32. (1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) και ύστερα από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα κατακράτησης περιουσίας υπόπτου ο οποίος βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας της Δημοκρατίας ή έχει αποθάνει.
(2) Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα κατακράτησης περιουσίας δυνάμει του εδαφίου (1), αφού ικανοποιηθεί από ένορκη δήλωση ή άλλη μαρτυρία ότι-
(α) Υπάρχει εκ πρώτης όψεως απόδειξη εναντίον του υπόπτου για διάπραξη καθορισμένου αδικήματος˙ και
(β) η περιουσία του υπόπτου δυνατό να μετατραπεί ή να μεταβιβαστεί ή μετακινηθεί εκτός δικαιοδοσίας της Δημοκρατίας με σκοπό την απόκρυψη ή συγκάλυψη της παράνομης προέλευσης της.
(3) Το διάταγμα κατακράτησης ισχύει για έξι μήνες αλλά το δικαστήριο δύναται να παρατείνει την ισχύ του μέχρι ενός έτους αν συντρέχουν εύλογες αιτίες.
33. (1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) και ύστερα από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα δήμευσης περιουσίας εναντίον υπόπτου ο οποίος βρίσκεται εκτός δικαιοδοσίας ή έχει αποθάνει.
(2) Το δικαστήριο εκδίδει διάταγμα δήμευσης δυνάμει του εδαφίου (1), αν ο ύποπτος δεν παρουσιαστεί ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη διάρκεια ισχύος του διατάγματος κατακράτησης βάσει του άρθρου 32 και εφόσον ικανοποιηθεί ότι-
(α) Η κατηγορούσα αρχή κατέβαλε εύλογες προσπάθειες για ανεύρεσή του˙ και
(β) δόθηκε η ευκαιρία σε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο πρόσωπο το οποίο δυνατό να επηρεαστεί από την έκδοση διατάγματος δήμευσης, να εκθέσει αν το επιθυμεί ενώπιον του δικαστηρίου οποιεσδήποτε απόψεις έχει σχετικά με την έκδοση του διατάγματος.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο έχει εκδώσει διάταγμα δήμευσης δυνάμει του άρθρου αυτού και ο ύποπτος προσάγεται σε μεταγενέστερο στάδιο ενώπιον του δικαστηρίου σε σχέση με το καθορισμένο αδίκημα για το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα δήμευσης, το Μέρος ΙΙ του Νόμου αυτού δεν εφαρμόζεται σε σχέση με το εν λόγω καθορισμένο αδίκημα, εφαρμόζονται όμως τηρουμένων των αναλογιών οι διατάξεις του Μέρους ΙΙΙ.
34. (1) Το άρθρο αυτό εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου-
(α) Το δικαστήριο έχει εκδώσει διάταγμα κατακράτησης δυνάμει του άρθρου 32 ή δήμευσης δυνάμει του άρθρου 33 εναντίον υπόπτου ο οποίος ήταν εκτός δικαιοδοσίας της Δημοκρατίας˙ και
(β) ο ύποπτος στη συνέχεια δικάζεται για το καθορισμένο αδίκημα ή αδικήματα και αθωώνεται.
(2) Το δικαστήριο από το οποίο ο κατηγορούμενος αθωώνεται ακυρώνει το διάταγμα κατακράτησης ή δήμευσης.
(3) Ύστερα από αγωγή του προσώπου που είχε περιουσία, το δικαστήριο δύναται να επιδικάσει αποζημιώσεις στο πρόσωπο αυτό αν ικανοποιηθεί ότι το εν λόγω πρόσωπο υπέστη ζημιά ως αποτέλεσμα του διατάγματος κατακράτησης ή δήμευσης που εκδόθηκε, δυνάμει του άρθρου 32 ή 33 ανάλογα με την περίπτωση.
(4) Το ποσό της αποζημίωσης πρέπει να είναι δίκαιο, αφού το δικαστήριο λάβει υπόψη κατά τον υπολογισμό των αποζημιώσεων όλα τα περιστατικά της υπόθεσης.