110.-(1) Σε περίπτωση που -
(α) οικονομικός φορέας, δαπανήσει περισσότερα από την προβλεπόμενη πρόνοια του προϋπολογισμού του ή δαπανήσει περισσότερα από το ποσό που έχει κατανεμηθεί για κάθε τρίμηνο, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 60 ή
(β) οικονομικός φορέας, παραβιάζει οποιουσδήποτε κανόνες και ανώτατες οροφές που καθορίζονται στους προϋπολογισμούς των οικονομικών φορέων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, τους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου και του Στρατηγικού Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής ή
(γ) οικονομικός φορέας, παραβιάζει οποιεσδήποτε διατάξεις του παρόντος Νόμου, των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, ή τον περί Προϋπολογισμού Νόμο ή
(δ) κατά την άποψη του Υπουργού, η πραγματική δαπάνη ενός οικονομικού φορέα υπερβαίνει κατά πολύ την εκτίμηση της δαπάνης που υποβλήθηκε από αυτόν, σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 60 και υπάρχει κίνδυνος η πραγματική δαπάνη του εν λόγω οικονομικού φορέα να έχει υπερβεί ή θα υπερβεί την προϋπολογισθείσα πρόνοια σύμφωνα με τον περί Προϋπολογισμού Νόμο,
ο Υπουργός δύναται να-
(i) ζητά από τον προϊστάμενο του οικονομικού φορέα να του υποβάλλει για έγκριση σχέδιο δράσης για διόρθωση των αποκλίσεων, παραβάσεων ή για αντιμετώπιση των κινδύνων ή για επαναφορά δαπάνης στα επίπεδα της εκτίμησης,
(ii) αναστέλλει, ολικώς ή μερικώς για συγκεκριμένη περίοδο-
(αα) την υλοποίηση των εγκριμένων πιστώσεων του οικονομικού φορέα·
(ββ) τη δυνατότητα του προϊστάμενου του οικονομικού φορέα να ανακατανείμει τις πιστώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 63·
(γγ) τη δυνατότητα του προϊστάμενου του οικονομικού φορέα να μεταφέρει πιστώσεις μεταξύ οικονομικών ετών, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 64·
(iii) ζητά από τον προϊστάμενο του οικονομικού φορέα να του υποβάλλει για έγκριση, πριν την εκταμίευση των εγκριμένων πιστώσεων του οικονομικού φορέα, όπως αυτός ήθελε καθορίσει·
(iv) ζητά από τον προϊστάμενο του οικονομικού φορέα να προχωρήσει στην εκποίηση οποιασδήποτε περιουσίας ή περιουσιακών στοιχείων του οικονομικού φορέα·
(v) προβαίνει σε αναστολή της πλήρωσης οποιωνδήποτε κενών θέσεων που έχουν προβλεφθεί στον περί Προϋπολογισμού Νόμο του οικονομικού φορέα για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και
(vi) ζητά οποιεσδήποτε οικονομικές καταστάσεις και οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες επιπρόσθετες από αυτές που απαιτούνται από τον παρόντα Νόμο ή οποιοδήποτε άλλο σχετικό νόμο.
(2) Όταν ο Υπουργός επιβάλλει οποιαδήποτε κύρωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), αυτός δύναται, κατά την κρίση του, να δημοσιεύσει το γεγονός.
111.-(1) Τα αδικήματα για παραβάσεις όσον αφορά τις πιστώσεις ή άλλες διατάξεις του περί Προϋπολογισμού Νόμου, καθορίζονται στον περί της Διαχείρισης των Εσόδων και Δαπανών και του Λογιστικού της Δημοκρατίας Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(2) Οποιοσδήποτε λειτουργός ή υπάλληλος οικονομικού φορέα ο οποίος, χωρίς εύλογη δικαιολογία, αναλαμβάνει δεσμεύσεις κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Οποιοσδήποτε λειτουργός ή υπάλληλος Αρχής Τοπικής Αυτοδιοίκησης και υπάλληλος άλλων οντοτήτων της Γενικής Κυβέρνησης ή μη κερδοσκοπικής δημόσιας εταιρείας ο οποίος, χωρίς εύλογη δικαιολογία, εξουσιοδοτεί τη διενέργεια δαπανών που υπερβαίνει τις εγκριμένες πιστώσεις του σχετικού προϋπολογισμού του, διαπράττει αδίκημα που υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες (€20.000) ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.
(4) Οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, χωρίς εύλογη δικαιολογία, αρνείται ή αδυνατεί να ετοιμάσει και υποβάλει οποιαδήποτε πληροφορία που είναι υπό την ευθύνη του και απαιτείται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή υποβάλλει ψευδή στοιχεία τα οποία απαιτούνται από τον παρόντα Νόμο, διαπράττει ποινικό αδίκημα που υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες (€20.000) ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.