17. Πρόσωπο το οποίο-
(α) καθιστά διαθέσιμο στην αγορά προϊόν το οποίο δεν είναι σύμφωνο με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 2023/988 και/ή με τις πρόνοιες των Κανονισμών∙
(β) δεν συμμορφώνεται με ειδοποίηση που του επιδίδεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 13∙
(γ) δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και/ή στους Κανονισμούς∙
(δ) δεν παρέχει στην αρμόδια αρχή, εντός της καθορισθείσας προθεσμίας, έγγραφα ή πληροφορίες που αφορούν στο συγκεκριμένο προϊόν και/ή πληροφορίες για τον χώρο στον οποίο βρίσκεται το προϊόν και για τις ποσότητες του προϊόντος που έχουν διατεθεί και/ή βρίσκονται αποθηκευμένες και/ή εμποδίζει και/ή παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο τις διαδικασίες αυτές και/ή παρέχει ψευδείς και/ή παραπλανητικές πληροφορίες και/ή έγγραφα σχετικά με τη διαδικασία αξιολόγησης της ασφάλειας·
(ε) εσκεμμένα παρακωλύει εξουσιοδοτημένο λειτουργό της αρμόδιας αρχής και/ή τελωνειακό λειτουργό ο οποίος ενεργεί κατ’ εφαρμογή διάταξης του παρόντος Νόμου και/ή πρόνοιας των Κανονισμών·
(στ) δεν συμμορφώνεται με τα καθήκοντα και/ή τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στον Κανονισμό (ΕΕ) 2023/988 και/ή δεν συμμορφώνεται με απόφαση που του κοινοποιείται από την αρμόδια αρχή δυνάμει των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2023/988 και/ή παραβαίνει διάταξη του Κανονισμού (ΕΕ) 2023/988,
διαπράττει παράβαση για την οποία δύναται να του επιβληθεί διοικητικό πρόστιμο με βάση τις διατάξεις του άρθρου 18.
18.-(1) Η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο το οποίο δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000) σε πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 17 παραβάσεις και, σε περίπτωση μεταγενέστερης παράβασης, δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εξήντα χιλιάδες ευρώ (€60.000).
(2) Σε περίπτωση συνέχισης παράβασης για την οποία έχει επιβληθεί διοικητικό πρόστιμο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλει πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα πεντακόσια ευρώ (€500) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης ανάλογα με τη βαρύτητα αυτής.
19.-(1) Το επιβαλλόμενο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18 πρόστιμο υπολογίζεται ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης.
(2) Το προβλεπόμενο στο άρθρο 18 πρόστιμο επιβάλλεται με αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας αρχής που βεβαιώνει την παράβαση, αφού ακούσει ή παράσχει την ευκαιρία στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή σε εκπρόσωπό του να ακουστεί προφορικώς ή γραπτώς.
(3) Κατά της απόφασης για επιβολή προστίμου επιτρέπεται η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20.
(4) Το διοικητικό πρόστιμο εισπράττεται από την αρμόδια αρχή, όταν παρέλθει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε (75) ημερών-
(α) σε περίπτωση κατά την οποία δεν ασκείται ιεραρχική προσφυγή, από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης για επιβολή προστίμου·
(β) σε περίπτωση κατά την οποία ασκείται ιεραρχική προσφυγή, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4), από την ημερομηνία κοινοποίησης της επί της ιεραρχικής προσφυγής απόφασης.
(5) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής του κατά τον παρόντα Νόμο επιβαλλόμενου από την αρμόδια αρχή διοικητικού προστίμου, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.
20.-(1) Οποιαδήποτε απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου και/ή ανάκτησης εξόδων εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου υπόκειται σε ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο λαμβάνει γνώση της απόφασης.
(2) Κατά την εκδίκαση της ιεραρχικής προσφυγής ο Υπουργός δύναται-
(α) να ζητά από τον οικονομικό φορέα να προσκομίσει σε τακτή προθεσμία αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ακρίβεια των πραγματικών ισχυρισμών που αναφέρονται στην ιεραρχική προσφυγή, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο, επί τη βάσει των δεδομένων της συγκεκριμένης υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη τα έννομα συμφέροντα του οικονομικού φορέα και των λοιπών επηρεαζομένων· και
(β) να θεωρεί ανακριβείς τους πραγματικούς ισχυρισμούς, εφόσον τα αποδεικτικά στοιχεία που ζητούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) δεν προσκομιστούν έγκαιρα ή θεωρηθούν ανεπαρκή.
(3)(α) O Υπουργός εξετάζει αμέσως κάθε προσφυγή που ασκείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και, σε περίπτωση που θεωρήσει αυτό αναγκαίο ή σκόπιμο, ακούει ή με άλλο τρόπο παρέχει την ευκαιρία στον προσφεύγοντα να υποστηρίξει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή.
(β) Ο Υπουργός αποφασίζει για κάθε προσφυγή το ταχύτερο και κοινοποιεί την απόφασή του στον προσφεύγοντα εντός ενενήντα (90) ημερών από την ημερομηνία άσκησης της προσφυγής.
(4) Κατόπιν εξέτασης της προσφυγής, ο Υπουργός δύναται να-
(α) επικυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·
(β) ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση· ή
(γ) τροποποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση:
(5) Πρόσωπο το οποίο δεν ικανοποιείται από την απόφαση που εκδίδεται από τον Υπουργό δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) δύναται να προσφύγει εντός εβδομήντα πέντε (75) ημερών στο Διοικητικό Δικαστήριο.
21. Ανεξαρτήτως της επιβολής διοικητικού προστίμου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18, πρόσωπο το οποίο-
(α) καθιστά διαθέσιμο στην αγορά προϊόν το οποίο παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των προσώπων και/ή του περιβάλλοντος και/ή της δημόσιας ασφάλειας·
(β) δεν συμμορφώνεται με ειδοποίηση της αρμόδιας αρχής που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 13 και 14·
(γ) παρέχει ψευδή ή παραπλανητικά ή ανακριβή στοιχεία, πληροφορίες ή έγγραφα στην αρμόδια αρχή·
(δ) δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις του εδαφίου (7) του άρθρου 12,
διαπράττει αδίκημα και υπόκειται-
(i) σε περίπτωση πρώτης καταδίκης, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή και στις δύο αυτές ποινές· και
(ii) σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό πενήντα χιλιάδες ευρώ (€150.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.