης μέσης τιμής λιανικής πώλησης.
(δ) Το αναλογικό στοιχείο είναι αποτέλεσμα του κλάσματος που έχει ως αριθμητή το γινόμενο του συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης επί την σταθμισμένη μέση τιμή λιανικής πώλησης, μείον τον πάγιο φόρο και παρονομαστή την σταθμισμένη μέση τιμή λιανικής πώλησης.
(3) Η σταθμισμένη μέση τιμή λιανικής πώλησης υπολογίζεται με αναγωγή στη συνολική αξία όλων των τσιγάρων που τίθενται σε ανάλωση, βάσει της λιανικής τιμής πώλησης, περιλαμβανομένων όλων των φόρων, διαιρούμενη δια της συνολικής ποσότητας των τσιγάρων που τίθενται σε ανάλωση. Καθορίζεται το αργότερο έως την 1η Μαρτίου κάθε έτους, βάσει των δεδομένων που αφορούν τις συνολικές ποσότητες που τέθηκαν σε ανάλωση κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος:
(3) Η πλέον ζητούμενη τιμή λιανικής πώλησης των τσιγάρων που λαμβάνεται ως βάση υπολογισμού του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα τσιγάρα, καθορίζεται ανεξάρτητα από το σήμα και την προέλευσή τους, σύμφωνα με τα στοιχεία συνολικών πωλήσεων που είναι γνωστά την 1ην Ιανουαρίου κάθε έτους, με γνωστοποίηση του Διευθυντή και η έναρξη εφαρμογής της ορίζεται μεταξύ 1 και 15 Ιανουαρίου κάθε έτους:
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου τιμή λιανικής πώλησης, είναι η ανώτερη τιμή λιανικής πώλησης προς τους καταναλωτές, κάθε συγκεκριμένου προϊόντος βιομηχανοποιημένου καπνού, στην οποία περιλαμβάνονται και οι επιβαλλόμενοι τελωνειακοί δασμοί, ειδικοί φόροι κατανάλωσης και Φόρος Προστιθέμενης Αξίας.
83. Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης των βιομηχανοποιημένων καπνών που εισάγονται από τρίτες χώρες ή εισέρχονται στη Δημοκρατία από κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μεταφέρονται από ιδιώτες ή παραλαμβάνονται με ταχυδρομικά δέματα από ιδιώτες αποκλειστικά για την ατομική τους χρήση, σε ποσότητα μεγαλύτερη από εκείνη που επιτρέπεται ατελώς δυνάμει των διατάξεων της τελωνειακής νομοθεσίας και του παρόντος Νόμου, υπολογίζεται με βάση πλασματικές τιμές λιανικής πώλησης που καθορίζονται από το Διευθυντή κατά δικαία κρίση.
84. Για σκοπούς υπολογισμού του ειδικού φόρου κατανάλωσης ένας κύλινδρος κατά την έννοια της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 81, με βάση το μήκος του, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το φίλτρο και το επιστόμιο του, θεωρείται:
(α) ως ένα τσιγάρο, όταν έχει μήκος μέχρι οκτώ (8) εκατοστόμετρα,
(β) ως δύο τσιγάρα, όταν έχει μήκος μεγαλύτερο από οκτώ (8) εκατοστόμετρα αλλά δεν υπερβαίνει τα έντεκα (11) εκατοστόμετρα,
(γ) ως τρία τσιγάρα, όταν έχει μήκος μεγαλύτερο από έντεκα (11) εκατοστόμετρα αλλά δεν υπερβαίνει τα δεκατέσσερα (14) εκατοστόμετρα και ούτω καθεξής.
85. (1) Οι ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης των βιομηχανοποιημένων καπνών, που προορίζονται να τεθούν σε ανάλωση στη Δημοκρατία καθορίζονται ελεύθερα από τους καπνοβιομηχάνους ή κατά περίπτωση τους αντιπροσώπους ή εντολοδόχους τους στην Κυπριακή Δημοκρατία ή τους εισαγωγείς από τρίτες χώρες οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να γράφουν με ανεξίτηλο τρόπο σε ευρώ την ανώτερη τιμή λιανικής πώλησης σε εμφανές σημείο στην εκάστοτε μικρότερη συσκευασία στην οποία διατίθενται στη λιανική πώληση τα τσιγάρα.
(2) Τα πρόσωπα του εδαφίου (1) υποχρεούνται, 15 ημέρες τουλάχιστον πριν από κάθε σκοπούμενη μεταβολή της τιμής των προϊόντων τους ή την κυκλοφορία νέων τύπων, να δηλώνουν τούτο εγγράφως στο Διευθυντή παρέχοντας τέτοιες λεπτομέρειες που ήθελε εκάστοτε καθορίσει ο Διευθυντής.
(3) Η παρά των ως άνω επαγγελματιών, ή λιανοπωλητών, ή καπνοπωλών διάθεση στους καταναλωτές τσιγάρων σε τιμή ανώτερη της αναγραφόμενης ανώτερης τιμής λιανικής πώλησης ως αναφέρεται στο εδάφιο (1) πιο πάνω, απαγορεύεται και οποιοδήποτε πρόσωπο παραβαίνει την παρούσα διάταξη υπόκειται σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει το τριπλάσιο ποσό του ειδικού φόρου κατανάλωσης που αναλογεί στην ποσότητα των τσιγάρων αναφορικά με τα οποία διαπράττεται το αδίκημα ή στα χίλια πεντακόσια ευρώ ή σε κάθε περίπτωση το μεγαλύτερο των πιο πάνω ποσών ή σε φυλάκιση μέχρι δύο χρόνια ή και στις δύο ποινές της φυλάκισης και της χρηματικής.
(4) Ο Διευθυντής δύναται κατά την κρίση του να επιβάλλει περιορισμούς στις ποσότητες των βιομηχανοποιημένων καπνών που τίθενται σε ανάλωση κατά την περίοδο πριν από την αύξηση της φορολογίας στα προϊόντα αυτά.
86. (1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με Διάταγμά του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας να απαλλάξει τα πιο κάτω προϊόντα από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης ή επιτρέψει την επιστροφή του καταβληθέντος σ’ αυτά ειδικού φόρου κατανάλωσης υπό τους όρους και προϋποθέσεις που ήθελε εκάστοτε επιβάλει:
(α) τα μετουσιωμένα επεξεργασμένα καπνά που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στη βιομηχανία ή στην καλλιέργεια δενδροκηπευτικών.
(β) τα βιομηχανοποιημένα καπνά που προορίζονται αποκλειστικά για επιστημονικές δοκιμές και για έλεγχο ποιότητας προϊόντων,
(γ) τα βιομηχανοποιημένα καπνά που χρησιμοποιούνται εκ νέου από τον καπνοβιομήχανο.
(2) Οποιοδήποτε πρόσωπο χρησιμοποιεί βιομηχανοποιημένα καπνά για άλλο από τον προβλεπόμενο στις απαλλαγές του εδαφίου (1) σκοπό, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει το τριπλάσιο ποσό του ειδικού φόρου κατανάλωσης που αναλογεί στα βιομηχανοποιημένα καπνά αναφορικά με τα οποία διαπράττεται το αδίκημα ή τις επτακόσιες πενήντα λίρες ή σε κάθε περίπτωση το μεγαλύτερο των πιο πάνω ποσών ή σε φυλάκιση μέχρι δύο χρόνια ή και στις δύο ποινές της φυλάκισης και της χρηματικής, και τα βιομηχανοποιημένα καπνά υπόκεινται σε δήμευση.
87. (1) Τηρουμένων των όρων τους οποίους ήθελε ο Διευθυντής επιβάλει επιστρέφεται ο καταβληθείς ειδικός φόρος κατανάλωσης σε βιομηχανοποιημένα καπνά τα οποία λόγω υπερβολικής ξηρότητας ή άλλης φυσικής αιτίας καθίστανται ακατάλληλα για κατανάλωση και καταστρέφονται μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου προσώπου. Τα έξοδα καταστροφής βαρύνουν το πρόσωπο αυτό.
(2) Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης που έχει καταβληθεί για τα προϊόντα που καταστρέφονται σύμφωνα με το εδάφιο (1) επιστρέφεται εφόσον η αίτηση περί καταστροφής υποβάλλεται στο Διευθυντή εντός τριετίας από τη λήξη του έτους επιβολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης.
88. Με γνωστοποίηση του Διευθυντή δύναται να καθορίζονται ενδείξεις που θα αναγράφονται ή επιτίθενται στα βιομηχανοποιημένα καπνά, τα οποία προορίζονται για τις ξένες πρεσβείες και διπλωματικές αποστολές ή για τα καταστήματα αφορολογήτων ειδών ή για εφοδιασμό των πλοίων και αεροσκαφών που αναχωρούν για το εξωτερικό, ή με άλλο τρόπο διατίθενται χωρίς την καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης.