Προοίμιο

ΕΠΕΙΔΗ όλες οι μορφές βίας κατά των γυναικών, περιλαμβανομένης και της ενδοοικογενειακής βίας, συνιστούν σοβαρή παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η Κυπριακή Δημοκρατία έχει κυρώσει τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας, με τον υπ’ Αρ. 14(ΙΙΙ) του 2017 Νόμο,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ σύμφωνα με τη Σύμβαση, τα συμβαλλόμενα κράτη παρωθούνται να λάβουν μέτρα προστασίας όλων των θυμάτων βίας κατά των γυναικών και να αναβαθμίσουν το νομοθετικό τους πλαίσιο προς αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών και προς εξάλειψη των έμφυλων διακρίσεων,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η βία κατά των γυναικών συνιστά παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μορφή διάκρισης κατά των γυναικών, περιλαμβάνει δε όλες τις πράξεις βίας με βάση το φύλο, η οποία έχει ή δυνατό να έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση σωματικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής ή οικονομικής βλάβης ή πόνου σε γυναίκες, καθώς και απειλή για διάπραξη τέτοιων πράξεων, τον εξαναγκασμού ή την αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας, είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό βίο,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η υλοποίηση της de jure και de facto ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών αποτελεί βασικό στοιχείο για την πρόληψη και καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, όπως αναγνώρισε η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Εξάλειψη των Διακρίσεων κατά των Γυναικών στη Γενική της Σύσταση με αριθ. 28, της 16ης Δεκεμβρίου 2019, σχετικά με τις βασικές υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών, στο πλαίσιο του άρθρου 2 της Σύμβασης για την Εξάλειψη όλων των Μορφών Διακρίσεων κατά των Γυναικών, η οποία η οποία κυρώθηκε με τον υπ՚ Αρ. 78 του 1985 Νόμο, οι διακρίσεις λόγω φύλου συνιστούν παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εμπόδιο στην απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η βία κατά των γυναικών συνιστά εκδήλωση των ιστορικά άνισων σχέσεων ισχύος μεταξύ γυναικών και ανδρών, οι οποίες έχουν οδηγήσει στην επικυριαρχία και σε διακρίσεις κατά των γυναικών από τους άνδρες και στην παρακώλυση της πλήρους προόδου των γυναικών,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η φύση της ασκούμενης βίας κατά των γυναικών ως βία βασιζόμενη στο φύλο, αποτελεί έναν από τους κοινωνικούς μηχανισμούς μέσω των οποίων οι γυναίκες τίθενται σε υποδεέστερη θέση, σε σύγκριση με τους άνδρες,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ οι γυναίκες και τα νεαρά κορίτσια συχνά εκτίθενται σε επαχθείς μορφές βίας, όπως η ενδοοικογενειακή βία, η σεξουαλική βία, η σεξουαλική παρενόχληση, η ψυχολογική βία, η οικονομική βία, ο βιασμός, η παρενοχλητική παρακολούθηση, η διάδοση πορνογραφικού ή σεξουαλικού υλικού, ο εξαναγκασμός σε σύναψη γάμου, τα εγκλήματα που διαπράττονται στο όνομα της ούτω καλουμένης «τιμής» και σε ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων, οι οποίες συνιστούν σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των γυναικών και των κοριτσιών, καθώς και μείζον εμπόδιο στην επίτευξη ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ υπάρχουν συνεχιζόμενες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων, οι οποίες επηρεάζουν τους πολίτες, ειδικά τις γυναίκες με τη μορφή ευρέος ή συστηματικού βιασμού και σεξουαλικής βίας και πιθανότητας αυξημένης βίας με βάση το φύλο, τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά τις συγκρούσεις,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ οι γυναίκες και τα κορίτσια είναι εκτεθειμένα σε μεγαλύτερο κίνδυνο βίας με βάση το φύλο από ό,τι οι άνδρες και τα αγόρια,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η ενδοοικογενειακή βία επηρεάζει τις γυναίκες σε δυσανάλογο βαθμό εν σχέσει προς τους άνδρες, χωρίς να παραγνωρίζεται ότι και οι άνδρες δύναται να αποτελέσουν θύματα ενδοοικογενειακής βίας,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ και τα παιδιά όταν είναι μάρτυρες βίας στην οικογένεια, αποτελούν θύματα ενδοοικογενειακής βίας,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, η θέσπιση ή η λήψη ειδικών μέτρων τα οποία κρίνονται αναγκαία για την πρόληψη και προστασία των γυναικών από την άσκηση βίας με βάση το φύλο δεν λογίζονται ως διακριτική μεταχείριση, σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ για σκοπούς καλύτερης εφαρμογής των διατάξεων του περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας (Κυρωτικού) Νόμου, και του περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την Εξάλειψη κάθε Μορφής Διάκρισης σε βάρος της Γυναίκας (Κυρωτικού) Νόμου, κρίνεται αναγκαία η θέσπιση ειδικών νομοθετικών μέτρων,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας, εφαρμόζεται σε συνάρτηση με τους Νόμους που εκτίθενται στον Δεύτερο Πίνακα του περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας (Κυρωτικού) Νόμου,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ συναφείς βασικές αρχές ανθρωπίνων δικαιωμάτων τις οποίες η Δημοκρατία οφείλει να υλοποιεί, ανακύπτουν από το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα των Ηνωμένων Εθνών, τα οποία κυρώθηκαν με τον υπ՚ Αρ. 14 του 1969 Νόμο, τη Σύμβαση για την Εξάλειψη όλων των Μορφών Διακρίσεων κατά των Γυναικών (CEDAW) των Ηνωμένων Εθνών, και το Προαιρετικό της Πρωτόκολλο το οποίο κυρώθηκε με τον υπ’ Αρ. 1 (ΙΙΙ) του 2002 Νόμο, καθώς και τη Γενική Σύσταση Αριθ. 19 της Επιτροπής CEDAW για τη Βία κατά των Γυναικών, τη Διακήρυξη του Πεκίνου και την Πλατφόρμα Δράσης που εγκρίθηκε στο Πεκίνο στις 15 Σεπτεμβρίου 1995 από την Τέταρτη Παγκόσμια Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τη Γυναίκα (Δράση για Ισότητα, Ανάπτυξη και Ειρήνη), τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, η οποία κυρώθηκε με τον υπ՚ Αρ. 243 του 1990 Νόμο και τα Προαιρετικά της Πρωτοκόλλα τα οποία κυρώθηκαν με τους υπ’ Αρ. 6 (ΙΙΙ) του 2006 και 13 (III) του 2017 Νόμους και τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία, η οποία κυρώθηκε με τον υπ’ Αριθμό 8 (III) του 2011 Νόμο,

Για όλους αυτούς τους λόγους, η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμος του 2021.

ΜΕΡΟΣ I ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Ερμηνεία

2. Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«αδίκημα βίας κατά γυναίκας» σημαίνει, τηρουμένων των διατάξεων του περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας (Κυρωτικού) Νόμου, οποιοδήποτε από τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 αδικήματα, είτε αυτό διαπράττεται στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό βίο·

«βία» σημαίνει πράξη, παράλειψη ή σεξουαλική πράξη χωρίς συναίνεση ή συμπεριφορά με την οποία δύναται να προκληθεί βλάβη στο θύμα και περιλαμβάνει σωματική, λεκτική, σεξουαλική, ψυχολογική, οικονομική και κάθε άλλης μορφής βία ή πόνο έναντι γυναίκας, κάθε απειλή για τέτοια πράξη, καθώς και εξαναγκασμό ή αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας, είτε αυτά διενεργούνται στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό βίο·

«βία με βάση το φύλο» σημαίνει βία ασκούμενη κατά γυναίκας, λόγω του φύλου της ή βία που επηρεάζει δυσανάλογα τη γυναίκα·

«βλάβη» σημαίνει σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική ή οικονομική βλάβη ή πόνο ή κλονισμό της υγείας ή θάνατο που προκαλείται ως αποτέλεσμα ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα αδικήματος βίας κατά γυναίκας ή ενδοοικογενειακής βίας, είτε αυτή συμβαίνει στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό βίο·

«γυναίκα» σημαίνει πρόσωπο θηλυκού βιολογικού φύλου ή θηλυκής ταυτότητας φύλου και περιλαμβάνει τέτοιο πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας του·

«δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών» σημαίνει δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως ή εξ ολοκλήρου για την προσφορά δημόσια διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που υποστηρίζουν τη μεταφορά πληροφοριών μεταξύ τερματικών σημείων δικτύου·

«δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο» σημαίνει δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών, το οποίο χρησιμοποιείται για την παροχή τηλεφωνικών υπηρεσιών προσιτών στο κοινό και υποστηρίζει τη μεταφορά προφορικών επικοινωνιών μεταξύ τερματικών σημείων δικτύων, καθώς και άλλες μορφές επικοινωνίας, όπως τηλεομοιοτυπία και δεδομένα·

«διαδικασία» σημαίνει διαδικασία που περιλαμβάνει, πέραν της ποινικής διαδικασίας, όλες τις επαφές που πραγματοποιεί το θύμα υπό την ιδιότητα του θύματος με κάθε αρχή, δημόσια υπηρεσία ή οργάνωση υποστήριξης θυμάτων σε σχέση με την υπόθεσή του, πριν, κατά ή μετά την ποινική διαδικασία·

«Δικαστήριο» σημαίνει δικαστήριο το οποίο ασκεί ποινική δικαιοδοσία στη Δημοκρατία∙

«διωκτικές αρχές» σημαίνει τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή/και την Αστυνομία·

«Εθνικός Μηχανισμός για τα Δικαιώματα της Γυναίκας» σημαίνει τον Εθνικό Μηχανισμό για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, ο οποίος συστάθηκε με βάση την υπ’ αριθμόν 40.609 Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 2 Μαρτίου 1994∙

«εξαναγκασμός» σημαίνει-

(α) την κάμψη της ελεύθερης βούλησης προσώπου με τη χρήση βίας ή απειλών ή κατά κατάχρηση ή εκμετάλλευση σχέσης εμπιστοσύνης ή εξουσίας ή επιρροής ή/και ευάλωτης θέσης ή με τη χρήση άλλων μέσων απαγορευμένων διά Νόμου, με σκοπό την πρόκληση σωματικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής ή οικονομικής βλάβης ή πόνου ή της αυθαίρετης στέρησης της ελευθερίας του στον δημόσιο ή ιδιωτικό βίο ή τη σύναψη αναγκαστικού γάμου,

(β) την απειλή πρόκλησης βλάβης εναντίον προσώπου ή περιουσίας ή σωματικού περιορισμού οποιουδήποτε προσώπου,

(γ) οποιαδήποτε συμπεριφορά ή σχέδιο στοχεύει στη δημιουργία της εντύπωσης σε πρόσωπο ότι η παράλειψη εκτέλεσης συγκεκριμένης πράξης θα επιφέρει βλάβη εναντίον προσώπου ή περιουσίας ή σωματικό περιορισμό προσώπου,

(δ) κατάχρηση ή επαπειλούμενη κατάχρηση νομικών ή διοικητικών διαδικασιών αναφορικά με το καθεστώς οποιουδήποτε προσώπου,

(ε) κατάχρηση σχέσης εμπιστοσύνης ή εξουσίας ή επιρροής ή/και ευάλωτης θέσης∙

«εξατομικευμένη αξιολόγηση» σημαίνει την αξιολόγηση θύματος η οποία διενεργείται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 35·

«εμπλεκόμενες υπηρεσίες» σημαίνει-

(α) τον Επίτροπο Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,

(β) τον Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού,

(γ) το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως,

(δ) την Αστυνομία Κύπρου,

(ε) το Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων,

(στ) τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων,

(ζ) το Τμήμα Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων,

(η) το Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας,

(θ) το Υπουργείο Υγείας,

(ι) τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας,

(ια) το Υπουργείο Εξωτερικών,

(ιβ) το Υπουργείο Εσωτερικών,

(ιγ) το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης του Υπουργείου Εσωτερικών,

(ιδ) την Υπηρεσία Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών, και

(ιε) τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας·

«ενδοοικογενειακή βία» σημαίνει-

(α) πράξη, παράλειψη ή συμπεριφορά προσώπου που προκαλεί βλάβη σε μέλος της οικογένειάς του και περιλαμβάνει βία που ασκείται με σκοπό την επίτευξη σεξουαλικής επαφής χωρίς τη συγκατάθεση του θύματος και τον περιορισμό της ελευθερίας του, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4 του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία των Θυμάτων) Νόμου,

(β) επιπροσθέτως των προβλεπόμενων στον περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία των Θυμάτων) Νόμο αδικημάτων, αδίκημα βίας κατά γυναίκας όταν αυτό διαπράττεται εναντίον προσώπου από μέλος της οικογένειας του, είτε διαμένει είτε διέμενε με αυτό στο παρελθόν, ανεξαρτήτως του κατά πόσο μοιράζεται ή έχει μοιρασθεί την ίδια στέγη με το θύμα·

«θέση εξουσίας, εμπιστοσύνης ή επιρροής» σημαίνει-

(α) σχέση συγγένειας εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τρίτου (3ου) βαθμού μεταξύ του θύματος και του προσώπου που διέπραξε αδίκημα βίας κατά γυναίκας:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου «σχέση συγγένειας» περιλαμβάνει πολιτική συμβίωση ή συντροφική σχέση,

(β) οποιαδήποτε άλλη σχέση μεταξύ του θύματος και του προσώπου που διέπραξε αδίκημα βίας κατά γυναίκας, το οποίο λόγω της θέσης ή της ιδιότητάς του ασκεί εξουσία ή επιρροή στο θύμα, περιλαμβανομένης της σχέσης με κηδεμόνα, εκπαιδευτικό, εργοδότη, υπεύθυνο οποιουδήποτε δημόσιου ή ιδιωτικού ιδρύματος, το οποίο φιλοξενεί ή στο οποίο περιορίζονται ή κρατούνται πρόσωπα δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε Νόμου ή απόφασης διοικητικών ή δικαστικών αρχών ή με άλλο πρόσωπο που κατέχει ανάλογη θέση ή ιδιότητα∙

«θύμα» σημαίνει-

(α) πρόσωπο σχετικά με το οποίο αρχίζει ή υφίσταται εν εξελίξει διαδικασία σε σχέση με αδίκημα βίας κατά γυναίκας, το οποίο υπέστη ζημιά, περιλαμβανομένης της σωματικής, της ψυχικής ή της συναισθηματικής βλάβης ή της οικονομικής ζημιάς που προκλήθηκε άμεσα από τέτοιο αδίκημα·

(β) μέλος της οικογένειας προσώπου, ο θάνατος του οποίου προκλήθηκε άμεσα από αξιόποινη πράξη και το οποίο έχει υποστεί ζημία εξαιτίας του θανάτου του εν λόγω προσώπου,

και περιλαμβάνει γυναίκα, άντρα και παιδί:

Νοείται ότι, αναγνωρίζεται η ιδιότητα προσώπου ως θύματος, ανεξαρτήτως του εντοπισμού, της σύλληψης, της δίωξης ή της καταδίκης του προσώπου που διέπραξε το αδίκημα και ανεξάρτητα από την οικογενειακή σχέση μεταξύ του θύματος και του προσώπου αυτού·

«εκμετάλλευση ευάλωτης θέσης» σημαίνει την κατάσταση στην οποία το θύμα δεν έχει άλλη πραγματική ή παραδεκτή επιλογή από του να υποστεί ή να υποκύψει στη συγκεκριμένη κατάχρηση∙

«λειτουργός κοινωνικών υπηρεσιών» σημαίνει λειτουργό των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας∙

«μέλος οικογένειας» έχει την έννοια που δίδεται στον όρο αυτό από τις διατάξεις του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία των Θυμάτων) Νόμου, ανεξαρτήτως του εάν τα μέλη μοιράζονται ή μοιράζονταν το ίδιο σπίτι ή στέγη και περιλαμβάνει σύντροφο, πρώην σύντροφο και σύμβιο, ανεξαρτήτως του εάν αυτά συζούσαν κατά τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος∙

«μη κυβερνητικός οργανισμός» σημαίνει μη κερδοσκοπική οργάνωση, η οποία δραστηριοποιείται δυνάμει του καταστατικού της στους τομείς προώθησης των δικαιωμάτων των γυναικών ή της ισότητας των φύλων ή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή ενάντια στη βία που παρέχει οποιεσδήποτε υποστηρικτικές υπηρεσίες στους τομείς της προστασίας και της υποστήριξης θυμάτων βίας κατά γυναικών και είναι δεόντως εγγεγραμμένη δυνάμει των διατάξεων του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για Άλλα Συναφή Θέματα Νόμου ή του περί Εταιρειών Νόμου.

«νομικό πρόσωπο» σημαίνει οντότητα με νομική προσωπικότητα, η οποία αναγνωρίζεται ως τέτοια δυνάμει Νόμου της Δημοκρατίας ή άλλης εν ισχύι οικείας νομοθεσίας, εξαιρουμένων των κρατικών υπηρεσιών ή άλλων οργανισμών δημόσιου δικαίου όταν ασκούν κρατική εξουσία και των δημόσιων διεθνών οργανισμών∙

«παιδί» σημαίνει φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας του·

«ποινική διαδικασία» σημαίνει διαδικασία διερεύνησης, δίωξης και εκδίκασης ποινικής υπόθεσης μέχρι την επιβολή ποινής από Δικαστήριο, καθώς και διαδικασία έκδοσης διατάγματος πριν, κατά ή μετά την επιβολή ποινής, για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη τελέστηκε εις βάρος θύματος∙

«σεξουαλική πράξη» σημαίνει πράξη, με ή χωρίς διείσδυση, η οποία-

(α) εύλογα θεωρείται ως εκ της φύσεώς της σεξουαλική, ανεξαρτήτως του σκοπού του προσώπου το οποίο προβαίνει σε αυτή, ή

(β) δυνατόν ως εκ της φύσεώς της να είναι σεξουαλική και οι περιστάσεις υπό τις οποίες διενεργείται να την καθιστούν σεξουαλική∙

«πρόσωπο» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο∙

«Σύμβαση» σημαίνει τη Σύβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας, η οποία κυρώθηκε με τον περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας (Κυρωτικό) Νόμο∙

«Συντονιστικός Φορέας» ή «Φορέας» σημαίνει τον Εθνικό Συντονιστικό Φορέα για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών που καθιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 39∙

«σύστημα πληροφοριών» σημαίνει συσκευή ή ομάδα διασυνδεδεμένων ή σχετικών μεταξύ τους συσκευών, εκ των οποίων μία ή περισσότερες εκτελούν, σύμφωνα με ένα πρόγραμμα, αυτόματη επεξεργασία ηλεκτρονικών δεδομένων, καθώς και τα ηλεκτρονικά δεδομένα που αποθηκεύονται, αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας, ανακτώνται ή διαβιβάζονται από την εν λόγω συσκευή ή την ομάδα συσκευών, με σκοπό τη λειτουργία, τη χρήση, την προστασία και τη συντήρησή τους·

«υλικό πορνογραφικού ή σεξουαλικού περιεχομένου» σημαίνει-

(α) υλικό στο οποίο απεικονίζεται πρόσωπο να επιδίδεται σε πραγματική ή προσομοιωμένη πράξη σεξουαλικού χαρακτήρα, ή

(β) απεικόνιση σεξουαλικού χαρακτήρα του στήθους γυναίκας ή των γεννητικών οργάνων ή του πρωκτού οποιουδήποτε προσώπου, ή

(γ) υλικό, στο οποίο απεικονίζεται ή/και ηχογραφείται πρόσωπο να επιδίδεται σε πραγματική ή προσομοιωμένη πράξη σεξουαλικού χαρακτήρα ή κάθε γυμνή απεικόνιση του στήθους γυναίκας ή των γεννητικών οργάνων ή του πρωκτού οποιουδήποτε προσώπου, ή

(δ) ρεαλιστικές εικόνες προσώπου, στις οποίες αυτό απεικονίζεται να επιδίδεται σε πράξη σεξουαλικού χαρακτήρα ή ρεαλιστικές εικόνες του στήθους γυναίκας ή του πρωκτού ή των γεννητικών οργάνων οποιουδήποτε προσώπου, ή

(ε) γραπτός ή έντυπος λόγος πορνογραφικού ή/και σεξουαλικού περιεχομένου∙

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως∙

«φύλο» σημαίνει, πέραν του βιολογικού φύλου και της ταυτότητας φύλου, τους κοινωνικά διαμορφωθέντες ρόλους, συμπεριφορές, δραστηριότητες και ιδιότητες τους οποίους μία δεδομένη κοινωνία θεωρεί ως κατάλληλους και, αντιστοίχως, αρμόζοντες σε άνδρα και γυναίκα.

Σκοπός του παρόντος Νόμου

3. Σκοπός του παρόντος Νόμου είναι ο καθορισμός αδικημάτων βίας κατά των γυναικών και ενδοοικογενειακής βίας, η πρόληψη, η καταστολή και η καταπολέμησή τους, η προστασία των γυναικών από κάθε μορφή βίας και η εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, η προώθηση της ουσιαστικής ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών, ο σχεδιασμός περιεκτικού πλαισίου, πολιτικών και μέτρων για την προστασία και στήριξη όλων των θυμάτων και η παροχή υποστήριξης και βοήθειας σε οργανισμούς και εμπλεκόμενες υπηρεσίες προς αποτελεσματική συνεργασία, ώστε να υιοθετηθεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας.

Αρχές επί των οποίων βασίζεται η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου

4.-(1) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου και τα μέτρα προστασίας και προώθησης των δικαιωμάτων θυμάτων βίας κατά γυναικών και ενδοοικογενειακής βίας, εφαρμόζονται από κάθε εμπλεκόμενη υπηρεσία και μη κυβερνητικό οργανισμό χωρίς καμία διάκριση λόγω φύλου, γένους, φυλής, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικής ή άλλης άποψης, εθνικής ή κοινωνικής καταγωγής, σχέσης με εθνική μειονότητα, περιουσίας, γέννησης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας φύλου, ηλικίας, κατάστασης υγείας, αναπηρίας, οικογενειακής κατάστασης, μεταναστευτικής ή προσφυγικής κατάστασης ή άλλης κατάστασης.

(2) Τα παιδιά θύματα τυγχάνουν μεταχείρισης από κάθε εμπλεκόμενη υπηρεσία και μη κυβερνητικό οργανισμό, σύμφωνα με τις αρχές και διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού και άλλων διεθνών πρότυπων κανόνων αναφορικά με τη μεταχείριση των παιδιών θυμάτων ποινικών αδικημάτων, διασφαλιζομένων των συμφερόντων γυναικών οι οποίες δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας τους και λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας και του βαθμού ψυχολογικής και σωματικής ανάπτυξης ή ωριμότητας, καθώς και της ευάλωτης κατάστασής τους.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
Αδικήματα βίας κατά γυναικών

5. Τα ακόλουθα αδικήματα λογίζονται ως αδικήματα βίας κατά γυναίκας:

(α) Οποιοδήποτε από τα αναφερόμενα στον Πίνακα αδικήματα·

(β) το προβλεπόμενο στο άρθρο 6 αδίκημα της άσκησης ψυχολογικής βίας·

(γ) το προβλεπόμενο στο άρθρο 7 αδίκημα της σεξουαλικής παρενόχλησης·

(δ) το προβλεπόμενο στο άρθρο 8 αδίκημα της άσκησης οικονομικής βίας·

(ε) το προβλεπόμενο στο άρθρο 9 αδίκημα της διάδοσης υλικού πορνογραφικού ή σεξουαλικού περιεχομένου·

(στ) το προβλεπόμενο στο άρθρο 10 αδίκημα της υποκίνησης παιδιού·

(στ1) το προβλεπόμενο στο άρθρο 10Α αδίκημα της γυναικοκτονίας·

(ζ) οποιοδήποτε αδίκημα εμπίπτει στον ορισμό του όρου «ενδοοικογενειακή βία».

Άσκηση Ψυχολογικής βίας

6. Πρόσωπο, το οποίο με τη συμπεριφορά του η οποία εκφράζεται με εξαναγκασμό, πίεση, υποτιμητικά σχόλια, εξύβριση ή απειλές πλήττει σοβαρά την ψυχολογική ακεραιότητα γυναίκας ή της προκαλεί πραγματικό φόβο, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

Σεξουαλική παρενόχληση

7. Πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε ανεπιθύμητη από τη γυναίκα συμπεριφορά σεξουαλικής φύσεως η οποία εκφράζεται με λόγια ή με πράξεις και έχει ως σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας της γυναίκας, ιδιαίτερα όταν μέσω αυτής της συμπεριφοράς, το εν λόγω πρόσωπο δημιουργεί εκφοβιστικό, εχθρικό, υποβαθμιστικό, ταπεινωτικό ή προσβλητικό κλίμα προς τη γυναίκα αυτή, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

Οικονομική βία

8. Σύζυγος ή σύντροφος γυναίκας οικονομικά εξαρτώμενης από αυτόν, ο οποίος της αποστερεί τα αναγκαία προς το ζην οικονομικά μέσα περιλαμβανομένης της διατροφής, της ιατρικής περίθαλψης, του ιματισμού και της στέγης, με σκοπό να της προκαλέσει σωματική ή/και ψυχολογική βλάβη ή/και με σκοπό να την εξαναγκάσει να προβεί σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη ή/και απερίσκεπτα, αδιαφορώντας εάν θα της προκαλέσει σωματική ή ψυχολογική βλάβη, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δυο αυτές ποινές.

Διάδοση υλικού πορνογραφικού ή σεξουαλικού περιεχομένου

9.-(1) Πρόσωπο το οποίο αποστέλλει, διανέμει, κυκλοφορεί, δημοσιεύει, διαδίδει, αναπαράγει ή μεταδίδει με οποιαδήποτε ηλεκτρονικά, ψηφιακά, έντυπα ή άλλα μέσα οποιασδήποτε φύσης, υλικό με πορνογραφικό ή σεξουαλικό περιεχόμενο σε σχέση με γυναίκα, χωρίς τη συγκατάθεσή της, υπό συνθήκες εύλογης προσδοκίας ιδιωτικότητας, με σκοπό να την εκφοβίσει ή/και εξευτελίσει ή/και παρενοχλήσει ή/και να της προκαλέσει συναισθηματική διαταραχή και/ή οικονομική ή άλλη ζημία ή βλάβη ή/και για να αποκομίσει παράνομο οικονομικό όφελος, είναι ένοχο κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δεκατέσσερα (14) έτη.

(2) Πρόσωπο, το οποίο εκβιάζει ή απειλεί γυναίκα ότι χωρίς τη συγκατάθεσή της θα αποστείλει, διανείμει, δημοσιεύσει, διαδώσει, κυκλοφορήσει, αναπαράγει ή μεταδώσει με οποιαδήποτε ηλεκτρονικά, ψηφιακά έντυπα ή άλλα μέσα οποιασδήποτε φύσεως, υλικό με πορνογραφικό ή σεξουαλικό περιεχόμενο που απεικονίζει την ίδια, είναι ένοχο κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δεκατέσσερα (14) έτη.

(3) Πρόσωπο το οποίο αποπειράται να διαπράξει τα προβλεπόμενα στα εδάφια (1) και (2) αδικήματα είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη.

Υποκίνηση παιδιού προς διάπραξη αδικήματος

10. Πρόσωπο, το οποίο υποκινεί παιδί να διαπράξει αδίκημα που αναφέρεται στις παραγράφους (α), (β), (γ), (δ), (ε) ή (ζ) του άρθρου 5, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στην ίδια ποινή φυλάκισης ή χρηματική ποινή που φέρουν τα εν λόγω αδικήματα για τον αυτουργό.

Γυναικοκτονία

10Α. Πρόσωπο το οποίο επιφέρει το θάνατο γυναίκας με παράνομη πράξη ή παράλειψη είναι ένοχο του αδικήματος της γυναικοκτονίας και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου:

Νοείται ότι παράνομη παράλειψη συνιστά η υπαίτια αμέλεια παράλειψης εκτέλεσης καθήκοντος, αν και δεν υφίσταται πρόθεση πρόκλησης θανάτου.

(2) Επιπροσθέτως των προβλεπόμενων από τις διατάξεις του άρθρου 11 επιβαρυντικών περιστάσεων, το δικαστήριο κατά την επιμέτρηση και επιβολή της ποινής για το αδίκημα της γυναικοκτονίας λαμβάνει υπόψη, ως επιβαρυντικό παράγοντα, ότι ο θάνατος επήλθε ως αποτέλεσμα-

(α) άσκησης βίας από ερωτικό σύντροφο.

(β) βασανισμού ή άσκησης βίας λόγω μισογυνισμού.

(γ) άσκησης ενδοοικογενειακής βίας.

(δ) άσκησης βίας για λόγους τιμής.

(ε) άσκησης βίας για λόγους θρησκευτικών πεποιθήσεων.

(στ) άσκησης βίας λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου.

(ζ) διάπραξης του αδικήματος του ακρωτηριασμού γυναικείων γεννητικών οργάνων, κατά τις διατάξεις του άρθρου 233Α του Ποινικού Κώδικα.

(η) άσκησης βίας με σκοπό ή στο πλαίσιο σεξουαλικής εκμετάλλευσης και/ή εμπορίας προσώπων και/ή διακίνησης ναρκωτικών και/ή οργανωμένου εγκλήματος.

(θ) άσκησης βίας προς επίτευξη παράνομης συνουσίας.

(ι) στοχευμένης άσκησης βίας εναντίον γυναικών, στο πλαίσιο ένοπλων συγκρούσεων.

(3) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου-

"πρόκληση θανάτου" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τις διατάξεις του άρθρου 211 του Ποινικού Κώδικα, οι οποίες εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν για το αδίκημα της γυναικοκτονίας.

"εκμετάλλευση" και "εμπορία προσώπων" έχει την έννοια που αποδίδεται στους όρους αυτούς από τις διατάξεις του άρθρου 2 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου.

"ερωτικός σύντροφος" σημαίνει πρώην ή νυν σύζυγο και/ή σύντροφο, ανεξαρτήτως εάν αυτός έχει μοιραστεί ή μοιράζεται την ίδια κατοικία με το θύμα:

Νοείται ότι αναφορικά με τη διαπίστωση του χρόνου επέλευσης του θανάτου για σκοπούς διάπραξης του αδικήματος της γυναικοκτονίας, ισχύουν κατ' αναλογίαν οι περιορισμοί που τίθενται από τις διατάξεις του άρθρου 213 του Ποινικού Κώδικα.

Επιβαρυντικές περιστάσεις

11. Το Δικαστήριο, κατά την άσκηση των εξουσιών του προς επιμέτρηση και επιβολή ποινής για αδίκημα βίας κατά γυναίκας, λαμβάνει υπόψη ως επιβαρυντικές, εφόσον δεν αποτελούν ήδη μέρος των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, τις ακόλουθες περιστάσεις:

(α) το αδίκημα διαπράχθηκε εναντίον προσώπου από πρώην ή νυν σύζυγο ή σύντροφο ή μέλος της οικογένειάς του ή από πρόσωπο που συζεί ή συζούσε με το θύμα ή από πρόσωπο το οποίο έχει καταχραστεί ή εκμεταλλευτεί θέση εξουσίας, εμπιστοσύνης ή επιρροής·

(β) το αδίκημα ή τα συναφή αδικήματα διαπράχθηκαν κατά συρροή∙

(γ) το αδίκημα διαπράχθηκε εναντίον προσώπου το οποίο είναι σε ευάλωτη θέση συνεπεία διανοητικής ή σωματικής αναπηρίας ή κατάστασης εξάρτησης ή κατά γυναίκας η οποία εγκυμονούσε κατά τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος ή που τελούσε υπό άλλες ειδικές συνθήκες∙

(δ) το αδίκημα διαπράχθηκε εναντίον ή στην παρουσία παιδιού, ήτοι εντός του οπτικού ή ακουστικού πεδίου αυτού∙

(ε) το αδίκημα διαπράχθηκε από δύο (2) ή περισσότερα πρόσωπα ενεργούντα από κοινού∙

(στ) του αδικήματος προηγήθηκε η άσκηση ακραίας βίας, εξαναγκασμού ή απειλής ή αυτό συνοδεύθηκε από τέτοια βία, εξαναγκασμό ή απειλή∙

(ζ) το αδίκημα διαπράχθηκε με τη χρήση ή υπό την απειλή όπλου ή άλλου επικίνδυνου αντικειμένου·

(η) το αδίκημα είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση σοβαρής βλάβης στο θύμα∙

(θ) ο καταδικασθείς προηγουμένως είχε καταδικαστεί για αδίκημα της ίδιας φύσεως∙

(ι) το αδίκημα διαπράχθηκε από δημόσιο λειτουργό κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, «δημόσιος λειτουργός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα.

Ευθύνη νομικών προσώπων

12.-(1) Νομικό πρόσωπο έχει ευθύνη για τη διάπραξη αδικήματος βίας κατά γυναίκας, όταν αυτό διαπράττεται από πρόσωπο το οποίο ενεργεί, είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του εν λόγω νομικού προσώπου, το οποίο κατέχει σε αυτό θέση η οποία βασίζεται σε-

(α) εξουσία αντιπροσώπευσης του νομικού προσώπου, ή

(β) εξουσία να λαμβάνει αποφάσεις εκ μέρους του νομικού προσώπου, ή

(γ) εξουσία να ασκεί έλεγχο εντός του νομικού προσώπου.

(2) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων του εδαφίου (1), νομικό πρόσωπο δύναται να θεωρηθεί ως υπεύθυνο για τη διάπραξη αδικήματος βίας κατά γυναίκας, σε περίπτωση κατά την οποία η ελλιπής εποπτεία ή ο ελλιπής έλεγχος από καθοριζόμενο στο εδάφιο (1) πρόσωπο, έχει καταστήσει δυνατή τη διάπραξη του εν λόγω αδικήματος από πρόσωπο το οποίο ενεργεί υπό τη δικαιοδοσία του.

(3) Η προβλεπόμενη στα εδάφια (1) και (2) ευθύνη νομικού προσώπου δεν αποκλείει την ποινική δίωξη φυσικού προσώπου το οποίο ενεργεί ως αυτουργός, ηθικός αυτουργός ή συνεργός σε αδίκημα βίας κατά γυναίκας.

(4) Νομικό πρόσωπο, το οποίο καταδικάζεται για τη διάπραξη αδικήματος βίας κατά γυναίκας, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες ευρώ (€300.000):

Νοείται ότι, πέραν της ποινικής ευθύνης για τη διάπραξη αδικήματος βίας κατά γυναίκας, το νομικό πρόσωπο υπέχει αστική ευθύνη.

Επιπρόσθετες ποινές ή κυρώσεις κατά νομικού ή φυσικού προσώπου

13.-(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου και ανεξαρτήτως της επιβολής οποιασδήποτε άλλης ποινής ή κύρωσης για τη διάπραξη αδικήματος βίας κατά γυναίκας, το Δικαστήριο δύναται, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ή κατά την επιβολή ποινής σε καταδικασθέντα, να διατάξει ως επιπρόσθετη ποινή ή κύρωση-

(α) τον αποκλεισμό από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις,

(β) τη διάλυση του νομικού προσώπου,

(γ) το προσωρινό ή το οριστικό κλείσιμο των υποστατικών ή εγκαταστάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του αδικήματος,

(δ) την κατάσχεση και τη δήμευση οποιουδήποτε αντικειμένου ή μέσου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τη διάπραξη αδικήματος βίας κατά γυναίκας.

(2) Παράλειψη συμμόρφωσης με διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), συνιστά ποινικό αδίκημα το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατόν εβδομήντα χιλιάδες ευρώ (€170.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Εφαρμογή των διατάξεων άλλων νόμων

14.Για σκοπούς του παρόντος Νόμου στην περίπτωση, στον βαθμό και στην έκταση που οι διατάξεις τους δεν είναι αντίθετες με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι νόμοι:

(α) Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος·

(β) ο περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμος·

(γ) ο περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμος·

(δ) ο περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμος·

(ε) ο περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμος.

Δικαιοδοσία δικαστηρίων

15.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 5 του Ποινικού Κώδικα, τα δικαστήρια της Δημοκρατίας έχουν δικαιοδοσία να εκδικάζουν αδικήματα βίας κατά γυναικών, εφόσον αυτά διαπράχθηκαν-

(α) επί πλοίου φέροντος τη σημαία τη Δημοκρατίας,

(β) επί αεροσκάφους το οποίο είναι εγγεγραμμένο σύμφωνα με τη νομοθεσία της Δημοκρατίας.

(2) Αδίκημα, το οποίο διαπράχθηκε επί πλοίου ή αεροσκάφους, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1), εκδικάζεται από αρμόδιο δικαστήριο της επαρχίας Λευκωσίας.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 5 του Ποινικού Κώδικα και παρά τις διατάξεις του άρθρου 6 αυτού, τα δικαστήρια της Δημοκρατίας έχουν δικαιοδοσία να εκδικάζουν αδικήματα βίας κατά των γυναικών, εφόσον αυτά διαπράττονται με τη βοήθεια συστήματος πληροφοριών στο οποίο υπάρχει πρόσβαση από το έδαφος της Δημοκρατίας, ανεξαρτήτως του εάν το σύστημα πληροφοριών ευρίσκεται ή όχι στο έδαφος της Δημοκρατίας.

Αποκλεισμός υπεράσπισης

16. Δεν αποτελεί υπεράσπιση ή ελαφρυντικό παράγοντα ή δικαιολογία σχετικά με αδίκημα βίας κατά γυναίκας, η επίκληση από τον κατηγορούμενο ότι το θύμα έχει παραβεί πολιτισμικούς, θρησκευτικούς, κοινωνικούς ή παραδοσιακούς κανόνες ή έθιμα αρμόζουσας συμπεριφοράς ή λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου ή ότι το αδίκημα διαπράχθηκε για λόγους τιμής.

Καταγγελία από επαγγελματίες

17. Σε περίπτωση κατά την οποία πρόσωπο, στο πλαίσιο άσκησης του επαγγέλματός του ή των επαγγελματικών του καθηκόντων, είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα, έχει επαρκείς λόγους να πιστεύει ότι έχει διαπραχθεί αδίκημα βίας κατά γυναίκας ή ότι αναμένεται να διαπραχθούν και άλλες πράξεις βίας εναντίον γυναίκας και προβαίνει σε καταγγελία στις διωκτικές αρχές, οι κανόνες εμπιστευτικότητας που προβλέπονται σε οποιονδήποτε εν ισχύι Νόμο δεν τυγχάνουν εφαρμογής σε σχέση με την καταγγελία, εκτός από την περίπτωση για την οποία η πληροφόρηση ελήφθη από δικηγόρο, στο πλαίσιο παροχής νομικής συμβουλής ή/και εκπροσώπησης ή/και υπεράσπισης προσώπου σε σχέση με ποινική ή αστική διαδικασία.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ - ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΘΥΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ
Μεταχείριση θυμάτων

18. Τηρουμένων των διατάξεων του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου και του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου, στην έκταση που αυτοί εφαρμόζονται σε σχέση με θύματα αδικημάτων βίας κατά γυναικών-

(α) οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες και οι εμπλεκόμενοι μη κυβερνητικοί οργανισμοί, αναλόγως των αρμοδιοτήτων τους και εντός των πλαισίων αυτών, μεταχειρίζονται τα θύματα με σεβασμό στην αξιοπρέπεια, τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντά τους, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας και διασφαλίζουν ότι τα θύματα τυγχάνουν ειδικής μεταχείρισης που ανταποκρίνεται με τον καλύτερο τρόπο στο βέλτιστο συμφέρον, την εξατομικευμένη κατάσταση και την ηλικία και τον βαθμό ωριμότητάς τους,

(β) οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας διασφαλίζουν ότι παρέχεται συνδρομή, στήριξη και προστασία σε θύμα, ευθύς ως οι υπηρεσίες αυτές ή οποιαδήποτε άλλη εμπλεκόμενη υπηρεσία διαπιστώσουν ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύουν ότι ενδέχεται να έχει διαπραχθεί εις βάρος του θύματος αδίκημα βίας κατά γυναίκας, ανεξαρτήτως της προθυμίας του θύματος να συνεργαστεί στην ποινική διαδικασία, και

(γ) οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας διασφαλίζουν ότι, όταν η ηλικία θύματος αδικήματος βίας κατά γυναίκας δεν εξακριβώνεται και υπάρχουν λόγοι που καταδεικνύουν ότι πρόκειται για παιδί, το εν λόγω πρόσωπο θεωρείται κατά τεκμήριο ότι είναι παιδί, ώστε να έχει άμεση πρόσβαση σε συνδρομή, στήριξη και προστασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους ΙΙΙ και του Μέρους IV.

Δικαίωμα λήψης πληροφοριών από θύμα

19.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου, στην περίπτωση μη ρητής πρόβλεψης σε αυτόν, ή σε περίπτωση που εμπλεκόμενη υπηρεσία ή μη κυβερνητικός οργανισμός έρχεται σε πρώτη επαφή με θύμα ή έχοντας βάσιμες στοιχειοθετημένες ή δικαιολογημένες υποψίες, κρίνει ότι πρόσωπο ενδέχεται να είναι θύμα, παραπέμπει αυτό στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ή τις ενημερώνει σχετικά, και οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ενημερώνουν το θύμα για τα δικαιώματα και τις δυνατότητες που έχει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και ακολούθως ενημερώνουν σχετικά την Αστυνομία.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου, οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας παρέχουν στο θύμα σε απλή και κατανοητή γλώσσα ή στη μητρική του γλώσσα, τις πληροφορίες που κρίνονται αναγκαίες για την προστασία των συμφερόντων του ως θύματος, οι οποίες δίδονται και γραπτώς και περιλαμβάνουν κατ’ ελάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

(α) Τον τίτλο των κρατικών υπηρεσιών ή των μη Κυβερνητικών Οργανώσεων στις οποίες αυτός μπορεί να προσφύγει για παροχή υποστήριξης, καθώς και για το είδος της υποστήριξης∙

(β) τη δυνατότητα εξατομικευμένης αξιολόγησης της προσωπικής του κατάστασης και την αξιολόγηση κινδύνου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 21·

(γ) πληροφορίες αναφορικά με την υγειονομική ή ψυχολογική στήριξή του∙

(δ) πληροφορίες σχετικές με την υποβολή καταγγελίας εναντίον του φερόμενου ως δράστη του αδικήματος στις διωκτικές αρχές·

(ε) την ύπαρξη καταφυγίων προστασίας∙

(στ) τους όρους και τη διαδικασία βάσει των οποίων δύναται να απολαύει ασφάλειας και προστασίας∙

(ζ) τον βαθμό και τους όρους βάσει των οποίων δυνατόν να του παρασχεθούν νομικές συμβουλές και από ποίους παρέχονται τέτοιες συμβουλές ή τη δυνατότητα παροχής νομικής αρωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους ΙΙΙ∙

(η) πληροφορίες αναφορικά με τη δυνατότητα υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας δυνάμει των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου, όπου αυτό εφαρμόζεται, ή οτιδήποτε αφορά την άδεια παραμονής του θύματος, εφόσον πρόκειται περί αλλοδαπού∙

(θ) πληροφορίες για τη διαδικασία αποζημίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και του περί Αποζημίωσης Θυμάτων Βίαιων Εγκλημάτων Νόμου, αναλόγως της περίπτωσης.

Προστασία καταγγελλόντων και θυμάτων και υποχρεώσεις διωκτικών αρχών

20.-(1) Οι διωκτικές αρχές διασφαλίζουν την προστασία των προσώπων που καταγγέλλουν αδίκημα βίας κατά γυναίκας.

(2) Η Αστυνομία, με την πρώτη επαφή της με θύμα αδικήματος βίας κατά γυναικών, τηρεί τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμο.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία η Αστυνομία κρίνει ότι το θύμα κινδυνεύει από τη μη προφυλάκιση υποδίκου ή την απόλυση καταδίκου, ενημερώνει αυτό και λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία του, σε συνεργασία με τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ή με μη κυβερνητικό οργανισμό.

(4) Σε περίπτωση που το θύμα εμπίπτει σε κατηγορία θυμάτων με ειδικές ανάγκες προστασίας ή στην κατηγορία παιδιών θυμάτων και προσώπων με σοβαρή νοητική ή ψυχοκοινωνική αναπηρία, κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 22 και 23 του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου.

(5) Σε περίπτωση κατά την οποία θύμα αδικήματος βίας κατά γυναίκας το οποίο διαπράχθηκε στη Δημοκρατία, έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης άλλο από τη Δημοκρατία και καταγγέλλει τη διάπραξη τέτοιου αδικήματος στις αρχές του κράτους μέλους της κατοικίας του και εφόσον η καταγγελία διαβιβαστεί στις διωκτικές αρχές, διερευνάται κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο αυτό θα ετύγχανε διερεύνησης σε περίπτωση που το θύμα ευρισκόταν στη Δημοκρατία.

(6) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου, οι διωκτικές αρχές διασφαλίζουν ότι η διερεύνηση ή η άσκηση ποινικής δίωξης δεν εξαρτώνται από την υποβολή παραπόνου ή καταγγελίας από το θύμα ή εκπρόσωπό του ή, σε περίπτωση ανηλίκου, από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα ή επίτροπο διορισμένο, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου και ότι η ποινική διαδικασία δύναται να συνεχιστεί ακόμα και εάν το θύμα ή εκπρόσωπός του, ή σε περίπτωση ανηλίκου, ο ασκών τη γονική μέριμνα ή ο πιο πάνω αναφερόμενος επίτροπος, αποσύρει το παράπονο ή την καταγγελία του.

(7) Μη κυβερνητικοί οργανισμοί δύνανται, εφόσον το θύμα ή, σε περίπτωση παιδιού θύματος, ο ασκών τη γονική μέριμνα ή επίτροπος διορισμένος, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου συναινεί σε αυτό, να βοηθούν και στηρίζουν το θύμα, χωρίς να παρεμβαίνουν στην ποινική διαδικασία.

(8) Οι διωκτικές αρχές διασφαλίζουν ότι παρέχεται αποτελεσματική και κατάλληλη προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό ειδικότερα κατά τη διάρκεια και μετά την έρευνα και δίωξη των δραστών στα ακόλουθα πρόσωπα:

(α) Πρόσωπο, άλλο από το θύμα, το οποίο αναφέρει τη διάπραξη ποινικού αδικήματος βίας κατά γυναίκας ή συνεργάζεται διαφορετικά, με οποιονδήποτε τρόπο, με τις διωκτικές αρχές·

(β) οποιονδήποτε μάρτυρα άλλον από το θύμα, ο οποίος δίνει κατάθεση αναφορικά με τη διάπραξη αδικήματος βίας κατά γυναίκας·

(γ) τα μέλη της οικογένειας του θύματος, όπου τούτο κρίνεται αναγκαίο.

(9) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (8) στήριξη δύναται να παρέχεται σε συνεργασία ή/και μέσω μη κυβερνητικών οργανισμών.

Ατομική αξιολόγηση κινδύνου για τον προσδιορισμό ειδικών αναγκών προστασίας

21.-(1) Η Αστυνομία προβαίνει σε έγκαιρη ατομική αξιολόγηση του θύματος, με σκοπό-

(α) την αξιολόγηση του κινδύνου φονικότητας, της σοβαρότητας της κατάστασης και του κινδύνου επαναλαμβανόμενης βίας,

(β) τη διαχείριση του κινδύνου και τον προσδιορισμό των ειδικών αναγκών προστασίας του θύματος, και

(γ) τη λήψη απόφασης κατά πόσο και σε ποιο βαθμό το θύμα δύναται να επωφεληθεί από ειδικά μέτρα κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, όπως προβλέπεται στα άρθρα 22 και 23 του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου, λόγω του ιδιαίτερου κινδύνου να υποστεί δευτερογενή και επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση, εκφοβισμό και αντεκδίκηση.

(2) Ανάλογα με το αποτέλεσμα της αναφερόμενης στο εδάφιο (1) αξιολόγησης, η Αστυνομία συνεργάζεται, όπου απαιτείται, με τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας και τις Ιατρικές Υπηρεσίες προς περαιτέρω αξιολόγηση των αναγκών του θύματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και του άρθρου 11 του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου.

(3) Στην αναφερόμενη στο εδάφιο (1) αξιολόγηση, λαμβάνονται υπόψη, κατ’ ελάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

(α) Τα προσωπικά χαρακτηριστικά του θύματος·

(β) το είδος ή/και η φύση του αδικήματος∙

(γ) οι περιστάσεις του αδικήματος∙ και

(δ) το γεγονός ότι ο δράστης έχει στην κατοχή του πυροβόλα όπλα ή μη πυροβόλα όπλα ή έχει πρόσβαση σε αυτά.

(4) Στο πλαίσιο της ατομικής αξιολόγησης, οι διωκτικές αρχές, σε συνεργασία με τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας και τις Ιατρικές Υπηρεσίες, δίδουν ιδιαίτερη προσοχή στα θύματα τα οποία υπέστησαν σημαντική βλάβη λόγω της σοβαρότητας του αδικήματος, στα θύματα αδικήματος που οφείλεται σε προκαταλήψεις ή διακρίσεις που δυνατόν να σχετίζεται με τα προσωπικά χαρακτηριστικά αυτών, και στα θύματα τα οποία είναι ιδιαίτερα ευάλωτα λόγω της σχέσης τους με τον δράστη ή της εξάρτησής τους από αυτόν, ιδίως τα θύματα τρομοκρατίας, οργανωμένου εγκλήματος, εμπορίας ανθρώπων, βίας με βάση το φύλο, βίας στο πλαίσιο στενής σχέσης, σεξουαλικής βίας ή εκμετάλλευσης ή εγκλήματος μίσους και στα θύματα με αναπηρίες.

(5) Για σκοπούς του παρόντος Νόμου, όταν το θύμα είναι παιδί, τεκμαίρεται ότι έχει ειδικές ανάγκες προστασίας και υποβάλλεται σε ατομική αξιολόγηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), για να καθορισθεί εάν και σε ποιο βαθμό θα επωφεληθεί από τα ειδικά μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα 22 και 23 του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου.

(6) Η έκταση της ατομικής αξιολόγησης δύναται να προσαρμοσθεί, ανάλογα με τη σοβαρότητα του αδικήματος και τον βαθμό της προφανούς βλάβης που υπέστη το θύμα.

(7) Η ατομική αξιολόγηση διενεργείται με τη στενή συμμετοχή του θύματος και κατά τη διενέργειά της λαμβάνονται υπόψη οι επιθυμίες του, περιλαμβανομένης της επιθυμίας για μη λήψη των ειδικών μέτρων που προβλέπονται στα άρθρα 22 και 23 του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου.

(8) Σε περίπτωση κατά την οποία οι περιστάσεις που αποτελούν τη βάση ατομικής αξιολόγησης μεταβάλλονται σημαντικά, οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα, ώστε η ατομική αξιολόγηση να επικαιροποιείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.

Επιπρόσθετες υποχρεώσεις

22. Οι διωκτικές αρχές και το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί προς εκδίκαση ή εκδικάζεται ποινική υπόθεση για διάπραξη αδικήματος βίας κατά γυναίκας, στο πλαίσιο των εξουσιών τους-

(α) ενεργούν έγκαιρα και κατάλληλα, προσφέροντας επαρκή και άμεση προστασία στο θύμα,

(β) διασφαλίζουν ότι η ποινική διαδικασία διεξάγεται χωρίς καθυστέρηση και χωρίς να επιδεινώνει την τραυματική εμπειρία που βίωσε το θύμα,

(γ) εξασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα και οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με την ποινική έρευνα και τη δίωξη αδικημάτων βίας κατά γυναικών τυγχάνουν της ανάλογης επιμόρφωσης αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου∙

(δ) θέτουν στη διάθεση των προσώπων και των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την ποινική έρευνα και δίωξη αδικημάτων βίας κατά γυναικών αποτελεσματικά εργαλεία έρευνας και άλλα απαραίτητα μέσα και διευκολύνσεις∙

(ε) διασφαλίζουν ότι η αβεβαιότητα για την πραγματική ηλικία του θύματος δεν αποτρέπει την έναρξη των ποινικών ερευνών.

Δικαίωμα σε νομική αρωγή

23. Κάθε θύμα, ανεξαρτήτως της βούλησής του ή μη να συνεργαστεί με τις διωκτικές αρχές κατά την ποινική διαδικασία, έχει δικαίωμα άμεσης πρόσβασης σε νομική εκπροσώπηση σε αστική διαδικασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δικηγόρων Νόμου, προς διεκδίκηση αποζημιώσεων από τον δράστη και, σε περίπτωση που δεν έχει επαρκείς πόρους, έχει δικαίωμα σε δωρεάν νομική αρωγή βάσει των διατάξεων του περί Νομικής Αρωγής Νόμου.

Προστασία των θυμάτων μαρτύρων

24.-(1) Θύμα αδικήματος βίας κατά γυναίκας θεωρείται μάρτυρας ο οποίος χρήζει βοήθειας, κατά την έννοια του περί Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου και δύναται να εντάσσεται στο Σχέδιο Προστασίας Μαρτύρων και Συνεργατών της Δικαιοσύνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού και του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 17, 18, 19, 20, 21, 22 και 23 του περί Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου, κατά την εκπόνηση του Σχεδίου Προστασίας Μαρτύρων και Συνεργατών της Δικαιοσύνης, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, διασφαλίζει κατά την κρίση του, σε συνεργασία με τον Αρχηγό Αστυνομίας όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο, ότι-

(α) λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία της ταυτότητας και της εικόνας του θύματος και να αποτρέπεται η κοινοποίηση πληροφοριών που δυνατόν να οδηγήσουν στην ταυτοποίησή του,

(β) λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να διασφαλίζεται επαρκές επίπεδο προστασίας για το θύμα και, όταν εφόσον ενδείκνυται, για την οικογένειά του ή για πρόσωπα εξομοιούμενα με μέλη της οικογένειάς του,

(γ) η προστασία αυτή διαρκεί και μετά από τη λήξη της ποινικής διαδικασίας ή/και της αποφυλάκισης του καταδίκου,

(δ) προσωπικά δεδομένα θυμάτων δύνανται να αποθηκευτούν ή και χρησιμοποιηθούν ή και τύχουν επεξεργασίας, τηρουμένων των διατάξεων της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και για την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ» και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.

Δικαίωμα αποζημίωσης

25.-(1) Χωρίς επηρεασμό οποιουδήποτε ένδικου μέσου ή θεραπείας προβλέπεται δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου ή Κανονισμών και τηρουμένων των διατάξεων του περί Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου, το θύμα έχει αγώγιμο δικαίωμα αποζημιώσεων έναντι του δράστη για οποιαδήποτε προβλεπόμενη στον παρόντα Νόμο αξιόποινη πράξη διαπράχθηκε εις βάρος του και ο δράστης υπέχει αντίστοιχη αστική ευθύνη για την καταβολή ειδικών και γενικών αποζημιώσεων προς το θύμα για τη βλάβη που υπέστη ως άμεσο αποτέλεσμα του αδικήματος.

(2) Ο καταδικασθείς για αδίκημα βίας κατά γυναίκας υπέχει αστική ευθύνη για την καταβολή ειδικών, δίκαιων και εύλογων γενικών αποζημιώσεων προς το θύμα.

(3) Δικαιοδοσία για την εκδίκαση αγωγής για αποζημίωση, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1), έχει το αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία, όπως αυτό καθορίζεται στον περί Δικαστηρίων Νόμο.

(4) Κατά τον υπολογισμό των προβλεπόμενων στο εδάφιο (2) αποζημιώσεων, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

(α) Την έκταση της βίας και τις συνέπειές της στο θύμα∙

(β) τον βαθμό της υπαιτιότητας του δράστη∙ και

(γ) τη συγγένεια ή τη σχέση εξουσίας ή επιρροής του δράστη προς το θύμα του.

(5) Δικαστήριο το οποίο ασκεί πολιτική δικαιοδοσία δύναται να επιδικάζει αποζημιώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό βαναυσότητας, τον βαθμό συγγενείας ή τη σχέση εξουσίας του δράστη με το θύμα.

(6) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου, το αγώγιμο δικαίωμα του θύματος δεν παραγράφεται.

(7) Σε περίπτωση θανάτου του θύματος ως αποτέλεσμα αξιόποινης πράξης σχετικά με τη διεκδίκηση αποζημιώσεων, ισχύουν οι διατάξεις του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου.

Δικαιώματα παιδιών θυμάτων

26.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία το θύμα είναι παιδί και οι ασκούντες τη γονική μέριμνα αυτού αποκλείονται από την εκπροσώπησή του λόγω σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αυτών και του θύματος ή το παιδί είναι ασυνόδευτο ή αποχωρισμένο από την οικογένειά του, το Δικαστήριο δύναται να διορίσει τον Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού για τη νομική εκπροσώπηση του θύματος, στο πλαίσιο ποινικής ή/και αστικής διαδικασίας, σύμφωνα με τον περί Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμο και τον περί Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπρόσωπος Παιδιού) Διαδικαστικό Κανονισμό:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία δεν έχει αρχίσει δικαστική διαδικασία και το συμφέρον του παιδιού το απαιτεί, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν οι διατάξεις του περί Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμου για την εκπροσώπησή του και τη διασφάλιση των συμφερόντων του σε όλα τα επίπεδα.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας διαπιστώσουν ότι ισχύουν οι αναφερόμενες στο εδάφιο (1) περιστάσεις ή ότι οι ασκούντες τη γονική μέριμνα παιδιού θύματος δεν διασφαλίζουν το υπέρτατο συμφέρον αυτού και ως εκ τούτου δεν μπορούν να το εκπροσωπούν, λόγω σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αυτών και του παιδιού θύματος, λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα και προβαίνουν σε όλες τις απαιτούμενες διαδικασίες, ώστε ως αντιπρόσωπος του παιδιού θύματος να διορισθεί η Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου ή του περί Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμου και του περί Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπρόσωπος Παιδιού) Διαδικαστικού Κανονισμού.

Απόδειξη αδικήματος όταν το θύμα είναι παιδί

27.-(1) Επιφυλασσόμενων των διατάξεων του άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, καταγγελία από παιδί θύμα αναφορικά με αδίκημα βίας κατά γυναίκας, προς οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας, λειτουργό κοινωνικών υπηρεσιών, ψυχολόγο, ψυχίατρο ή γιατρό άλλης ειδικότητας που εξετάζει το θύμα, εκπαιδευτικό, μέλος μη κυβερνητικού οργανισμού που παρέχει συνδρομή και στήριξη σε θύματα ή μέλος του στενού περιβάλλοντος του θύματος εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξή του, αποτελεί ικανή μαρτυρία.

(2) Μαρτυρία παιδιού θύματος η οποία δίδεται σε εμπειρογνώμονα αποτελεί ικανή μαρτυρία.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 26, σε διαδικασία που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο ή στον περί Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμο, η συγκατάθεση, συμμετοχή ή ενημέρωση των ασκούντων τη γονική μέριμνα παιδιού θύματος, δίδεται από ή στον Επίτροπο Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού ή τον Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, αναλόγως της περιπτώσεως.

Προστασία θύματος κατά την ακροαματική διαδικασία

28.-(1) Κατά την εκδίκαση υπόθεσης που αφορά σε αδίκημα βίας κατά γυναίκας, το θύμα τυγχάνει της προστασίας που προβλέπεται στον περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμο και στον περί Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμο.

(2) Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως το θύμα τύχει αντεξέτασης χωρίς να είναι παρόν, με τη χρήση κατάλληλης τεχνολογίας επικοινωνιών, εφόσον τούτο είναι προς όφελος του θύματος.

(3) Το Δικαστήριο και οι διωκτικές αρχές, προκειμένου να προστατεύσουν την ιδιωτική ζωή, την ταυτότητα και την εικόνα του θύματος, αποτρέπουν την κοινοποίηση πληροφοριών που δυνατόν να οδηγήσουν στην ταυτοποίησή του και λαμβάνουν κάθε άλλο αναγκαίο μέτρο για την προστασία των αναφερόμενων πιο πάνω δικαιωμάτων και συμφερόντων του θύματος.

Μη απαίτηση για ενισχυτική μαρτυρία

29. Για την απόδειξη αδικήματος βίας κατά γυναίκας δεν είναι απαραίτητη η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας της ένορκης ή ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού ή της ένορκης μαρτυρίας γυναίκας, ούτε η αυτοπροειδοποίηση του Δικαστηρίου για τον κίνδυνο καταδίκης με μόνη την ένορκη ή ανώμοτη μαρτυρία παιδιού ή την ένορκη μαρτυρία γυναίκας.

Προσωρινό διάταγμα απομάκρυνσης του θύματος

30.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, έπειτα από μονομερή (ex parte) αίτηση του θύματος, της Αστυνομίας, του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ή, όπου το θύμα είναι παιδί, επιτρόπου διορισμένου δυνάμει των διατάξεων του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα απομάκρυνσης θύματος, μέχρις ότου καταχωριστεί και εκδικαστεί ποινική υπόθεση εναντίον υπόπτου ή κατηγορουμένου για αδίκημα βίας κατά γυναίκας.

(2) Το Δικαστήριο εκδίδει προσωρινό διάταγμα κατόπιν υποβολής αιτήσεως, η οποία καταχωρίζεται, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1) και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του θύματος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου είναι σε θέση να έχει άμεση γνώση των γεγονότων ή εφόσον προσκομιστούν ενώπιόν του οποιαδήποτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία δημιουργούν εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης βίας κατά γυναίκας ή ενδοοικογενειακής βίας ή επανάληψης του αδικήματος ή την ανάγκη προστασίας του θύματος από επηρεασμό ή άλλως πως, περιλαμβανομένων και καταθέσεων του θύματος ή άλλων προσώπων σε οποιαδήποτε μορφή, πιστοποιητικών, βεβαιώσεων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου.

(3) Το ως άνω προσωρινό διάταγμα ισχύει για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες από την ημέρα επίδοσής του στον ύποπτο και είναι επιστρεπτέο στο Δικαστήριο εντός της περιόδου αυτής, σε ώρα και ημέρα που θα ορίσει το Δικαστήριο.

(4) Κατά την ορισμένη από το Δικαστήριο ημέρα και ώρα, το Δικαστήριο ακούει τον ύποπτο ή κατηγορούμενο, καθώς και κάθε επηρεαζόμενο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο που θα παρουσιασθεί και αποφασίζει κατά πόσο θα τερματίσει την ισχύ του διατάγματος ή θα το παρατείνει για περαιτέρω χρονική περίοδο η οποία δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες.

(5) Το Δικαστήριο δύναται να παρατείνει έτι περαιτέρω την ισχύ του ως άνω προσωρινού διατάγματος για περίοδο την οποία κρίνει αναγκαία, χωρίς όμως η περίοδος ισχύος αυτού να δύναται να υπερβαίνει τις εξήντα (60) ημέρες στο σύνολό της για την περίοδο που προηγείται της άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον του υπόπτου.

(6) Το Δικαστήριο δύναται, μετά την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του υπόπτου, να εκδώσει διάταγμα απομάκρυνσης ή να παρατείνει το προσωρινό διάταγμα, με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης.

Διάταγμα απομάκρυνσης θύματος

31.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, κατά ή μετά την έναρξη διαδικασίας σε σχέση με αδίκημα βίας κατά γυναίκας, να διατάξει για οποιαδήποτε χρονική περίοδο ήθελε κρίνει αναγκαία, την απομάκρυνση του θύματος και την τοποθέτησή του σε ασφαλές μέρος ή, σε περίπτωση παιδιού θύματος, την ανάθεση της φροντίδας του στον Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, εφόσον κρίνει τούτο αναγκαίο προς το συμφέρον του θύματος και νοουμένου ότι οποιαδήποτε άλλα μέτρα εναντίον του υπόπτου ή κατηγορουμένου δεν διασφαλίζουν το συμφέρον και την προστασία του.

(2) Το Δικαστήριο, στο διάταγμα απομάκρυνσης θύματος, ορίζει ημερομηνία πριν από την εκπνοή της περιόδου απομάκρυνσης, κατά την οποία εξετάζει το ενδεχόμενο παράτασης ή διαφοροποίησης του εν λόγω διατάγματος.

(3) Κατά την προβλεπόμενη στο εδάφιο (2) εξέταση, το Δικαστήριο ακούει τις απόψεις του υπόπτου ή κατηγορουμένου και του θύματος ή εκπροσώπου αυτού, όπως και οποιουδήποτε άλλου προσώπου επηρεάζεται από την έκδοση του διατάγματος, εκτός εάν δεν κρίνεται σκόπιμο τα πρόσωπα αυτά να καταθέσουν εναντίον του κατηγορουμένου, καθώς και τις απόψεις των εμπλεκόμενων υπηρεσιών.

(4) Το θύμα δύναται να ζητήσει αναθεώρηση ή ακύρωση του διατάγματος, κατά την εκπνοή της καθοριζόμενης σε αυτό, περιόδου.

Προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού υπόπτου ή κατηγορουμένου

32.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, έπειτα από μονομερή (ex parte) αίτηση του θύματος, της Αστυνομίας, του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, ή, όπου το θύμα είναι παιδί, επιτρόπου διορισμένου δυνάμει των διατάξεων του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα, με το οποίο να απαγορεύει στον κατηγορούμενο ή ύποπτο να εισέρχεται ή να πλησιάζει σε συγκεκριμένη απόσταση ή να παραμένει στην κατοικία ή στον χώρο διαμονής του θύματος ή και να το πλησιάζει στον χώρο εργασίας του ή άλλο χώρο που θα αποφασίσει το Δικαστήριο, μέχρις ότου καταχωριστεί και εκδικαστεί ποινική υπόθεση εναντίον του υπόπτου για αδίκημα βίας κατά γυναίκας.

(2) Το Δικαστήριο εκδίδει το διάταγμα αποκλεισμού καθ’ οιονδήποτε χρόνο ύστερα από την καταχώρηση αίτησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) η οποία συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του θύματος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου είναι σε θέση να έχει άμεση γνώση των γεγονότων ή εφόσον προσκομιστούν ενώπιόν του, οποιαδήποτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δημιουργούν εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης βίας κατά γυναίκας ή ενδοοικογενειακής βίας ή επανάληψης του αδικήματος ή την ανάγκη προστασίας του θύματος από επηρεασμό ή άλλως πως, περιλαμβανομένων και καταθέσεων του θύματος ή άλλων προσώπων σε οποιαδήποτε μορφή, πιστοποιητικών, βεβαιώσεων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου.

(3) Το προσωρινό διάταγμα ισχύει για περίοδο η οποία δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες από την ημέρα επίδοσής του στον ύποπτο και είναι επιστρεπτέο εντός της περιόδου αυτής, σε ώρα και ημέρα που θα ορίσει το Δικαστήριο.

(4) Κατά την ορισμένη ημέρα και ώρα, το Δικαστήριο ακούει τον ύποπτο, όπως και κάθε επηρεαζόμενο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο που θα παρουσιασθεί και αποφασίζει εάν θα τερματίσει την ισχύ του διατάγματος ή εάν θα παρατείνει αυτό για περαιτέρω χρονική περίοδο η οποία δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες.

(5) Το Δικαστήριο δύναται να παρατείνει περαιτέρω την ισχύ του διατάγματος για τόση περίοδο όση κρίνει αναγκαία, χωρίς η περίοδος ισχύος του διατάγματος να υπερβαίνει τις εξήντα (60) ημέρες στο σύνολό της για την περίοδο που προηγείται της άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον του υπόπτου.

(6) Το Δικαστήριο δύναται, μετά την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον υπόπτου, να εκδώσει ή παρατείνει την ισχύ του διατάγματος αποκλεισμού μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης.

Διάταγμα αποκλεισμού κατηγορουμένου

33.-(1) Το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει εναντίον προσώπου το οποίο κατηγορείται για αδίκημα βίας κατά γυναίκας, διάταγμα με ισχύ για τέτοια περίοδο και υπό τέτοιους όρους τους οποίους το Δικαστήριο δυνατόν να θέσει, με το οποίο να απαγορεύει στον κατηγορούμενο να εισέρχεται ή να πλησιάζει σε συγκεκριμένη απόσταση ή να παραμένει στην κατοικία ή στον χώρο διαμονής του θύματος ή πλησιάζει αυτό στον χώρο εργασίας του ή σε άλλο χώρο το οποίο θα αποφασίσει:

Νοείται ότι, το Δικαστήριο, ορίζει στο διάταγμα αποκλεισμού ημερομηνία πριν από την εκπνοή της περιόδου αποκλεισμού κατά την οποία εξετάζει το ενδεχόμενο παράτασης ή διαφοροποίησης αυτού.

(2) Το Δικαστήριο ακούει τις απόψεις του κατηγορουμένου, του θύματος ή εκπροσώπου αυτού και οποιουδήποτε άλλου προσώπου το οποίο επηρεάζεται από την έκδοση του διατάγματος αποκλεισμού εκτός εάν δεν κρίνεται σκόπιμο να καταθέσουν εναντίον του κατηγορουμένου συγκεκριμένα πρόσωπα, καθώς και τις απόψεις των εμπλεκόμενων υπηρεσιών.

(3) Ο κατηγορούμενος δύναται να ζητήσει αναθεώρηση ή ακύρωση του διατάγματος κατά την εκπνοή της καθοριζόμενης σε αυτό περιόδου.

(4) Διάταγμα αποκλεισμού δύναται να επιβληθεί και αντί οποιασδήποτε άλλης ποινής ή μαζί με άλλες ποινές τις οποίες το Δικαστήριο έχει εξουσία να επιβάλει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου Νόμου.

(5) Πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα αποκλεισμού και το οποίο, ενώ το εν λόγω διάταγμα βρίσκεται σε ισχύ, παραβαίνει οποιονδήποτε από τους όρους που περιλαμβάνονται σε αυτό, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη.

ΜΕΡΟΣ ΙV ΠΑΡΟΧΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΣΤΑ ΘΥΜΑΤΑ
Μέτρα στήριξης θυμάτων

34.-(1) Οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να συνδράμουν και στηρίξουν τα θύματα, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, στο πλαίσιο της σωματικής και ψυχοκοινωνικής αποκατάστασής τους μετά από εξατομικευμένη αξιολόγηση της προσωπικής κατάστασης του θύματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την άποψή του, ανάλογα με την ηλικία του, τις συνθήκες και τον βαθμό ωριμότητάς του, καθώς και τις ανάγκες και ανησυχίες του, με σκοπό την εξεύρεση μόνιμων μέτρων στήριξης ή προστασίας του, τα οποία είναι κατάλληλα για την περίπτωση του κάθε θύματος.

(2) Οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι τα θύματα έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες από κατάλληλα καταρτισμένο ή εξειδικευμένο προσωπικό, που θα διευκολύνουν την αποκατάστασή τους και οι οποίες περιλαμβάνουν νομικές, ιατρικές και ψυχολογικές συμβουλευτικές υπηρεσίες, οικονομική βοήθεια για κάλυψη των ιδιαίτερων αναγκών τους όσον αφορά τη στέγαση, εκπαίδευση, κατάρτιση και βοήθεια προς εξεύρεση εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Παροχής Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου.

(3) Οι Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας λαμβάνουν, κατά περίπτωση και κατά το δυνατόν, όλα τα απαραίτητα μέτρα, προκειμένου να εξασφαλίσουν συνδρομή και στήριξη, κυρίως έκτακτη ψυχολογική βοήθεια στο θύμα και στην οικογένειά του, σε περίπτωση που αυτή βρίσκεται στη Δημοκρατία.

(4) Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας λαμβάνουν, κατά περίπτωση και κατά το δυνατόν, όλα τα απαραίτητα μέτρα στήριξης του θύματος, ασκώντας μεταξύ άλλων διασυνδετικό ρόλο με άλλες υπηρεσίες, με στόχο τη συνδρομή και στήριξη των θυμάτων.

(5) Το Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων διασφαλίζει τη λειτουργία εύκολα προσβάσιμων στεγών και ή καταφυγίων προστασίας για την παροχή ασφαλούς στέγασης, την ενεργή προσέγγιση των θυμάτων και, μέσω των υπηρεσιών του, την παροχή βραχυπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης στήριξης στα θύματα για ζητήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του, όπως προβλέπεται στα εδάφια (1) και (2).

(6) Το Υπουργείο Υγείας διασφαλίζει ότι σε όλους τους χώρους περίθαλψης οι οποίοι βρίσκονται υπό την εποπτεία του θα θεσπιστούν πρωτόκολλα εισδοχής, εξέτασης και περίθαλψης κατάλληλα για την αντιμετώπιση περιστατικών θυμάτων βίας.

(7) Σε περίπτωση κατά την οποία το θύμα υπέστη βία που ενέχει σεξουαλική πράξη χωρίς τη συναίνεσή του, οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες διασφαλίζουν την περίθαλψή του ή την περιεκτική υποστηρικτική του φροντίδα σε εξειδικευμένο κέντρο, το οποίο στελεχώνεται από πολυθεματική ομάδα, περιλαμβανομένων μεταξύ άλλων των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, των Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού Αθλητισμού και Νεολαίας.

Εξατομικευμένη αξιολόγηση θύματος

35.-(1) Για σκοπούς του εδαφίου (1) του άρθρου 34, οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας συνεργάζονται με τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες, όπου αυτό αρμόζει και προκύπτει από τις αρμοδιότητές τους.

(2) Η εξατομικευμένη αξιολόγηση θύματος γίνεται με την παροχή γραπτής συγκατάθεσης του θύματος για συμμετοχή στην αξιολόγησή του και για συνεργασία με τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, την Αστυνομία ή άλλες εμπλεκόμενες υπηρεσίες, και για τη χρήση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του θύματος από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που το θύμα είναι παιδί, η συγκατάθεση δίδεται από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα ή τον Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ή τον διορισμένο επίτροπο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26.

(3) Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, κατά την εξατομικευμένη αξιολόγηση του θύματος, δύναται να ζητήσουν τη συμβολή της Αστυνομίας ή/και άλλων εμπλεκομένων υπηρεσιών ή ειδικών ή/και να παραπέμψουν το θύμα για εξέταση ή αξιολόγηση.

(4) Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, ευθύς ως ολοκληρώσουν την ατομική αξιολόγηση του θύματος, αποφασίζουν τα μέτρα στήριξης ή προστασίας του τα οποία είναι κατάλληλα για την περίπτωση και τις προσωπικές συνθήκες του.

(5) Η μέθοδος, ο χρόνος διάρκειας και οι λεπτομέρειες της εξατομικευμένης αξιολόγησης προβλέπονται σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 49.

Συνεργασία με μη κυβερνητικές οργανώσεις

36.-(1) Οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες δυνατόν να συνεργαστούν με μη κυβερνητικό οργανισμό για την παροχή των απαιτούμενων υπηρεσιών προστασίας, συνδρομής και στήριξης στα θύματα ή/και εκπαίδευσης λειτουργών τους, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, βάσει πρωτοκόλλου συνεργασίας ή ειδικής συμφωνίας μεταξύ τους.

(2) Ο σκοπός της συνεργασίας ή/και ανάθεσης αρμοδιοτήτων, σύμφωνα με το εδάφιο (1), είναι η παροχή ολοκληρωμένων υπηρεσιών στα θύματα, οι οποίες να είναι συγκεντρωμένες και άμεσα προσβάσιμες από το θύμα και τα μέλη της οικογένειάς του, σε ένα φιλικό προς το θύμα περιβάλλον.

(3) Οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες, στο πλαίσιο της διυπηρεσιακής ή/και πολυθεματικής συνεργασίας τους για την παροχή των απαιτούμενων υπηρεσιών, σε περίπτωση διαχείρισης από κοινού περιστατικού βίας κατά γυναίκας, δυνατόν να ανταλλάζουν πληροφορίες σχετικές με το θύμα ή με την οικογένεια του θύματος, στο πλαίσιο της νομιμότητας ορισμένων πράξεων επεξεργασίας, με βάση τα πρωτόκολλα συνεργασίας και την άσκηση δημόσιας εξουσίας, η οποία διενεργείται σύννομα και θεμιτά με σαφή, ακριβή και διαφανή τρόπο, με μοναδικό στόχο τη διασφάλιση των συμφερόντων του θύματος ή του παιδιού θύματος ή των ανήλικων παιδιών του θύματος, σύμφωνα με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 7 του περί Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου:

Νοείται ότι, οποιαδήποτε συμφωνία ή πρωτόκολλο συνεργασίας/ανάθεσης αρμοδιοτήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) δεν επενεργεί ως αποποίηση ή μετάθεση των βάσει των διατάξεων του παρόντος Νόμου απορρεουσών ευθυνών εμπλεκόμενων υπηρεσιών.

(4) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, «απαιτούμενες υπηρεσίες» σημαίνει υπηρεσίες παροχής νομικών συμβουλών, νομικής εκπροσώπησης, ιατρικών υπηρεσιών περιλαμβανομένων των υπηρεσιών ψυχιάτρου, ψυχολόγου, κοινωνικού λειτουργού, άρτια εκπαιδευμένων για τη διαχείριση υποθέσεων που αφορούν θύματα και τις οικογένειές τους.

Καθεστώς διαμονής θυμάτων

37. Σε περίπτωση κατά την οποία το θύμα είναι αλλοδαπό και η παραμονή του στη Δημοκρατία κρίνεται από τις διωκτικές αρχές ως απαραίτητη, για σκοπούς συνεργασίας του για την ποινική διαδικασία, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης του Υπουργείου Εσωτερικών διασφαλίζει όπως παρασχεθεί στο θύμα προσωρινή άδεια παραμονής για όσο χρονικό διάστημα απαιτηθεί για την ολοκλήρωση της διαδικασίας σε συνεννόηση με τις διωκτικές αρχές.

ΜΕΡΟΣ V ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ, ΜΕΤΡΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ, ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Εθνικός Συντονιστής

38. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως είναι αρμόδιο για την Εθνική Στρατηγική για τη Βία κατά των Γυναικών και γενικά την πολιτική σε σχέση με τον παρόντα Νόμο και την επίτευξη των σκοπών του.

Σύσταση Εθνικού Συντονιστικού Φορέα για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών

39.-(1) Καθιδρύεται Εθνικός Συντονιστικός Φορέας για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών, ο οποίος είναι υπόλογος στον Υπουργό και έχει την ευθύνη για τον συντονισμό, τον σχεδιασμό, την εφαρμογή, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση των πολιτικών και των μέτρων για την πρόληψη και την καταπολέμηση όλων των μορφών βίας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι, για τις δραστηριότητες που αναπτύσσονται από μη κυβερνητικούς οργανισμούς ή/και από τους επαγγελματικούς συνδέσμους που μετέχουν στο Φορέα λαμβάνεται έγκριση από τον Υπουργό.

(2) Ο Συντονιστικός Φορέας συγκροτείται από έναν (1) πρόεδρο ο οποίος διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο και έντεκα (11) μέλη ως ακολούθως:

(α) Τον πρόεδρο του Εθνικού Μηχανισμού για τα Δικαιώματα της Γυναίκας ή εκπρόσωπό του·

(β) τον πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την Πρόληψη και Καταπολέμηση της Βίας στην Οικογένεια που εγκαθιδρύθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία των Θυμάτων) Νόμου·

(γ) έναν (1) εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας·

(δ) έναν (1) εκπρόσωπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως·

(ε) έναν (1) εκπρόσωπο του Υπουργείου Υγείας·

(στ) έναν (1) εκπαιδευτικό ψυχολόγο υπαγόμενο στο Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας·

(ζ) έναν (1) εκπρόσωπο του Υπουργείου Εσωτερικών·

(η) έναν (1) εκπρόσωπο της Αστυνομίας·

(θ) έναν (1) εκπρόσωπο των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·

(ι) δύο (2) μέλη τα οποία προέρχονται από μη κυβερνητικούς οργανισμούς ή/και επαγγελματικούς συνδέσμους από τα πεδία της ψυχικής υγείας ή της κοινωνικής εργασίας.

(3) Το αναφερόμενο στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2) μέλος διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ενώ τα αναφερόμενα στις παραγράφους (δ) έως (ι) του εδαφίου (1) μέλη, διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο ύστερα από πρόταση του Υπουργού, από κατάλογο που καταρτίζεται από τον ίδιο.

(4) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 40, ο Πρόεδρος και τα μέλη του Φορέα διορίζονται για περίοδο τριών (3) ετών και δύναται να επαναδιοριστούν μετά τη λήξη της θητείας τους για μία επιπρόσθετη θητεία.

(5) Στον Πρόεδρο και στα μέλη του Φορέα δύναται να παρέχεται αμοιβή, όπως αυτή εγκρίνεται κατά καιρούς από το Υπουργικό Συμβούλιο.

(6) Ο Φορέας έχει την ικανότητα του συμβάλλεσθαι.

Προσόντα, παραίτηση και παύση του Προέδρου και των μελών του Φορέα

40.-(1)(α) Ουδείς διορίζεται ως Πρόεδρος ή μέλος του Φορέα εκτός εάν είναι πρόσωπο εγνωσμένου κύρους και εντιμότητας.

(β) Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Φορέα διορίζονται με βάση την κατάρτιση ή/και την εμπειρία τους σε θέματα βίας κατά των γυναικών και ενδοοικογενειακής βίας.

(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται, με Απόφασή του, να παύσει τον Πρόεδρο ή μέλος του Φορέα για-

(α) καταδίκη αυτού για αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα·

(β) επιβολή σε αυτό ποινής φυλάκισης συνεπεία καταδίκης του για ποινικό αδίκημα, κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή άλλου Νόμου·

(γ) κήρυξη αυτού σε πτώχευση·

(δ) ασθένεια, αναπηρία ή σωματική ανικανότητα, η οποία τον καθιστά ανίκανο να εκπληρώνει επαρκώς τις αρμοδιότητες, τις εξουσίες ή τα καθήκοντά του για το υπόλοιπο της θητείας του·

(ε) κατάχρηση της θέσης του, κατά τρόπο που η συνέχιση της θητείας του να αποβαίνει επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον.

(3) Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Φορέα δύνανται οποτεδήποτε να υποβάλουν εγγράφως παραίτηση στο Υπουργικό Συμβούλιο.

(4) Οποιαδήποτε θέση κενούται για οποιοδήποτε λόγο στο Φορέα, πληρούται με τον διορισμό νέου Προέδρου ή νέου μέλους, ανάλογα με την περίπτωση, για το υπόλοιπο της θητείας του Φορέα.

Αρμοδιότητες και καθήκοντα του Φορέα.

41.-(1) Ο Φορέας έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

(α) Τον σχεδιασμό της Εθνικής Στρατηγικής για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών, η οποία υποβάλλεται από τον Υπουργό προς έγκριση στο Υπουργικό Συμβούλιο και των σχετικών με αυτή σχεδίων δράσης, καθώς και η παρακολούθηση, αξιολόγηση και εφαρμογή τους·

(β) την παρακολούθηση όλων των σχετικών πολιτικών και στρατηγικών που εφαρμόζονται από τον κυβερνητικό, ιδιωτικό και εθελοντικό τομέα·

(γ) τη σύνταξη εγχειριδίων και εκπαιδευτικού υλικού για τις καλές πρακτικές που πρέπει να ακολουθούνται από τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες και μη κυβερνητικούς οργανισμούς για την προστασία των θυμάτων∙

(δ) την υποβολή εισηγήσεων προς αναθεώρηση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή άλλων σχετικών με αυτόν νόμων ή και άλλων μέτρων εναρμονισμένων με τις ευρωπαϊκές ή/και τις διεθνείς πολιτικές ή/και στρατηγικές ή/και με τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις·

(ε) τον σχεδιασμό και η διοργάνωση σεμιναρίων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων για τους λειτουργούς των εμπλεκόμενων υπηρεσιών και των μη κυβερνητικών οργανώσεων και των επαγγελματιών του κυβερνητικού, ιδιωτικού και εθελοντικού τομέα σχετικά με τη βία κατά των γυναικών και την ενδοοικογενειακή βία·

(στ) την ανάληψη και διοργάνωση δράσεων για την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση της κοινωνίας για θέματα βίας κατά των γυναικών, ενδοοικογενειακής βίας, ισότητας, και καταπολέμησης οποιασδήποτε διάκρισης λόγω φύλου, την πληροφόρηση για τα μέτρα που είναι διαθέσιμα για την πρόληψη πράξεων βίας και γενικότερα για τα θέματα που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος Νόμου∙

(ζ) την προώθηση πρωτοκόλλων συνεργασίας μεταξύ των μη κυβερνητικών οργανώσεων και οποιασδήποτε από τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες∙

(η) την παρακολούθηση και μελέτη των διεθνών εξελίξεων στους τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου·

(θ) την ανάπτυξη συνεργασίας με εγγεγραμμένα σωματεία ή ιδρύματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και φορείς ισότητας, την κοινωνία των πολιτών και τους μη κυβερνητικούς οργανισμούς και με τις οργανώσεις γυναικών για σκοπούς επίτευξης των στόχων του παρόντος Νόμου·

(ι) την ανάπτυξη συνεργασίας με αντίστοιχους φορείς σε όλους τους τομείς των αρμοδιοτήτων του Φορέα, σε διεθνές επίπεδο·

(ια) τον συντονισμό της συλλογής, επεξεργασίας, ανάλυσης, μελέτης, διάχυσης και δημοσιοποίησης στατιστικών δεδομένων, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, σε σχέση με τη βία κατά των γυναικών και την ενδοοικογενειακή βία στη Δημοκρατία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43·

(ιβ) τον σχεδιασμό, την ανάθεση ή τη πρόσκληση σε διαγωνισμό για την ανάθεση της υλοποίησης παρεμβάσεων ή προγραμμάτων, τηρουμένων των διατάξεων του περί της Ρύθμισης των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων και για Συναφή Θέματα Νόμων·

(ιγ) την προώθηση και υιοθέτηση διατμηματικών διαδικασιών, με στόχο την αποτελεσματική αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών από τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες, οι οποίες να προβλέπουν, μεταξύ άλλων, για τη συνεργασία με μη κυβερνητικούς οργανισμούς·

(ιδ) τη λειτουργία επί εικοσιτετραώρου βάσεως τηλεφωνικών γραμμών βοηθείας για θύματα βίας κατά των γυναικών και τη στελέχωσή τους με κατάλληλα εξειδικευμένο προσωπικό:

Νοείται ότι, μετά από έγκριση του Υπουργού, η λειτουργία των τηλεφωνικών γραμμών βοηθείας δύναται να ανατεθεί σε μη κυβερνητικό οργανισμό βάσει πρωτοκόλλου συνεργασίας ή ειδικής συμφωνίας ή με αγορά υπηρεσιών·

(ιε) την άσκηση οποιωνδήποτε άλλων καθηκόντων ανατίθενται σε αυτόν από τον Υπουργό.

(2) Ο Φορέας συντάσσει ετήσια έκθεση, την οποία υποβάλλει στο Υπουργικό Συμβούλιο μέσω του Υπουργού, αναφορικά με τις δραστηριότητές του, την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και την κατάσταση που επικρατεί στη Δημοκρατία σε σχέση με το αντικείμενο του παρόντος Νόμου, υποβάλλοντας ταυτόχρονα προς έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιο την εκάστοτε αναθεωρημένη Εθνική Στρατηγική για αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας.

(3) Ο Φορέας υποβάλλει στον/στην Υπουργό εξαμηνιαία έκθεση πεπραγμένων που αφορά στις αρμοδιότητές του.

(4) Από τις αρμοδιότητες του Φορέα εξαιρούνται οι αρμοδιότητες που ανατίθενται στο Συμβούλιο Εφαρμογής της Εθνικής Στρατηγικής για την Καταπολέμηση της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας σύμφωνα με τον περί της Εφαρμογής της Εθνικής Στρατηγικής για την Καταπολέμηση της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμο.

Λειτουργία, διαδικασίες και δομές του Συντονιστικού Φορέα

42.-(1) Ο Πρόεδρος εκπροσωπεί τον Φορέα, συγκαλεί τις συνεδρίες και προεδρεύει αυτών.

(2) Ο Φορέας συνέρχεται τακτικά κάθε δύο (2) μήνες.

(3) Ο Φορέας δύναται να συνέρχεται σε έκτακτη βάση, οποτεδήποτε τούτο κρίνεται απαραίτητο από τον Πρόεδρο αυτού ή ζητηθεί από τον Υπουργό, για σοβαρούς, έκτακτους και επείγοντες λόγους.

(4) Η εγκυρότητα οποιασδήποτε πράξης ή εργασίας του Φορέα δεν επηρεάζεται από τυχόν κενές θέσεις σε αυτόν, εφόσον ο αριθμός των μελών του ανέρχεται τουλάχιστον σε πέντε (5) μέλη.

(5) Οι αποφάσεις του Φορέα λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία και ο Πρόεδρος έχει δευτέρα ή νικώσα ψήφο.

(6) Σε περίπτωση απουσίας του Προέδρου, τα μέλη του Φορέα εκλέγουν ένα μέλος, για να εκτελεί καθήκοντα Προέδρου κατά τη συνεδρίαση.

(7) Ο Φορέας δύναται να συγκροτηθεί σε ομάδες εργασίας με πιο εξειδικευμένο αντικείμενο, για τη αποτελεσματικότερη λειτουργία του, οι οποίες δύναται να συνέρχονται επί τακτικής ή έκτακτης βάσης.

(8) Ομάδες εργασίας, οι οποίες συγκροτούνται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (7), καθορίζουν την εμπλεκόμενη υπηρεσία η οποία θα τις συντονίζει και θα τις συγκαλεί.

(9) Οι ομάδες εργασίας ενημερώνουν τον Φορέα για τις εργασίες, τις αποφάσεις και τα πρακτικά μέτρα που λαμβάνουν αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου κατά τις τακτικές συνεδριάσεις του.

(10) Ο Φορέας καταρτίζει εσωτερικούς κανονισμούς για την καλύτερη διεξαγωγή των εργασιών του, οι οποίοι υποβάλλονται στον Υπουργό για έγκριση και προώθησή τους στο Υπουργικό Συμβούλιο.

(11) Ο Φορέας δύναται να έχει δικό του επιστημονικό ή άλλο αναγκαίο προσωπικό, το οποίο τοποθετείται σε αυτόν από τον κυβερνητικό τομέα ή προσλαμβάνεται από αυτόν με αγορά υπηρεσιών, δύναται δε περαιτέρω να έχει Γραφείο και εξοπλισμό, το οποίο δυνατόν να του παραχωρείται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.

Προϋπολογισμός του Φορέα

43. Ο προϋπολογισμός του Φορέα καλύπτεται από σχετικό κονδύλι, το οποίο προβλέπεται ειδικά στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.

Συλλογή και ανάλυση στοιχείων και δεδομένων

44. Ο Φορέας μεριμνά για τη συλλογή, τον συντονισμό, την επεξεργασία, ανάλυση, μελέτη, και δημοσιοποίηση στατιστικών δεδομένων, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, σε σχέση με τη βία κατά των γυναικών και την ενδοοικογενειακή βία στη Δημοκρατία, καθώς και για τη δημιουργία κοινής βάσης δεδομένων, μέσω της ομαδοποίησης πληροφοριών αναφορικά με τα περιστατικά βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, οι οποίες προέρχονται μεταξύ άλλων από όλες τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες και μη κυβερνητικές οργανώσεις:

Νοείται ότι, ο Φορέας δύναται να αναθέσει τη δημιουργία και λειτουργία της κοινής βάσης δεδομένων σε μη κυβερνητικό οργανισμό βάσει πρωτοκόλλου συνεργασίας ή ειδικής συμφωνίας μεταξύ τους.

Υποστηρικτικά και θεραπευτικά μέτρα και αξιολόγηση παραβάτη

45.-(1) Οι Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας, σε συνεργασία με άλλες εμπλεκόμενες υπηρεσίες, διασφαλίζουν τη διαθεσιμότητα διαγνωστικής αξιολόγησης, κατάλληλων θεραπευτικών παρεμβά-σεων και αποτελεσματικών προγραμμάτων, με στόχο την πρόληψη και την ελαχιστοποίηση των κινδύνων επανάληψης αδικημάτων βίας.

(2) Τα ακόλουθα πρόσωπα δύνανται να έχουν πρόσβαση στα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) προγράμματα ή μέτρα παρέμβασης:

(α) Πρόσωπο, το οποίο διώκεται ποινικά για αδίκημα βίας κατά γυναίκας, υπό όρους που να μην είναι επιζήμιοι ούτε αντίθετοι προς το δικαίωμα της υπεράσπισης ή τις απαιτήσεις δίκαιης και αμερόληπτης δίκης και ειδικότερα την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας· και

(β) πρόσωπο, το οποίο έχει καταδικαστεί για αδίκημα βίας κατά γυναίκας, μετά από διάταγμα του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 46.

(3) Οι Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας, σε συνεργασία με τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, την Αστυνομία και με άλλες εμπλεκόμενες υπηρεσίες, όπου αυτό εφαρμόζεται και με τη συνδρομή εμπειρογνωμόνων με κατάρτιση και εμπειρία στις ειδικότητες της δικανικής ψυχιατρικής ή/και δικανικής ψυχολογίας, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας έχουν την ευθύνη αξιολόγησης της προσωπικότητας των αναφερόμενων στο εδάφιο (2) προσώπων και του πιθανού κίνδυνου επανάληψης αδικήματος βίας κατά γυναίκας, με στόχο τον προσδιορισμό κατάλληλων προγραμμάτων ή μέτρων παρέμβασης και όπως υποβοήθηση του Δικαστηρίου.

(4) Η Αστυνομία, σε συνεργασία με άλλες εμπλεκόμενες υπηρεσίες, όπου αυτό εφαρμόζεται, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ώστε τα αναφερόμενα στο εδάφιο (2) πρόσωπα, στα οποία έχουν προταθεί προγράμματα ή μέτρα παρέμβασης, σύμφωνα με το εδάφιο (1), να-

(α) είναι πλήρως ενήμερα για τους λόγους της πρότασης ή του διατάγματος του Δικαστηρίου,

(β)συγκατατίθενται να συμμετάσχουν στα προγράμματα ή μέτρα.

Επιπρόσθετα των ποινών διατάγματα

46. Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου και της επιβολής οποιασδήποτε άλλης ποινής ή κύρωσης για τη διάπραξη αδικήματος βίας κατά γυναίκας, το Δικαστήριο δύναται, κατά την επιβολή ποινής σε καταδικασθέντα και με τη συγκατάθεσή του, να διατάξει-

(α) την υποβολή αυτού σε διαγνωστική εξέταση ή θεραπεία από ψυχίατρο ή/και κλινικό ψυχολόγο των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας,

(β) την παρακολούθηση από αυτόν των προβλεπόμενων στο άρθρο 44 προγραμμάτων, ώστε να καταστεί ικανό να υιοθετήσει συμπεριφορά, με στόχο την πρόληψη άσκησης βίας και την αλλαγή των εκδηλούμενων από αυτό βίαιων μορφών συμπεριφοράς, ή/και

(γ) την υποβολή του σε θεραπευτική αγωγή αυτοελέγχου από εμπειρογνώμονες ή υπό άλλους όρους που το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίους, ώστε να αποφευχθεί η επανάληψη αδικημάτων βίας κατά γυναικών.

Εκπαίδευση λειτουργών

47.-(1) Οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες προωθούν την τακτική ενημέρωση, την κατάρτιση, καθώς και τη συστηματική και υποχρεωτική ενδοϋπηρεσιακή και διατμηματική εκπαίδευση, ευαισθητο-ποίηση και κατάρτιση όλων των λειτουργών ή άλλων προσώπων που ενδέχεται να έλθουν σε επαφή με θύματα βίας κατά γυναικών ή/και να χειριστούν περίπτωση βίας κατά γυναικών, σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση αδικημάτων βίας κατά γυναικών, την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών, τις ανάγκες και τα δικαιώματα των θυμάτων και τη μείωση τέτοιων αδικημάτων, τον εντοπισμό των θυμάτων και την ελαχιστοποίηση υποτροπής των δραστών.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, στην έννοια του όρου «λειτουργός» εμπίπτει ο Αρχιεπιθεωρητής και οι επιθεωρητές κατά την έννοια που αποδίδεται στους όρους αυτούς από τις διατάξεις του περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμου.

Ενημέρωση παιδιών και κατάρτιση εκπαιδευτικών και στελεχών των σχολικών μονάδων για τα έμφυλα ζητήματα κ.ά.

48.-(1) Το Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας διασφαλίζει ότι τα παιδιά, κατά την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δημόσια και ιδιωτική, ενημερώνονται, μέσω επικαιροποιημένων αναλυτικών προγραμμάτων ή/και άλλων δράσεων, για τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση και την πρόληψη και καταπολέμηση της βίας, της βίας κατά των γυναικών, του βιασμού και της ενδοοικογενειακής βίας, περιλαμβανομένων θεμάτων ισότητας των φύλων και κατάρριψης των έμφυλων στερεοτύπων και των προκαταλήψεων, της διευθέτησης διενέξεων χωρίς βία στις διαπροσωπικές σχέσεις, της μη άσκησης βίας με βάση το φύλο κατά των γυναικών και του δικαιώματος της προσωπικής ακεραιότητας, προσαρμοσμένων στην εξελικτική δυνατότητά τους, καθώς και για μορφές γλωσσικού σεξισμού και τρόπους υπέρβασής τους:

Νοείται ότι, οι σχετικές πληροφορίες στα αναλυτικά προγράμματα των δημόσιων σχολείων επικαιροποιούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

(2) Το Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας σε συνεργασία με παράγοντες του ιδιωτικού τομέα, προωθεί δεξιότητες μεταξύ παιδιών, γονέων και εκπαιδευτικών αναφορικά με τους τρόπους αντιμετώπισης του περιβάλλοντος πληροφόρησης και επικοινωνιών που παρέχει πρόσβαση σε ταπεινωτικό περιεχόμενο σεξουαλικής ή βίαιης φύσεως, το οποίο δυνατόν να είναι επιβλαβές.

(3) Το Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας διασφαλίζει ότι κάθε στέλεχος της δημόσιας εκπαίδευσης ευθύς ως προσληφθεί, παρακολουθεί, στη βάση υποχρεωτικής επιμόρφωσης, τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) θέματα και καταρτίζουν, στο πλαίσιο της επιμόρφωσης αυτής, σχέδιο δράσης στη σχολική τους μονάδα.

(4) Το Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας διασφαλίζει ότι τα μέλη του εποπτικού προσωπικού του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας, καθώς και οι λειτουργοί εκπαιδευτικού προγραμματισμού όλων των βαθμίδων από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, λαμβάνουν επιμόρφωση επί των αναφερόμενων στο εδάφιο (1) θεμάτων, ανά τακτά διαστήματα.

(5) Το Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας διασφαλίζει ότι οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων είναι δεόντως καταρτισμένοι σε σχέση με μεθόδους διακρίβωσης όλων των μορφών βίας κατά γυναικών, τις ανάγκες και τα δικαιώματα των παιδιών θυμάτων, καθώς και για την υλοποίηση των αναφερόμενων στο εδάφιο (1) υποχρεώσεων:

Νοείται ότι, η προβλεπόμενη στο παρόν εδάφιο κατάρτιση πραγματοποιείται ανά τακτά διαστήματα, στο πλαίσιο υποχρεωτικής επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων ή κατ’ ιδίαν από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, σε συνεργασία με την οικεία διεύθυνση εκπαίδευσης:

Νοείται περαιτέρω ότι, η προβλεπόμενη στο παρόν εδάφιο κατάρτιση δύναται να πραγματοποιείται εναλλακτικά με την ανάρτηση/κυκλοφορία σχετικού βιβλιαρίου/εντύπου/ ψηφιακού οδηγού για την πρόληψη της βίας.

(6) Τα ιδρύματα ανώτερης εκπαίδευσης που λειτουργούν στη Δημοκρατία, διασφαλίζουν ότι οι φοιτητές ενημερώνονται για την πρόληψη και καταπολέμηση της βίας, της βίας κατά των γυναικών, του βιασμού, της ενδοοικογενειακής βίας, περιλαμβανομένων θεμάτων ισότητας των φύλων και κατάρριψης των έμφυλων στερεοτύπων και των προκαταλήψεων, της διευθέτησης διενέξεων χωρίς βία στις διαπροσωπικές σχέσεις, της πρόληψης άσκησης βίας με βάση το φύλο κατά των γυναικών και του δικαιώματος της προσωπικής ακεραιότητας, καθώς και για τις μορφές γλωσσικού σεξισμού και τους τρόπους υπέρβασης.

(7) Τα ιδρύματα ανώτερης εκπαίδευσης που λειτουργούν στη Δημοκρατία διασφαλίζουν ότι το διδακτικό προσωπικό είναι δεόντως καταρτισμένο σε σχέση με μεθόδους διακρίβωσης όλων των μορφών βίας κατά γυναικών, καθώς και για την υλοποίηση των αναφερόμενων στο εδάφιο (4) υποχρεώσεων:

Νοείται ότι, η προβλεπόμενη στο παρόν εδάφιο κατάρτιση πραγματοποιείται, στο πλαίσιο υποχρεωτικής επιμόρφωσης του διδακτικού προσωπικού:

Νοείται περαιτέρω ότι, η προβλεπόμενη στο παρόν εδάφιο κατάρτιση δύναται να πραγματοποιείται εναλλακτικά με την ανάρτηση/κυκλοφορία σχετικού βιβλιαρίου/εντύπου/ψηφιακού οδηγού για την πρόληψη της βίας.

ΜΕΡΟΣ VΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Έκδοση Κανονισμών

49. Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και ειδικότερα για τον καθορισμό οποιουδήποτε θέματος το οποίο, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, πρέπει ή δύναται να καθοριστεί, οι οποίοι κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΙΝΑΚΑΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ

(Άρθρο 5)

 

Αδικήματα Νόμος - Άρθρο
1. Φόνος εκ προμελέτης. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρα 203 και 204.
2. Απόπειρα για φόvo. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 214.
3. Ανθρωποκτονία. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 205.
4. Φόνος εξαιτίας πρόκλησης. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 208.
5. Συνωμοσία για φόνο. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 217.
6. Γραπτές απειλές για φόνο. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 216.
7. Συνενοχή σε αυτοκτονία άλλου προσώπου. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 218.
8. Περιαγωγή σε κατάσταση ανικανότητας για αντίσταση, με στόχο τη διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 226.
9. Περιαγωγή σε κατάσταση νάρκωσης, με στόχο τη διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 227.
10. Πράξεις που στοχεύουν στην πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης ή την αποτροπή σύλληψης. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 228.
11. Απαγωγή. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 148.
12. Απαγωγή νεαρής γυναίκας ηλικίας κάτω των δεκαέξι χρονών. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 149.
13. Απόπειρα πρόκλησης σωματικής βλάβης με εκρηκτικές ύλες. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος,  Άρθρο 232.
14 Βιασμός. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 144.
15. Σεξουαλική κακοποίηση διά διείσδυσης. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 146Α.
16. Απόπειρα σεξουαλικής κακοποίησης διά διείσδυσης. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 146Β.
17. Εξαναγκασμός σε διάπραξη βιασμού. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 146Γ.
18. Εξαναγκασμός σε σεξουαλική κακοποίηση διά διείσδυσης. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 146Δ.
19. Εξαναγκασμός σε διάπραξη συνουσίας ή άλλων πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 146Ε.
20. Απόπειρα βιασμού. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 146.
21. Άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 151.
22. Διαφθορά νεαρής γυναίκας ηλικίας κάτω των δεκατριών (13) ετών. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 153(1).
23. Απόπειρα διαφθοράς νεαρής γυναίκας ηλικίας κάτω των δεκατριών (13) ετών. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 153(2).
24. Διαφθορά νεαρής γυναίκας ηλικίας δεκατριών (13) ετών μέχρι δεκαέξι (16) ετών. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 154.
25. Διαφθορά γυναίκας με νοητική ή/και ψυχική αναπηρία. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 155.
26. Παράνομη κατακράτηση γυναίκας. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 162.
27. Άσεμνη πράξη. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 176.
28. Ανήθικες προβολές. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 177.
29. Αιμομιξία. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 147.
30. Προαγωγή διαφθοράς γυναίκας με απειλές, δόλο ή χορήγηση φαρμάκων. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 159.
31. Παράνομη κατακράτηση γυναίκας. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 162.
32. Απόπειρες. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 173.
33. Βαριά σωματική βλάβη. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 231.
34. Επιθέσεις που προκαλούν πραγματική σωματική βλάβη. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 243.
35. Τραυματισμός και ανάλογες πράξεις. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 234.
36. Παράλειψη προμήθειας των αναγκαίων προς το ζην. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 235.
37. Κοινή επίθεση. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 242.
38. Αρπαγή προσώπου από τη Δημοκρατία. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρα 245 και 248.
39. Αρπαγή ή απαγωγή προσώπου με σκοπό να φονευθεί εκ προμελέτης. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 249.
40. Αρπαγή ή απαγωγή προσώπου με σκοπό κρυφό και άδικο περιορισμό. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 250.
41. Αρπαγή ή απαγωγή με σκοπό να υποβληθεί πρόσωπο σε βαριά βλάβη, κ.λπ. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 251.
42. Άδικη απόκρυψη ή περιορισμός αρπαγέντος ή απαχθέντος προσώπου. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 252.
43. Παράνομη καταναγκαστική εργασία. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 254.
44. Κακόβουλη χορήγηση δηλητηρίου με σκοπό πρόκλησης σωματικής βλάβης. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 233.
45. Τραυματισμός και ανάλογες πράξεις. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 234.
46. Αδικήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρα 245 έως 254.
47. Εξαναγκασμός σε γάμο. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 150.
48. Ακρωτηριασμός γυναικείων γεννητικών οργάνων. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 233Α.
49. Απόπειρα άμβλωσης. Απόπειρα άμβλωσης.
50. Απόπειρα άμβλωσης από κυοφορούσα γυναίκα. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 168.
51. Προμήθεια φαρμάκων ή οργάνων για άμβλωση. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 169.
52. Απειλή βιαιοπραγίας. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 91.
53. Απειλή. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 91Α.
54. Ιατρικός τερματισμός εγκυμοσύνης. Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος, Άρθρο 169Α.
55. Σεξισμός. Ο περί της Καταπολέμησης του Σεξισμού και του Διαδικτυακά Διαδιδόμενου Σεξισμού και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου [Ν.209(Ι)/2020], Άρθρο 3.
56. Διαδικτυακός σεξισμός. Ο περί της Καταπολέμησης του Σεξισμού και του Διαδικτυακά Διαδιδόμενου Σεξισμού και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου [Ν.209(Ι)/2020], Άρθρο 4.
57. Παρενόχληση. Ο περί Προστασίας από Παρενόχληση και Παρενοχλητική Παρακολούθηση Νόμος […(Ι) του 2021], Άρθρο 3.
58. Παρενοχλητική παρακολούθηση. Ο περί Προστασίας από Παρενόχληση και Παρενοχλητική Παρακολούθηση Νόμος […(Ι) του 2021], Άρθρο 4.
59. Παρενόχληση και σεξουαλική παρενόχληση. Ο περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμος του 2002, [Ν.205(Ι)/2002], Άρθρο 12.
60. ποιοδήποτε από τα προβλεπόμενα στον περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμο, σε περίπτωση που το θύμα είναι γυναίκα που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας της. Ο περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμος [Ν91(Ι)/2014].