8. (1) Πρόσωπο δύναται να ενεργεί ως σύμβουλος αφερεγγυότητας καθ’ οποιοδήποτε χρόνο, εάν, κατά τον εν λόγω χρόνο, κατέχει ισχύουσα άδεια συμβούλου αφερεγγυότητας, η οποία έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Νομικό πρόσωπο δεν δύναται να ενεργεί ως σύμβουλος αφερεγγυότητας.
(3) Πρόσωπο δεν δύναται να ενεργεί ως σύμβουλος αφερεγγυότητας καθ’ οποιονδήποτε χρόνο εάν, κατά τον εν λόγω χρόνο, -
(α) έχει κηρυχθεί πτωχεύσας κατά τις διατάξεις του περί Πτωχεύσεως Νόμου και δεν έχει αποκατασταθεί·
(β) υπόκειται σε διάταγμα βάσει του άρθρου 180 του περί Εταιρειών Νόμου·
(γ) κατέχει δημόσιο αξίωμα, μόνιμο ή προσωρινό, στη δημόσια υπηρεσία·
(δ) έχει καταδικαστεί για οποιοδήποτε αδίκημα, το οποίο περιλαμβάνει έλλειψη εντιμότητας ή αισχρότητα και, σε περίπτωση τέτοιας καταδίκης, δεν έχει αποκατασταθεί, βάσει των διατάξεων του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται· ή
(ε) δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα δυνάμει οποιουδήποτε Νόμου ή διατάγματος δικαστηρίου.
9. (1) Για τη χορήγηση άδειας συμβούλου αφερεγγυότητας, υποβάλλεται αίτηση σε αρμόδια αρχή και ο τύπος της αίτησης, οι πληροφορίες που περιλαμβάνει, τυχόν πιστοποιητικά που τη συνοδεύουν, καθώς και το τέλος, στο οποίο υπόκειται, καθορίζονται με Διάταγμα του Υπουργού, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2) Καθ’ οποιονδήποτε χρόνο από τη λήψη της αίτησης και πριν τη λήψη της απόφασής της, η αρμόδια αρχή δύναται να απαιτήσει από τον αιτητή να προσκομίσει επιπρόσθετες πληροφορίες.
(3) Κάθε αίτηση δύναται να αποσυρθεί πριν αυτή απορριφθεί ή πριν χορηγηθεί η σχετική άδεια, χωρίς επιστροφή του καταβαλλόμενου τέλους που ορίζεται στο εδάφιο (1).
10. (1) Η αρμόδια αρχή δύναται, σχετικά με αίτηση που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 9, και μετά την προσκόμιση όλων των πληροφοριών που δύναται να απαιτήσει δυνάμει του εν λόγω άρθρου, να εγκρίνει την αίτηση και να χορηγήσει άδεια συμβούλου αφερεγγυότητας ή να απορρίψει την αίτηση.
(2) Η αρμόδια αρχή χορηγεί άδεια μόνο εάν προκύπτει από τα στοιχεία που προσκομίστηκαν από τον αιτητή και έχοντας υπόψη τέτοιες άλλες πληροφορίες, που μπορεί να έχει στη διάθεσή της, ότι ο αιτητής πληροί τουλάχιστον τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 14.
(3) Άδεια που χορηγείται δυνάμει του παρόντος άρθρου, εάν δεν έχει προηγουμένως ανακληθεί, υπόκειται σε καθορισμένο τέλος κατά τα οριζόμενα σε Κανονισμούς σύμφωνα με το άρθρο 22, και ισχύει για ένα (1) έτος.
(4) Με την πληρωμή του προβλεπόμενου τέλους από τον σύμβουλο αφερεγγυότητας και χωρίς περαιτέρω αίτηση, η αρμόδια αρχή ανανεώνει την άδεια, τουλάχιστον ένα (1) μήνα πριν τη λήξη άδειας που εκδόθηκε σύμφωνα με το παρόν άρθρο, και η νέα άδεια τίθεται σε ισχύ αμέσως μετά τη λήξη της προηγούμενης άδειας.
11. (1) Άδεια που χορηγείται δυνάμει του παρόντος άρθρου δύναται να ανακληθεί από την αρμόδια αρχή, εάν αυτή κρίνει ότι ο κάτοχος άδειας-
(α) δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να ενεργεί ως σύμβουλος αφερεγγυότητας δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου 8·
(β) δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις του άρθρου 14·
(γ) με την επιφύλαξη των παραγράφων (α) και (β)-
(i) δεν έχει συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή οποιασδήποτε κείμενης νομοθεσίας ή οποιωνδήποτε κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτών, ή
(ii) έχει παράσχει στην αρμόδια αρχή ψευδείς, ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες.
(2) Σε περίπτωση ανάκλησης άδειας, το εδάφιο (4) του άρθρου 10 δεν τυγχάνει εφαρμογής.
12. (1) Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή χορηγήσει άδεια δυνάμει του άρθρου 10, ενημερώνει γραπτώς τον αιτητή, προσδιορίζοντας την ημερομηνία, κατά την οποία τίθεται σε ισχύ η άδεια αυτή.
(2) Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή προτίθεται να απορρίψει αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 10 ή να ανακαλέσει άδεια σύμφωνα με το άρθρο 11, επιδίδει στον αιτητή ή στον κάτοχο της άδειας, ανάλογα με την περίπτωση, γραπτή ειδοποίηση για την πρόθεσή της αυτή, καθορίζοντας τους λόγους στους οποίους αυτή βασίζεται.
(3) Στην περίπτωση προτεινόμενης ανάκλησης άδειας, η ειδοποίηση αναφέρει την ημερομηνία κατά την οποία προτείνεται να τεθεί σε ισχύ η ανάκληση.
(4) Ειδοποίηση δυνάμει του εδαφίου (2), παρέχει στοιχεία για το δικαίωμα για παραστάσεις, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 13, από πρόσωπο, το οποίο λαμβάνει την ειδοποίηση.
13. (1) Πρόσωπο, το οποίο λαμβάνει ειδοποίηση δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 12, δύναται εντός δεκατεσσάρων (14) ημερών από την ημερομηνία της λήψης της σχετικής ειδοποίησης, να προβεί σε γραπτές παραστάσεις προς την αρμόδια αρχή.
(2) Η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη οποιεσδήποτε παραστάσεις, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), κατά τη λήψη της απόφασής της είτε για απόρριψη της αίτησης, είτε για ανάκληση της άδειας, ανάλογα με την περίπτωση.
14. (1) Πρόσωπο δύναται να εξουσιοδοτηθεί να ενεργεί ως σύμβουλος αφερεγγυότητας, μόνον εφόσον πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις -
(α) είναι μέλος της αρμόδιας αρχής που χορηγεί την άδεια, στην οποία η αρμόδια αρχή δεν είναι η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας∙
(β) κατέχει πανεπιστημιακό τίτλο σπουδών ή ισοδύναμο προσόν∙
(γ) έχει απασχοληθεί για ελάχιστη περίοδο τριών (3) ετών που προηγείται της αίτησης, υπό μια τουλάχιστο από τις ιδιότητες του δικηγόρου, νομικού, εγκεκριμένου λογιστή, εγγεγραμμένου ελεγκτή, αναλογιστή, λειτουργού ή εξεταστή στον Επίσημο Παραλήπτη ή/και στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας ή του επαγγελματία στο χρηματοοικονομικό τομέα∙
(δ) έχει αποκτήσει την καθορισμένη επαγγελματική πείρα σύμφωνα με το εδάφιο (2)∙
(ε) έχει επιτύχει σε εξετάσεις επαγγελματικής ικανότητας, οι οποίες έχουν οργανωθεί ή αναγνωρισθεί από τη Δημοκρατία∙ και
(στ) διατηρεί σε ισχύ, ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης, η οποία περιέχει τις ελάχιστες απαιτήσεις που καθορίζονται με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22.
(2) Για τους σκοπούς της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1), επαγγελματική πείρα σημαίνει αποδεδειγμένη επαγγελματική πείρα σε θέματα αφερεγγυότητας, η οποία προηγείται της αίτησης, για περίοδο δύο (2) ετών ή για εξακόσιες (600) ώρες εντός περιόδου δύο (2) ετών ή πείρα σε δέκα (10) υποθέσεις εκ των οποίων οι μισές τουλάχιστον να μην αφορούν σε εκούσιες εκκαθαρίσεις, εντός περιόδου δύο (2) ετών.
(3) (α) Οι εξετάσεις επαγγελματικής ικανότητας που αναφέρονται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (1) διασφαλίζουν το επίπεδο των απαιτούμενων θεωρητικών γνώσεων που είναι σχετικές με τις διαδικασίες αφερεγγυότητας και την ικανότητα της πρακτικής εφαρμογής τους.
(β) Οι εξετάσεις καλύπτουν τέτοια θέματα, όπως αυτά δύναται να καθορισθούν με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22.
(4) Πρόσωπο στο οποίο χορηγείται άδεια σύμβουλου αφερεγγυότητας συμμετέχει σε κατάλληλα προγράμματα συνεχούς εκπαίδευσης για τη διατήρηση επαρκών θεωρητικών γνώσεων, επαγγελματικών προσόντων και αξιών υψηλού επιπέδου.
(5) Η μη συμμόρφωση με την απαίτηση συνεχούς εκπαίδευσης κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (4) δύναται να επισύρει κυρώσεις που καθορίζονται σε Κανονισμούς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22.
(6) Οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο εφαρμόζονται τηρουμένων των διατάξεων του περί Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου, σε σχέση με υπηκόους κράτους μέλους που έχουν αποκτήσει επαγγελματικά προσόντα εκτός της Δημοκρατίας και επιθυμούν να ενεργήσουν ως σύμβουλοι αφερεγγυότητας στη Δημοκρατία, και σε υπηκόους τρίτων χωρών, ο οποίοι, σύμφωνα με τη νομοθεσία, έχουν τα ίδια δικαιώματα σχετικά με την αναγνώριση πιστοποιητικών, διπλωμάτων ή άλλων επαγγελματικών προσόντων με υπηκόους της Δημοκρατίας.