22. Σε περίπτωση κατά την οποία Δικαστήριο κρίνει ένοχο πρόσωπο για προβλεπόμενο στο άρθρο 21 αδίκημα σε σχέση με προϊόν ή εκδίδει διάταγμα για δήμευση προϊόντος, έχει εξουσία, επιπρόσθετα με άλλη διαταγή για έξοδα ή δαπάνες, να διατάξει τον καταδικασθέντα ή, ανάλογα με την περίπτωση, τον οικονομικό φορέα να αποζημιώσει την αρμόδια αρχή για δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε ή δυνατόν να υποβληθεί σε σχέση με-
(α) κατάσχεση ή κατακράτηση προϊόντος από ή για λογαριασμό της αρμόδιας αρχής·
(β) συμμόρφωση της αρμόδιας αρχής με οδηγίες του Δικαστηρίου για τη δήμευση προϊόντος·
(γ) έξοδα με τα οποία επιβαρύνθηκε η αρμόδια αρχή κατά την ενάσκηση των εξουσιών της δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
23.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία προϊόν και/ή έγγραφο υποβάλλεται σε εξέταση, δοκιμή και/ή έλεγχο και, βάσει των πορισμάτων της εξέτασης, δοκιμής και/ή ελέγχου, επιδίδεται ειδοποίηση δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 12, 13 ή 14, η αρμόδια αρχή δύναται να ζητήσει από τον οικονομικό φορέα, ανάλογα με την περίπτωση, να της καταβάλει το ποσό των εξόδων με το οποίο έχει επιβαρυνθεί για την αγορά, εξέταση και/ή δοκιμή του προϊόντος και/ή τον έλεγχο του εγγράφου:
(2) Κατά της απόφασης για την καταβολή εξόδων σύμφωνα με το εδάφιο (1) δύναται να ασκηθεί ιεραρχική προσφυγή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 20.
(3) Το ποσό των αναφερόμενων στο εδάφιο (1) εξόδων εισπράττεται από την αρμόδια αρχή, όταν παρέλθει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε (75) ημερών-
(α) από την κοινοποίηση της απόφασης για την καταβολή των εξόδων, σε περίπτωση κατά την οποία δεν ασκείται ιεραρχική προσφυγή· ή
(β) από την κοινοποίηση της απόφασης επί της ιεραρχικής προσφυγής σε περίπτωση που ασκείται προσφυγή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20.
(4) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής των κατά τον παρόντα Νόμο καταβαλλόμενων από οικονομικό φορέα εξόδων, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.
24. Σε περίπτωση κατά την οποία η αρμόδια αρχή, κατά την ενάσκηση εξουσίας ή αρμοδιότητας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και/ή των προνοιών των Κανονισμών για σκοπούς εποπτείας της αγοράς, επιφέρει μη νόμιμη απώλεια ή ζημιά στον οικονομικό φορέα, φέρει ευθύνη για την καταβολή αποζημιώσεων στο εν λόγω πρόσωπο αναφορικά με την απώλεια ή ζημιά που προκαλείται συνεπεία της άσκησης της εν λόγω εξουσίας ή αρμοδιότητας, εκτός εάν ενήργησε καλόπιστα και δεν υπήρξε παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και/ή των προνοιών των Κανονισμών σε σχέση με το προϊόν.
25.-(1) Παραβίαση της γενικής απαίτησης ασφάλειας και οποιασδήποτε άλλης υποχρέωσης που επιβάλλεται από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2023/988 ή/και τον παρόντα Νόμο ή/και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα, αποτελεί αστικό αδίκημα δυνάμει του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, έναντι οποιουδήποτε προσώπου που μπορεί να υποστεί ζημιά από την παράβαση της υποχρέωσης αυτής.
(2) Παράβαση της γενικής απαίτησης ασφάλειας και οποιασδήποτε άλλης υποχρέωσης δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) 2023/988 ή/και του παρόντος Νόμου ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή/και Διαταγμάτων από οποιοδήποτε πρόσωπο δημιουργεί, με την επιφύλαξη των νομικών αρχών που εφαρμόζονται σε αγωγές για αθέτηση θέσμιων καθηκόντων, αγώγιμο δικαίωμα προς όφελος του ζημιωθέντος προσώπου.
(3) Η δυνάμει του εδαφίου (1) και (2) ευθύνη δεν δύναται να περιοριστεί ή να αποκλειστεί με οποιοδήποτε συμβατικό όρο, με οποιαδήποτε ειδοποίηση ή άλλη πρόνοια.
(4) Στο παρόν άρθρο ο όρος «ζημιά» σημαίνει σωματική βλάβη ή θάνατο.