19.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), οι Κανονισμοί αυτοί δύναται να προβλέπουν για όλα ή μερικά από τα ακόλουθα ζητήματα:
(α) Τον καθορισμό της διαδικασίας χορήγησης αδειών·
(β) τον καθορισμό του τύπου των δυνάμει του παρόντος Νόμου προβλεπόμενων αιτήσεων και άλλων εγγράφων και των πληρωτέων τελών αναφορικά με αυτά·
(γ) τον καθορισμό των τηρητέων από το Υφυπουργείο Τουρισμού μητρώων, αρχείων, βιβλίων ή άλλων εγγράφων.
(3) Οι Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου, δύνανται να προβλέψουν ότι οποιοδήποτε πρόσωπο παραβιάζει οποιαδήποτε διάταξη των Κανονισμών αυτών, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει ένα (1) έτος ή χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
20.-(1) Θέματα που αφορούν το προσωπικό καθορίζονται με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου και συγκεκριμένα οι Κανονισμοί αυτοί καθορίζουν τη διάκριση του προσωπικού σε ειδικότητες, τα σχετικά προσόντα, τον τρόπο προσλήψεως, τις ώρες εργασίας, τις άδειες, τους κανόνες συμπεριφοράς, εμφάνισης και εργασίας, τις ευθύνες, την πειθαρχία και την απόλυση και οποιαδήποτε θέματα αφορούν την εργασιακή σχέση του προσωπικού.
(2) Κανονισμοί οι οποίοι εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου, δύνανται όπως καθορίζουν την προσθήκη από τον επιχειρηματία ορισμένου ποσοστού στους λογαριασμούς πελατών ως δικαίωμα υπηρεσίας, αντί φιλοδωρήματος ή άλλης χρώσης για υπηρεσίες, και ρυθμίζεται ο τρόπος κατανομής του εν λόγω επιβαλλόμενου δικαιώματος υπηρεσίας μεταξύ των εργοδοτουμένων.
21. Το Υφυπουργείο Τουρισμού δύναται οποτεδήποτε να διεξάγει αυτεπάγγελτα έλεγχο σε ξενοδοχείο ή τουριστικό κατάλυμα ή αυτοεξυπηρετούμενο κατάλυμα, για τη διακρίβωση της ύπαρξης άδειας λειτουργίας ή άδειας εγγραφής καθώς και της τήρησης, από τον επιχειρηματία ή το διαχειριστή του αυτοεξυπηρετούμενου καταλύματος, των όρων της άδειας λειτουργίας του ξενοδοχείου ή του τουριστικού καταλύματος ή της άδειας εγγραφής του αυτοεξυπηρετούμενου καταλύματος.
22. (1) Οποιοσδήποτε-
(α) Χρησιμοποιεί τους όρους «ξενοδοχείο», «κυρίως ξενοδοχείο», «συγκρότημα οικίσκων», «κέντρο διακοπών» (holiday camp), «τουριστική κατασκήνωση» (camping ground και car camping), «οργανωμένα διαμερίσματα» (hotel apartments και service flats), «τουριστικά χωριά», «συγκρότημα τουριστικών επαύλεων», «ξενοδοχείο άνευ αστέρος», «οργανωμένα διαμερίσματα άνευ τάξης», «τουριστικό χωριό άνευ τάξης», «αυτοεξυπηρετούμενο κατάλυμα» ή άλλο όρο που προσδίδει έννοια ξενοδοχείου ή τουριστικού καταλύματος για τον χαρακτηρισμό επιχειρηματικής μονάδας, για την οποία δεν έχει εκδοθεί άδεια λειτουργίας δυνάμει των άρθρων 6 , 13 και 16Α· ή
(β) διατηρεί ή λειτουργεί ξενοδοχείο, ξενοδοχειακή μονάδα ή τουριστικό κατάλυμα χωρίς εκδοθείσα άδεια λειτουργίας ή αυτοεξυπηρετούμενο κατάλυμα χωρίς άδεια εγγραφής, ή η άδεια λειτουργίας του ή η άδεια εγγραφής του έχει ανακληθεί δυνάμει των άρθρων 6, 13 και 16Α,
είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές, εάν δε η παράβαση συνεχιστεί μετά την καταδίκη του, είναι ένοχος περαιτέρω αδικήματος και υπόκειται σε περαιτέρω χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τα διακόσια ευρώ (€200) για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης.
(2) Επιπρόσθετα με οποιαδήποτε άλλη ποινή που προβλέπεται από το παρόν άρθρο, το Δικαστήριο, με την καταδίκη οποιουδήποτε προσώπου για αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (1) δύναται να διατάξει-
(α) Τη διακοπή της λειτουργίας ξενοδοχείου, ξενοδοχειακής μονάδας ή τουριστικού καταλύματος ή αυτοεξυπηρετούμενου καταλύματος σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε το αδίκημα, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο διάταγμα του Δικαστηρίου, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες∙
(β) την καταβολή των εξόδων της δίκης από το καταδικασθέν πρόσωπο:
(3) Σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης οποιουδήποτε προσώπου με δικαστικό διάταγμα, που έχει εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2), ο Αστυνομικός Διευθυντής της Επαρχίας ή ο εκπρόσωπός του, εκτελεί το διάταγμα και αξιώνει την πληρωμή των εξόδων, που αποδεδειγμένα προέκυψαν κατά την εκτέλεση του και τα έξοδα αυτά θεωρούνται ποινή, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και η πληρωμή τους επιβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου:
(5) Κάθε πρόσωπο, το οποίο δεν συμμορφώνεται με δικαστικό διάταγμα, που εκδόθηκε σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (3) ή παραβιάζει τις τυχόν σφραγίδες που έχουν τοποθετηθεί σύμφωνα με το εδάφιο (4), διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(6) Επιπρόσθετα με οποιαδήποτε άλλη ποινή που προβλέπεται από τον Νόμο και τους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού, το Δικαστήριο έχει την εξουσία να διατάξει κάθε πρόσωπο το οποίο κρίθηκε ένοχο αδικήματος να συμμορφωθεί με τις σχετικές διατάξεις του Νόμου ή των Κανονισμών, σε σχέση με τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα.
(7)(α) Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται κατηγορία προσαχθείσα εναντίον προσώπου για αδίκημα που διαπράχθηκε κατά παράβαση του εδαφίου (1), δύναται κατόπιν μονομερούς αιτήσεως να διατάξει αναστολή κάθε εργασίας αναφορικά με τη διατήρηση ή λειτουργία ξενοδοχείου ή τουριστικού καταλύματος μέχρι της τελικής εκδίκασης της υπόθεσης αναφορικά με την οποία προσάφθηκε η κατηγορία:
(β) Εάν οποιοδήποτε πρόσωπο, σε βάρος του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α), αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς αυτό, εντός του καθορισμένου χρόνου, η αρμόδια αρχή νομιμοποιείται να εκτελεί το διάταγμα και τα έξοδα για την εκτέλεσή του, καταβάλλονται στην αρμόδια αρχή από το πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα, τα δε έξοδα αυτά λογίζονται ως ποινή σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και η πληρωμή αυτών επιβάλλεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Νόμου:
(8) Όταν αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου, το οποίο έχει διαπραχθεί από νομικό πρόσωπο, αποδεικνύεται ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή την ανοχή ή ότι οφείλεται σε αμέλεια οποιουδήποτε διευθύνοντος συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλου παρόμοιου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οποιουδήποτε προσώπου το οποίο εμφανιζόταν ότι ενεργεί με οποιαδήποτε τέτοια ιδιότητα, το πρόσωπο αυτό, καθώς και το νομικό πρόσωπο είναι ένοχο του αδικήματος τούτου και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στις ποινές που προβλέπει ο παρών Νόμος για το συγκεκριμένο αδίκημα.
(9) Οποιοσδήποτε παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου στην οποία δεν γίνεται ειδική πρόνοια περί τούτου, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
23.-(1) Σε περίπτωση παράβασης διατάξεων του παρόντος Νόμου ή και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών από οποιοδήποτε πρόσωπο, το Υφυπουργείο Τουρισμού δύναται να επιβάλει στον παραβάτη διοικητικό πρόστιμο ύψους δύο χιλιάδων ευρώ (€2.000) και, σε περίπτωση επανάληψης ή συνέχισης της παράβασης, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τέσσερεις χιλιάδες ευρώ (€4.000), χωρίς επηρεασμό οποιωνδήποτε άλλων διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (1), σε περίπτωση που το Υφυπουργείο Τουρισμού διαπιστώσει παράβαση του παρόντος Νόμου ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, δύναται να επιβάλει διοικητικά πρόστιμα σε-
(α) Νομικά πρόσωπα· και
(β) διοικητικό σύμβουλο, διευθυντικό στέλεχος ή αξιωματούχο ή γραμματέα των νομικών προσώπων, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η παράβαση οφειλόταν σε δική τους υπαιτιότητα, παράλειψη ή αμέλεια.
(3) Το Υφυπουργείο Τουρισμού δύναται να ανακοινώνει δημόσια οποιαδήποτε μέτρα ή κυρώσεις επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, εκτός εάν η ανακοίνωση αυτή ενδέχεται να προκαλέσει δυσανάλογη ζημιά στα εμπλεκόμενα μέρη.
(4) Το Υφυπουργείο Τουρισμού, επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) με γραπτή και αιτιολογημένη απόφαση του την οποία διαβιβάζει στο επηρεαζόμενο πρόσωπο, και-
(α) Η οποία καθορίζει την παράβαση· και
(β) διά της οποίας πληροφορεί το επηρεαζόμενο πρόσωπο-
(i) περί του δικαιώματός του να προσβάλει την απόφαση με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 146 του Συντάγματος και του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου, και
(ii) περί των προθεσμιών εντός των οποίων δύνανται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα, και
(γ) η οποία καθίσταται εκτελεστή με την εν λόγω διαβίβασή της.
(5) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής διοικητικού προστίμου που έχει επιβληθεί από το Υφυπουργείο, λαμβάνονται δικαστικά μέτρα προς είσπραξη σύμφωνα με το εδάφιο (7).
(6) Τα διοικητικά πρόστιμα που επιβάλλονται από το Υφυπουργείο Τουρισμού κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου λογίζονται έναντι των εσόδων του Πάγιου Ταμείου της Δημοκρατίας.
(7) Σε περίπτωση παράλειψης καταβολής διοικητικού προστίμου ή χρηματικής πληρωμής που καθορίζεται στο πλαίσιο συμβιβασμού, το Υφυπουργείο Τουρισμού δύναται να λαμβάνει δικαστικά μέτρα προς είσπραξή του και το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος στη Δημοκρατία.
(8) Πριν να προβεί στην έκδοση της απόφασής του για ενδεχόμενη επιβολή διοικητικού προστίμου, το Υφυπουργείο οφείλει να δίδει δικαίωμα ακρόασης σε κάθε επηρεαζόμενο πρόσωπο και να επισημαίνει τα δικαιώματα που του παρέχονται δυνάμει του εδαφίου (9).
(9) Πρόσωπο, το οποίο ειδοποιείται με βάση το εδάφιο (8) έχει το δικαίωμα, εντός προθεσμίας την οποία θέτει το Υφυπουργείο Τουρισμού και η οποία δύναται να είναι μεταξύ τριών (3) και είκοσι μίας (21) ημερών από την εν λόγω ειδοποίηση, να προβεί σε γραπτές παραστάσεις προς το Υφυπουργείο Τουρισμού.
(10) Το Υφυπουργείο Τουρισμού οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις παραστάσεις αυτές πριν να προβεί στην έκδοση απόφασης για την ύπαρξη ή μη παράβασης, στην επιβολή διοικητικού προστίμου και στον καθορισμό του ύψους αυτού.
(11) Το Υφυπουργείο Τουρισμού δύναται να καλέσει πρόσωπο ή να δεχτεί αίτημά του για προφορικές παραστάσεις, σε περίπτωση που αυτές απαιτούνται, για την επεξήγηση των γραπτών παραστάσεων που έχουν ήδη υποβληθεί.
(12) Το Υφυπουργείο Τουρισμού δύναται να δίδει παράταση της προθεσμίας που τάσσεται δυνάμει του εδαφίου (9) σε περίπτωση κωλύματος ή άλλης εύλογης αιτίας.
(13) Σε περίπτωση μη υποβολής οποιωνδήποτε παραστάσεων εντός ταχθείσας προθεσμίας, το Υφυπουργείο Τουρισμού δύναται να προχωρεί στη λήψη απόφασης χωρίς άλλη ειδοποίηση.
24.-(1) Κάθε πρόσωπο το οποίο δεν ικανοποιείται από απόφαση του Υφυπουργείου Τουρισμού που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Υπουργού εντός είκοσι (20) ημερολογιακών ημερών από την κοινοποίηση σε αυτό της σχετικής απόφασης, στην οποία εκτίθενται οι λόγοι προς υποστήριξη αυτής.
(2) Ο Υπουργός εξετάζει αμέσως κάθε προσφυγή που γίνεται σ’ αυτόν, αποφασίζει σε κάθε προσφυγή και κοινοποιεί την απόφαση του στον προσφεύγοντα το αργότερο εντός είκοσι (20) ημερολογιακών ημερών από την άσκηση της προσφυγής:
(3) Πρόσωπο που δεν ικανοποιείται από την απόφαση του Υπουργού δύναται να προσφύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 146 του Συντάγματος και του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου, αλλά μέχρι την έκδοση της απόφασης του Υπουργού σε περίπτωση προσφυγής σε αυτόν, ή σε περίπτωση μη προσφυγής σε αυτόν μέχρι την πάροδο των προθεσμιών που προβλέπονται στο εδάφιο (1) για την καταχώριση ιεραρχικής προσφυγής, η απόφαση του Υφυπουργείου Τουρισμού, δεν καθίσταται εκτελεστή.