50. (1) Η διαδικασία έρευνας που ακολουθείται δυνάμει του παρόντος Μέρους αποκαλείται συνοπτική διαδικασία και αφορά τις περιπτώσεις όπου το είδος ή ύψος του οφέλους δύναται ευχερέστερο να συναχθεί από ανάλυση της οικονομικής κατάστασης του κατηγορουμένου και της οικογένειάς του.
(2) Για τους σκοπούς του Μέρους οι φράσεις-
"οικονομική κατάσταση του κατηγορουμένου" περιλαμβάνει τα εισοδήματα του κατηγορουμένου από οποιαδήποτε πηγή και όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία την οποία είχε ή απέκτησε τα τελευταία έξι χρόνια πριν από την καταδίκη του˙
"οικογένεια του κατηγορουμένου" περιλαμβάνει τον πατέρα, τη μητέρα, τη σύζυγο και τους κατιόντες του.
(3) Η έρευνα που αναφέρεται στο Μέρος αυτό διενεργείται κατόπιν αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα όταν το δικαστήριο το οποίο έχει καταδικάσει πρόσωπο για οποιοδήποτε γενεσιουργό αδίκημα πιστεύει ότι συντρέχουν λόγοι για τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό την επιβολή ανάλογης χρηματικής ποινής σε σχέση με τα έσοδα που ο κατηγορούμενος δυνατό να είχε από τη διάπραξη του αδικήματος.
51. Η συνοπτική έρευνα διεξάγεται βάσει των προϋποθέσεων του άρθρου 6 και σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:
(α) Το δικαστήριο καλεί τον κατηγορούμενο να δώσει λεπτομέρειες για οποιοδήποτε θέμα σχετικό με την επιβολή της ποινής, περιλαμβανομένης της οικονομικής του κατάστασης όπως και της οικονομικής κατάστασης της οικογένειάς του. Οι λεπτομέρειες πρέπει να συνοδεύονται από αποδείξεις, τίτλους και άλλα έγγραφα τα οποία επιβεβαιώνουν την ορθότητά τους˙
(β) η εξέταση του κατηγορουμένου γίνεται από το δικαστήριο μέσω του οποίου υποβάλλονται ερωτήσεις από την κατηγορούσα αρχή και από το δικηγόρο του κατηγορουμένου. Το δικαστήριο δύναται να επιτρέψει, αν το κρίνει σκόπιμο, την αντεξέταση του κατηγορουμένου από την κατηγορούσα αρχή και την επανεξέτασή του από το δικηγόρο του˙
(γ) ο κατηγορούμενος μετά την εξέτασή του από το δικαστήριο δύναται να καλέσει μάρτυρες και να προσαγάγει μαρτυρία προς υποστήριξη των ισχυρισμών του. Ακολούθως η κατηγορούσα αρχή δύναται να καλέσει μάρτυρες και να προσαγάγει μαρτυρία προς αντίκρουση των ισχυρισμών του κατηγορουμένου˙
(δ) οι μάρτυρες οι οποίοι καλούνται να καταθέσουν με βάση τις διατάξεις της παραγράφου (γ) αντεξετάζονται και επανεξετάζονται ως να επρόκειτο για μάρτυρες σε ποινική διαδικασία˙
(ε) αν μετά το τέλος της έρευνας ο κατηγορούμενος δεν έχει δώσει επαρκείς και ικανοποιητικές εξηγήσεις τόσο για τον τρόπο απόκτησης των διάφορων περιουσιακών στοιχείων του ιδίου και της οικογένειάς του όσο και για οποιοδήποτε άλλο θέμα σχετικά με τις πρόνοιες του άρθρου 7, το δικαστήριο δύναται να υποθέσει ότι-
(i) Η περιουσία του ή μέρος της, η οποία αποκτήθηκε οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι ετών πριν από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας και για την οποία δε δόθηκαν ικανοποιητικές εξηγήσεις ή δεν υποστηρίζονταν από ικανοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία, έχει αποκτηθεί με έσοδα προερχόμενα από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος.
(ii) η περιουσία της οικογένειάς του ή μέρος της για την οποία δε δόθηκαν επαρκείς και ικανοποιητικές εξηγήσεις και η οποία μεταβιβάστηκε κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι ετών πριν από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας αποτέλεσε αντικείμενο δωρεάς η οποία παρασχέθηκε από τον κατηγορούμενο με σκοπό την αποφυγή των συνεπειών του Νόμου˙
(στ) το δικαστήριο, μετά τη διαπίστωση ότι ο κατηγορούμενος έχει αποκομίσει όφελος από τη διάπραξη γενεσιουργών αδικημάτων και τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 50, προβαίνει στην επιβολή χρηματικής ποινής, χωρίς να επηρεάζεται η εξουσία του να επιβάλει πρόσθετα και οποιαδήποτε άλλη ποινή.
(ζ) το δικαστήριο, κατά τον υπολογισμό της χρηματικής ποινής λαμβάνει υπόψη το όφελος του κατηγορουμένου από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος όπως αυτό διαπιστώνεται από την πιο πάνω έρευνα˙
(η) για να καταστεί δυνατή η διεξαγωγή της προβλεπόμενης από το παρόν άρθρο έρευνας, το δικαστήριο δύναται να εκδώσει οποιαδήποτε διαταγή, για να εξαναγκάσει τον κατηγορούμενο ή άλλο πρόσωπο να προσέλθει και να καταθέσει ή να παρουσιάσει οτιδήποτε σχετικό με την έρευνα.
52. Πρόσωπο το οποίο καλείται να καταθέσει ενώπιον του δικαστηρίου σχετικά με την έρευνα που διεξάγεται δυνάμει του Μέρους αυτού και το οποίο εν γνώσει του παρέχει ψευδείς ή ανακριβείς πληροφορίες διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση τεσσάρων ετών.
53. (1) Το δικαστήριο με σκοπό την είσπραξη της χρηματικής ποινής δύναται, αν το κρίνει σκόπιμο, να διορίσει παραλήπτη ο οποίος ασκεί τις αρμοδιότητες ως εάν είχε διοριστεί δυνάμει του άρθρου 17.
(2) Για την είσπραξη της χρηματικής ποινής και τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), εφαρμόζονται οι πρόνοιες του άρθρου 9 ως να ήταν η αναφορά που γίνεται στο άρθρο αυτό σε διάταγμα δήμευσης αναφορά σε χρηματική ποινή η οποία επιβάλλεται κατόπιν έρευνας δυνάμει των προνοιών του παρόντος Μέρους.
(3) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πρόνοια άλλου νόμου σχετικά με τον τρόπο εκτέλεσης ενταλμάτων για την καταβολή χρηματικής ποινής, έρευνα η οποία διεξάγεται από το δικαστήριο για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους λογίζεται ότι είναι και έρευνα η οποία διεξάγεται δυνάμει του άρθρου 119 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και το δικαστήριο δεν επιβάλλει χρηματική ποινή η οποία ενόψει των ευρημάτων της έρευνας δε δύναται να εισπραχθεί είτε από την περιουσία του κατηγορουμένου είτε από ακύρωση μεταβιβάσεων και δωρεών περιουσίας σε μέλη της οικογένειάς του.