ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΑΡΜΟΔΙΑ ΑΡΧΗ
Αρμόδια αρχή και εξουσίες

6.-(1) Η Επιτροπή είναι η αρμόδια αρχή, η υπεύθυνη για να εξασφαλίζει την εποπτεία και εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού.

(2) Η Επιτροπή διασφαλίζει την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού στη Δημοκρατία, όσον αφορά όλες τις πράξεις που λαμβάνουν χώρα στη Δημοκρατία, καθώς και τις πράξεις που πραγματοποιούνται εκτός της Δημοκρατίας και σχετίζονται με μέσα που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, τα οποία πλειστηριάζονται σε χώρο πλειστηριασμών ή τα οποία διαπραγματεύονται σε ΠΜΔ ή ΟΜΔ ή για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ που δραστηριοποιείται στη Δημοκρατία.

(3) Η Επιτροπή είναι αρμόδια για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων ή και τη λήψη άλλων μέτρων και ασκεί τις εξουσίες της-

(α) ’μεσα· ή

(β) σε συνεργασία ΅ε άλλες αρχές ή όργανα ή σώματα ή συνδέσμους ή ΅ε διαχειριστές της αγοράς ή οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα· ή

(γ) υπό την ευθύνη της, ΅ε μεταβίβαση ή και εκχώρηση εξουσιών στις αρχές αυτές ή όργανα ή σώματα ή συνδέσμους ή στους διαχειριστές των αγορών ή σε οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα· ή

(δ) υπό την ευθύνη της, ΅ε μεταβίβαση ή και εκχώρηση εξουσιών στον Πρόεδρο ή και τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής, εκτός όπου ρητά απαγορεύεται από τον περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμο ή οποιοδήποτε άλλο νόμο· ή

(ε) ΅ε αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

(4) Οι διατάξεις του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου, που έχουν ως αντικείμενο την εποπτική αρμοδιότητα της Επιτροπής, την εξουσία της να συλλέγει πληροφορίες, να διενεργεί έρευνες και ελέγχους, να επιβάλλει κυρώσεις, με την επιφύλαξη των ειδικότερων διατάξεων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο αναφορικά με την επιβολή κυρώσεων και γενικά όλες τις αρμοδιότητες, εξουσίες, ευθύνες και καθήκοντα της, δυνάμει των διατάξεων του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου, ισχύουν για σκοπούς εφαρμογής και εποπτείας του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού, τηρουμένων των αναλογιών.

(5) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), η Επιτροπή έχει, τουλάχιστον, την εξουσία-

(α) Να έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο και άλλα δεδομένα οποιασδήποτε μορφής και να λαμβάνει αντίτυπο ή πρωτότυπο αυτών·

(β) να ζητά ή να απαιτεί πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων που συμμετέχουν διαδοχικά στη μεταβίβαση εντολών ή στη διεξαγωγή των σχετικών εργασιών, καθώς και τους εντολείς αυτών και, όταν απαιτείται, να καλεί και να ανακρίνει οποιοδήποτε πρόσωπο με σκοπό την απόκτηση πληροφοριών·

(γ) να ζητά πληροφορίες, όσον αφορά τα παράγωγα επί εμπορευμάτων, από συμμετέχοντες σε σχετικές αγορές άμεσης παράδοσης μέσω τυποποιημένων μορφότυπων, να λαμβάνει αναφορές σχετικά με συναλλαγές και να έχει άμεση πρόσβαση στα συστήματα των διαπραγματευτών·

(δ) να διεξάγει επιτόπιους ελέγχους και έρευνες σε χώρους που δεν αποτελούν ιδιωτικές κατοικίες φυσικών προσώπων·

(ε) να εισέρχεται σε εγκαταστάσεις φυσικών και νομικών προσώπων για την κατάσχεση εγγράφων και δεδομένων οποιασδήποτε μορφής, εφόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι τα έγγραφα ή τα δεδομένα που σχετίζονται με το αντικείμενο της επιθεώρησης ή της έρευνας ενδέχεται να είναι κρίσιμα για τη στοιχειοθέτηση υπόθεσης κατάχρησης προνομιακής πληροφορίας ή χειραγώγησης της αγοράς κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού:

Νοείται ότι, η είσοδος σε εγκατάσταση φυσικού προσώπου που χρησιμοποιείται ως κατοικία δεν επιτρέπεται για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου·

(στ) να παραπέμπει ζητήματα για ποινική διερεύνηση στην αρμόδια αρχή·

(ζ) να ζητά τα υπάρχοντα αρχεία καταγραφής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή άλλα αρχεία διακίνησης δεδομένων που τηρούνται από επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα χρηματοδοτικά ιδρύματα·

(η) να ζητά τα υπάρχοντα αρχεία διακίνησης δεδομένων που τηρούνται από φορέα παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών όταν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες παράβασης και τα εν λόγω αρχεία ενδέχεται να είναι σημαντικά για την έρευνα παραβάσεων των διατάξεων του ’ρθρου 14 στοιχείο α) ή β) ή του ’ρθρου 15 του Κανονισμού·

(θ) να ζητά τη δέσμευση ή την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων ή και τα δύο·

(ι) να αναστέλλει τη διαπραγμάτευση των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων·

(ια) να ζητά την προσωρινή διακοπή κάθε πρακτικής την οποία θεωρεί αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού·

(ιβ) να επιβάλλει προσωρινή απαγόρευση άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας· και

(ιγ) να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ορθή ενημέρωση του κοινού, συμπεριλαμβανομένης της διόρθωσης ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών που δημοσιοποιήθηκαν, μεταξύ άλλων απαιτώντας από οποιοδήποτε εκδότη ή άλλο πρόσωπο που δημοσίευσε ή διέδωσε ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες τη δημοσίευση διορθωτικής δήλωσης.

(6) Η γνωστοποίηση πληροφοριών στην Επιτροπή από πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού, δεν θεωρείται ότι παραβιάζει οποιοδήποτε περιορισμό στη δημοσιοποίηση πληροφοριών που επιβάλλεται διά συμβολαίου ή διά νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής διάταξης και δεν επισύρει για το πρόσωπο που προβαίνει στη γνωστοποίηση οποιαδήποτε νομική ευθύνη σε σχέση με την εν λόγω γνωστοποίηση.