ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«απασχόληση» σημαίνει παροχή εργασίας ή υπηρεσιών, επ’ αμοιβή, βάσει ατομικής συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας ή μαθητείας ή άλλης ατομικής συμβάσεως ή σχέσεως, διεπομένης είτε από το ιδιωτικό είτε από το δημόσιο δίκαιο, σε οποιονδήποτε τομέα ή κλάδο δραστηριότητας, ιδιωτικό ή δημόσιο, περιλαμβανομένων της Δημόσιας Υπηρεσίας, της Δικαστικής Υπηρεσίας, της Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, των νομικών προσώπων ή οργανισμών δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, των Ενόπλων Δυνάμεων και των Δυνάμεων Ασφαλείας·

«αποδοχές υπερημερίας» σημαίνει μισθό ή ημερομίσθιο και οποιοδήποτε άλλο όφελος παρέχεται, άμεσα ή έμμεσα, σε χρήμα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας, το οποίο στερήθηκε ο εργαζόμενος λόγω παραβάσεως των διατάξεων του παρόντος Νόμου·

«απόλυση» σημαίνει-

(α) την εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας ή τον τερματισμό της απασχολήσεως, για οποιοδήποτε λόγο, είτε ο λόγος αυτός αφορά τον εργοδότη ή/και τον εργαζόμενο είτε είναι άσχετος προς αυτούς· και

(β) τον εκ μέρους του εργαζομένου τερματισμό της απασχολήσεως λόγω διαγωγής του εργοδότη·

«αρμόδια αρχή» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·

«βία» σημαίνει πράξη, παράλειψη, πρακτική ή συμπεριφορά, περιλαμβανομένων απειλών, η οποία έχει ως σκοπό ή αποτέλεσμα ή συνεπεία της οποίας δυνατό να προκληθεί στο θύμα, σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική ή οικονομική βλάβη ή ζημιά, και η οποία διενεργείται στον χώρο εργασίας και εκδηλώνεται είτε μεμονωμένα είτε κατ’ επανάληψη:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού «βία» περιλαμβάνει αδικήματα που προβλέπονται στον περί Ποινικού Κώδικα Νόμο και στον περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμο·

«βλαπτική μεταβολή των συνθηκών εργασίας» σημαίνει πράξη ή παράλειψη ή εν γένει συμπεριφορά του εργοδότη ή άλλου προσώπου, το οποίο είναι αρμόδιο ή υπεύθυνο για τον καθορισμό ή την τροποποίηση των συνθηκών απασχολήσεως, η οποία προκαλεί άμεση ή έμμεση, υλική, οικονομική ή ηθική βλάβη στον εργαζόμενο ή προσβάλλει, με οποιονδήποτε τρόπο, την προσωπικότητα ή την αξιοπρέπειά του·

«Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων» ή «ΓΚΠΔ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) για την Προστασία Δεδομένων 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)»∙

«ενδοοικογενειακή βία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «βία» στον περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμο·

«επαγγελματική εκπαίδευση ή κατάρτιση» σημαίνει κάθε μορφή εκπαίδευσης ή κατάρτισης, που αποσκοπεί στην απόκτηση τυπικού ή ουσιαστικού προσόντος ή ιδιαίτερης ικανότητας για την άσκηση επαγγέλματος, απασχόλησης ή εργασίας, ανεξάρτητα από την ηλικία και το επίπεδο κατάρτισης των εκπαιδευομένων ή καταρτιζομένων, ανεξαρτήτως του κατά πόσον το πρόγραμμα διδασκαλίας περιλαμβάνει τμήματα γενικής εκπαιδεύσεως·

«Επιθεωρητής» σημαίνει Αρχιεπιθεωρητή ή Επιθεωρητή, ο οποίος ορίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14 για να ασκεί τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο καθήκοντα·

«Επίτροπος Διοικήσεως» σημαίνει τον εκάστοτε Επίτροπο Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρώπινων Δικαιωμάτων ο οποίος διορίζεται δυνάμει των διατάξεων του περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμου·

«εργαζόμενος» σημαίνει πρόσωπο-

(α) το οποίο εργάζεται ή μαθητεύει, με πλήρη ή μερική απασχόληση, για ορισμένο ή αόριστο, συνεχή ή μη, χρόνο, ασχέτως του τόπου ή μορφής απασχόλησης, περιλαμβανομένων των κατ’ οίκον εργαζομένων και των εργαζομένων με τηλεργασία·

(β) το οποίο είναι υπό επαγγελματική εκπαίδευση ή κατάρτιση·

(γ) το οποίο απασχολείται με μορφή αδήλωτης εργασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου·

(δ) η εργασιακή σχέση του οποίου δεν έχει ακόμη αρχίσει, σε περίπτωση που η παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου έχει διενεργηθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας πρόσληψης ή σε άλλο στάδιο διαπραγμάτευσης στο οποίο συμμετείχε ως υποψήφιος για εργοδότηση πριν από τη σύναψη σύμβασης ή την έναρξη της εργοδότησης·

«εργατική διαφορά» σημαίνει αστική διαφορά μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη ή μεταξύ εργαζόμενου και άλλου εργαζόμενου ή αναφορικά με τρίτο πρόσωπο, όπως αυτό προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 4, η οποία αφορά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και δύναται να εκδικαστεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 24·

«εργοδότης» σημαίνει τη Δημόσια Υπηρεσία, τη Δικαστική Υπηρεσία, τη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία, τις Ένοπλες Δυνάμεις, τις Δυνάμεις Ασφαλείας, τις Αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οργανισμό, δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, που δραστηριοποιείται σε οποιοδήποτε δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα ή κλάδο δραστηριότητας το οποίο απασχολεί ή απασχολούσε εργαζόμενους, και περιλαμβάνει πρόσωπο που ασκεί την εξουσία, τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες εργοδότη·

«θύμα ενδοοικογενειακής βία» σημαίνει πρόσωπο σχετικά με το οποίο αρχίζει ή υφίσταται εν εξελίξει διαδικασία σε σχέση με αδίκημα ενδοοικογενειακής βίας, το οποίο υπέστη ζημιά, περιλαμβανομένης της σωματικής, της ψυχικής ή της συναισθηματικής βλάβης ή της οικονομικής ζημιάς που προκλήθηκε άμεσα από τέτοιο αδίκημα·

«θύμα» σημαίνει πρόσωπο-

(α) σε βάρος του οποίου διαπράχθηκε προβλεπόμενο στον παρόντα Νόμο ποινικό ή αστικό αδίκημα και για το οποίο εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση∙

(β) σε βάρος του οποίου κατ’ ισχυρισμόν διαπράχθηκε προβλεπόμενο στον παρόντα Νόμο ποινικό ή αστικό αδίκημα, είτε αυτό βρίσκεται στο στάδιο της έρευνας από τον εργοδότη, ή διερεύνησης από εξωδικαστικό μηχανισμό σύμφωνα με το Μέρος IV ή την Αστυνομία ή/και από ποινικό ανακριτή, είτε εκκρεμεί η εκδίκαση αυτού ενώπιον δικαστηρίου∙

(γ) το οποίο υπέβαλε παράπονο σε εξωδικαστικό μηχανισμό για παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

«οικονομική βλάβη» σημαίνει μείωση της αμοιβής εργαζόμενου στην οποία περιλαμβάνεται ο συνήθης βασικός ή κατώτατος μισθός ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη που λαμβάνει ο εργαζόμενος από τον εργοδότη βάσει της σχέσης εργασίας, άμεσα ή έμμεσα, σε χρήμα ή σε είδος, καθώς και την οικονομική ζημιά ή βλάβη ως απόρροια πράξης που απαγορεύεται από τον παρόντα Νόμο·

«παρενόχληση» σημαίνει ανεπιθύμητη από τον αποδέκτη της συμπεριφορά στον χώρο εργασίας, η οποία έχει σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή ή παραβίαση της αξιοπρέπειας προσώπου και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος·

«πρακτική» σημαίνει επαναλαμβανόμενη μονομερή πράξη φυσικού ή νομικού προσώπου ή οργανισμού, δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, οπουδήποτε και εάν εκδηλώνεται, που είναι σχετική με τα ρυθμιζόμενα με τον παρόντα Νόμο θέματα·

«πράξη» περιλαμβάνει και παράλειψη·

«πρόσωπο» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·

«σεξουαλική βλάβη» σημαίνει τις συνέπειες της άσκησης βίας και περιλαμβάνει τη βία που ασκείται με σκοπό την επίτευξη σεξουαλικής επαφής χωρίς τη συγκατάθεση του θύματος·

«χώρος εργασίας» σημαίνει το χώρο που διεξάγεται η εργασία ή το χώρο που σχετίζεται με αυτή ή που προκύπτει από την εργασία και περιλαμβάνει-

(α) το δημόσιο και ιδιωτικό χώρο που περιβάλλει χώρος εργασίας·

(β) χώρο στον οποίο ο εργαζόμενος πληρώνεται, ξεκουράζεται, αναπαύεται ή γευματίζει, ή χρησιμοποιεί εγκαταστάσεις υγειονομικές, πλυσίματος και αποδυτήρια·

(γ) χώρο στον οποίο πραγματοποιούνται περιοδείες ή ταξίδια ή στον οποίο διεξάγεται επαγγελματική εκπαίδευση ή κατάρτιση, εκδηλώσεις ή κοινωνικές δραστηριότητες που σχετίζονται με την εργασία·

(δ) επικοινωνία που σχετίζεται με την εργασία, περιλαμβανομένης επικοινωνίας που ενεργοποιείται από πληροφοριακές και επικοινωνιακές τεχνολογίες·

(ε) κατάλυμα που παρέχεται από τον εργοδότη· και

(στ) μετακίνηση από και προς την εργασία.

Σκοπός του παρόντος Νόμου

3.-(1) Ο παρών Νόμος αποσκοπεί στην πρόληψη και καταπολέμηση της βίας και παρενόχλησης στο χώρο εργασίας μέσω του αστικού ή/και του ποινικού δικαίου και με τη θέσπιση εξωδικαστικών διαδικασιών.

(2) Ανεξαρτήτως της γενικότητας των διατάξεων του εδαφίου (1), ο παρών Νόμος αποσκοπεί-

(α) στην προστασία των καταγγελλόντων, των θυμάτων και των μαρτύρων από θυματοποίηση ή αντίποινα εναντίον τους·

(β) στην προστασία του απόρρητου των εμπλεκόμενων προσώπων και της εμπιστευτικότητας, στο μέτρο του δυνατού και όπως ενδείκνυται, και στη διασφάλιση ότι δεν γίνεται κατάχρηση των απαιτήσεων για το απόρρητο· και

(γ) στην αναγνώριση των επιπτώσεων της ενδοοικογενειακής βίας και, στο βαθμό που είναι ευλόγως εφικτό, του μετριασμού του αντικτύπου της στην εργασία.

Πεδίο εφαρμογής

4.-(1) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται-

(α) σε εργαζομένους, αναφορικά με τις δραστηριότητες που σχετίζονται με την απασχόληση και συμπεριφορά τους στο χώρο εργασίας, η οποία συνιστά βία ή παρενόχληση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·

(β) σε εργοδότες, αναφορικά με πράξεις ή συμπεριφορές τους που είναι το αποτέλεσμα της υποβολής παραπόνου η καταγγελίας ή απόκρουσης πράξεων βίας ή παρενόχλησης στο χώρο εργασίας∙

(γ) σε τρίτα πρόσωπα που έχουν πελατειακή ή συμβατική σχέση ή παρέχουν υπηρεσίες στον χώρο εργασίας ή στον εργοδότη ή σε μέλη του κοινού που επισκέπτονται το χώρο εργασίας ή τον εργοδότη και αναφορικά με πράξεις ή συμπεριφορές που συνιστούν βία ή παρενόχληση.

(2) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται σε σχέση με πράξεις ή παραλείψεις που αποτελούν διάκριση λόγω φύλου σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμου.

(3) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται σε σχέση με πράξεις ή παραλείψεις που αποτελούν διάκριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και στην Εργασία Νόμου.