ΜΕΡΟΣ ΙV ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
Καταγγελία στον Αρχιεπιθεωρητή και Επιθεωρητή

13.-(1) Πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου δικαιούται προστασίας από τον Αρχιεπιθεωρητή και τους Επιθεωρητές και δύναται να υποβάλλει σε αυτούς καταγγελίες κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 16, έστω και αν η εργασιακή σχέση στο πλαίσιο της οποίας καταγγέλλεται ότι διαπράχθηκε βία ή παρενόχληση έχει λήξει.

(2) Πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δικαιούται να υποβάλλει σχετικό παράπονο στον Επίτροπο Διοίκησης σε περίπτωση που αυτός έχει αρμοδιότητα να εξετάζει το εν λόγω παράπονο σύμφωνα με τον περί Επιτρόπου Διοίκησης Νόμο και για τον σκοπό αυτό, ο Επίτροπος Διοίκησης έχει όλες τις εξουσίες και αρμοδιότητες που προβλέπονται στον εν λόγω νόμο:

Νοείται ότι, ο Επίτροπος Διοίκησης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ενεργεί για τη διασφάλιση της προστασίας των δεδομένων που συλλέγονται και τυγχάνουν επεξεργασίας, σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων και τον περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμο.

Διορισμός Αρχιεπιθεωρητή και Επιθεωρητών

14.-(1) Ο Υπουργός διορίζει τους αναγκαίους για την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου Επιθεωρητές και άλλους λειτουργούς, και Αρχιεπιθεωρητή, ο οποίος ρυθμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι Επιθεωρητές και οι άλλοι λειτουργοί θα εκτελούν το έργο και θα ασκούν τις εξουσίες και τα καθήκοντα που αποδίδονται σε αυτούς δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 15,16 και 17.

(2) Ο Αρχιεπιθεωρητής και οι Επιθεωρητές είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι και κατέχουν οργανικές θέσεις στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

(3) Ο Αρχιεπιθεωρητής και οι Επιθεωρητές κατέχουν τα κατάλληλα προσόντα και επαρκή για την εκτέλεση των καθηκόντων τους εκπαίδευση, μετεκπαιδεύονται και επιμορφώνονται διαρκώς.

(4) Ο Αρχιεπιθεωρητής και οι Επιθεωρητές εφοδιάζονται με ειδικές ταυτότητες.

Αρμοδιότητες Αρχιεπιθεωρητή και Επιθεωρητών

15. Οι αρμοδιότητες του Αρχιεπιθεωρητή και των Επιθεωρητών περιλαμβάνουν-

(α) τη διασφάλιση της πλήρους και αποτελεσματικής εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου·

(β) την παροχή πληροφοριών, συμβουλών και υποδείξεων προς τους εργοδότες και τους εργαζομένους, σχετικά με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τηρήσης των διατάξεων του παρόντος Νόμου·

(γ) την αναφορά προς τον Υπουργό προβλημάτων που προκύπτουν κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και την υποβολή προτάσεων σχετικά με μέτρα αντιμετώπισής τους.

Εξουσίες Αρχιεπιθεωρητή και Επιθεωρητών

16.-(1) Ο Αρχιεπιθεωρητής και Επιθεωρητής έχει, για τους σκοπούς της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, τις ακόλουθες εξουσίες:

(α) Να εισέρχεται, με την επίδειξη της ταυτότητάς του, ελεύθερα και χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας, σε οποιοδήποτε χώρο εργασίας, εκτός από κατοικία:

Νοείται ότι, η είσοδος σε κατοικία είναι δυνατή, αφού εξασφαλισθεί η γραπτή συγκατάθεση του κατόχου της·

(β) να εισέρχεται κατά τη διάρκεια της ημέρας σε οποιονδήποτε χώρο έχει εύλογους λόγους να πιστεύει ότι πρέπει να επιθεωρηθεί:

Νοείται ότι, η είσοδος σε κατοικία είναι δυνατή, αφού εξασφαλισθεί η γραπτή συγκατάθεση του κατόχου της·

(γ) να συνοδεύεται από αστυνομικό, εάν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι θα παρεμποδισθεί στην άσκηση των εξουσιών του ή την εκτέλεση των καθηκόντων του και η Αστυνομία έχει υποχρέωση να διαθέτει ένα ή περισσότερους αστυνομικούς για να συνοδεύουν τον Αρχιεπιθεωρητή ή Επιθεωρητή όταν αυτός το ζητήσει·

(δ) να συνοδεύεται από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο κρίνει αναγκαίο·

(ε) να προβαίνει σε ελέγχους, επιθεωρήσεις, έρευνες, ανακρίσεις ή εξετάσεις, όπως θεωρεί αναγκαίο, για τη διαπίστωση της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και ιδίως-

(i) να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι δύναται να παράσχει πληροφορίες ή διευκρινίσεις σχετιζόμενες με επιθεώρηση που αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, να απαντήσει σε σχετικές ερωτήσεις, μόνο του ή στην παρουσία οποιουδήποτε άλλου προσώπου, την οποία δύναται Αρχιεπιθεωρητής ή Επιθεωρητής να απαιτήσει ή να επιτρέψει και να απαιτεί από το πρόσωπο αυτό να υπογράφει δήλωση ότι οι απαντήσεις του είναι αληθείς·

(ii) να απαιτεί την παρουσίαση οποιουδήποτε βιβλίου, αρχείου, πιστοποιητικού ή άλλου εγγράφου ή στοιχείου του οποίου την εξέταση θεωρεί αναγκαία για τους σκοπούς του ελέγχου της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, να τα επιθεωρεί, να τα εξετάζει και να λαμβάνει αντίγραφα αυτών εν όλω ή εν μέρει·

(iii) να επιβάλλει την ανάρτηση ανακοινώσεων και άλλων εγγράφων που έχουν παρασχεθεί για τον σκοπό αυτόν από την αρμόδια αρχή ή οργανώσεις των εργαζομένων·

(iv) να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο στο χώρο εργασίας να του παρέχει, για θέματα τα οποία είναι υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη του προσώπου αυτού, τις διευκολύνσεις και τη βοήθεια που είναι αναγκαίες για να τον υποβοηθήσουν να ασκήσει οποιεσδήποτε από τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου·

(στ) να ζητεί τη συνδρομή οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας ή αρχής, η οποία υποχρεούται να του την παράσχει.

(2) Κατά τη διάρκεια της δυνάμει των διατάξεων του εδάφιου (1) επίσκεψής του για επιθεώρηση, ο Αρχιεπιθεωρητής και ο Επιθεωρητής που διενεργεί την επιθεώρηση ενημερώνει τον εργοδότη ή εκπρόσωπό του για την παρουσία του, εκτός εάν θεωρεί ότι αυτό θα επηρεάσει δυσμενώς την εκτέλεση των καθηκόντων του.

(3) Τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) εξουσίες του Αρχιεπιθεωρητή ή Επιθεωρητή δύναται να ασκούν για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και οι Επιθεωρητές που διορίζονται δυνάμει των διατάξεων του περί Σύστασης Υπηρεσίας Επιθεωρήσεων στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου.

Ενέργειες Αρχιεπιθεωρητή και Επιθεωρητή σε περίπτωση καταγγελίας

17.-(1) Ο Αρχιεπιθεωρητής και ο Επιθεωρητής παραλαμβάνουν καταγγελίες σχετικά με οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου από οποιοδήποτε εργαζόμενο πρόσωπο θεωρεί ότι θίγεται από την παράβαση και αμέσως μόλις λάβει τέτοια καταγγελία, προβαίνει στις ενέργειες που προβλέπονται στα εδάφια (2) και (3), υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει προσαχθεί σε Δικαστήριο, σχετική υπόθεση.

(2) Ο Αρχιεπιθεωρητής ή ο Επιθεωρητής, ασκώντας τις εξουσίες που παρέχονται σε αυτόν δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 16 και εφαρμόζοντας τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 21, ερευνά με κάθε πρόσφορο τρόπο τα καταγγελλόμενα, και ιδίως καλεί το πρόσωπο κατά του οποίου γίνεται το παράπονο και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο έχει αρμοδιότητα ή ευθύνη σε σχέση με το υποβληθέν παράπονο να παράσχει πληροφορίες, διευκρινίσεις ή οποιαδήποτε στοιχεία κατέχει ή είναι υπό τον έλεγχό του, που εξυπηρετούν ή διευκολύνουν τη διερεύνηση του παραπόνου και επιχειρεί να διευθετήσει τη διαφορά:

Νοείται ότι, κάθε αναφερόμενο στο παρόν εδάφιο πρόσωπο έχει την προβλεπόμενη στο άρθρο 19 υποχρέωση για παροχή πληροφοριών.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2), ο Επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό διευθέτησης της διαφοράς, το οποίο υπογράφεται και από τα δύο (2) μέρη·

(4) Σε περίπτωση κατά την οποία δεν επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2), ο Αρχιεπιθεωρητής ή ο Επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό, στο οποίο αναγράφει όλες τις ενέργειες και τις διαπιστώσεις του, το κοινοποιεί άμεσα στα δύο (2) μέρη και το οποίο δύναται να χρησιμοποιηθεί σε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.

(5) Τηρουμένων των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, από την ημέρα της υποβολής της προβλεπόμενης στο εδάφιο (1) καταγγελίας έως και την ημέρα που συντάχθηκε το προβλεπόμενο στο εδάφιο (4) πρακτικό, διακόπτεται η τυχόν ισχύουσα προθεσμία προσφυγής σε Δικαστήριο του προσώπου που υπέβαλε την καταγγελία και η τυχόν ισχύουσα περίοδος παραγραφής της απαίτησής του.

Υποχρεώσεις Αρχιεπιθεωρητή και Επιθεωρητών

18. Ο Αρχιεπιθεωρητής και οι Επιθεωρητές-

(α) απαγορεύεται να έχουν οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον από οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο υπόκειται στον έλεγχο τους·

(β) τηρούν το απόρρητο, ακόμη και μετά την αφυπηρέτησή τους, των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, καθώς και των πηγών από τις οποίες προήλθαν οι πληροφορίες ή τα στοιχεία αυτά ή οι σχετικές με τα καθήκοντά τους καταγγελίες, εκτός εάν-

(i) δοθεί η έγκριση του προσώπου που έχει την ευθύνη του υποστατικού ή άλλου χώρου εργασίας από το οποίο αποκτήθηκαν οι πληροφορίες ή τα στοιχεία· ή

(ii) ενεργούν για σκοπούς εφαρμογής οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού· ή

(iii) ενεργούν για σκοπούς ποινικής διαδικασίας για αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο ή Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού· ή

(iv) ενεργούν για σκοπούς έρευνας που διεξάγεται σε σχέση με την εφαρμογή οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού.

Υποχρέωση για παροχή πληροφοριών

19.-(1) Ο εργοδότης ή αντιπρόσωπός του και ο εργαζόμενος στον εργοδότη αυτόν, όταν το απαιτεί ο Αρχιεπιθεωρητής ή ο Επιθεωρητής, παρέχει σ’ αυτόν κάθε πληροφορία, βιβλίο, αρχείο, πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο έχει στην κατοχή του σχετικά με τα ρυθμιζόμενα στον παρόντα Νόμο θέματα.

(2) Ο εργοδότης, οι αντιπρόσωποί του ή οι εργαζόμενοι σ’ αυτόν παρέχουν τα μέσα που απαιτούνται από τον Αρχιεπιθεωρητή ή τον Επιθεωρητή, τα οποία είναι απαραίτητα για την είσοδο, επιθεώρηση, εξέταση, έρευνα, ή άλλη άσκηση εξουσίας δυνάμει του παρόντος Νόμου.

Αδικήματα και ποινές για παρεμπόδιση του Αρχιεπιθεωρητή ή Επιθεωρητή κατά την άσκηση των εξουσιών τους

20.-(1) Πρόσωπο το οποίο εκ προθέσεως-

(α) εμποδίζει Αρχιεπιθεωρητή ή Επιθεωρητή, κατά την άσκηση εξουσίας που παρέχεται σε αυτόν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου·

(β) αρνείται να απαντήσει ή απαντά ψευδώς σε έρευνα, για την οποία παρέχεται εξουσία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου·

(γ) παραλείπει να παρουσιάσει οποιοδήποτε αρχείο, πιστοποιητικό, βιβλίο, ή άλλο έγγραφο ή στοιχείο που απαιτείται να παρουσιάσει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου·

(δ) αφαιρεί οποιοδήποτε έντυπο αναρτημένο δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού ή κατ’ εντολή του Αρχιεπιθεωρητή ή του Επιθεωρητή, ή προκαλεί σε τέτοιο έντυπο οποιαδήποτε βλάβη ή αλλοίωση·

(ε) παρεμποδίζει ή αποπειράται να παρεμποδίσει οποιοδήποτε πρόσωπο από το να παρουσιαστεί ενώπιον οποιουδήποτε Αρχιεπιθεωρητή ή Επιθεωρητή ή να εξεταστεί από αυτόν,

είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις έξι χιλιάδες ευρώ (€6.000) ή και στις δύο αυτές ποινές, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται αυστηρότερα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου εν ισχύ Νόμου.

(2) Σε περίπτωση που προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) αδίκημα διαπράττεται από νομικό πρόσωπο ή οργανισμό, ένοχοι είναι ο διευθύνων σύμβουλος, πρόεδρος, διευθυντής, γραμματέας ή άλλος παρόμοιος αξιωματούχος του νομικού προσώπου ή οργανισμού εφόσον αποδειχθεί ότι το αδίκημα έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, σύμπραξη ή ανοχή του, ο οποίος υπόκειται στις προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) ποινές και το νομικό πρόσωπο ή ο οργανισμός υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000), εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται αυστηρότερα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου εν ισχύ Νόμου.

(3) Σε περίπτωση που πρόσωπο διαπράττει προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) αδίκημα από βαριά αμέλεια, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000), εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται αυστηρότερα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου εν ισχύ Νόμου:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το εν λόγω αδίκημα διαπράττεται από νομικό πρόσωπο ή οργανισμό, ένοχοι είναι ο διευθύνων σύμβουλος, πρόεδρος, διευθυντής, γραμματέας ή άλλος παρόμοιος αξιωματούχος του νομικού προσώπου ή οργανισμού εφόσον αποδειχθεί ότι το αδίκημα έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, σύμπραξη ή ανοχή του, ο οποίος τιμωρείται με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000), καθώς και το νομικό πρόσωπο ή ο οργανισμός, που τιμωρείται επίσης με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000).

Δικαστική προστασία και βάρος απόδειξης

21.-(1) Πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου δύναται να διεκδικεί τα δικαιώματά του ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου, ακόμα και εάν η σχέση στο πλαίσιο της οποίας εικάζεται ότι διαπράχθηκε η παράβαση έχει λήξει και να χρησιμοποιεί κάθε πρόσφορο μέσο για την στοιχειοθέτηση της παράβασης και της πάσης φύσεως ζημιά ή βλάβη που υπέστη λόγω αυτής.

(2) Σε κάθε δικαστική διαδικασία, εκτός από ποινική, εάν ο διάδικος που ισχυρίζεται ότι θίγεται από παράβαση διατάξεων του παρόντος Νόμου, στοιχειοθετεί πραγματικά περιστατικά από τα οποία πιθανολογείται η παράβαση, το Δικαστήριο υποχρεώνει τον αντίδικό του να αποδείξει ότι δεν υπήρξε καμία παράβαση διάταξης του παρόντος Νόμου.

(3) Η βία ή παρενόχληση στο χώρο εργασίας αποτελεί εργατική διαφορά δυνάμενη να εκδικαστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24.

(4) Τα δικαιώματα και τα μέσα έννομης προστασίας που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο δεν μπορούν να αρθούν ή να περιοριστούν από συμφωνία, πολιτική, τύπο ή όρο απασχόλησης, περιλαμβανομένης συμφωνίας για διαιτησία πριν από την έγερση διαφοράς.

Εκπροσώπηση από οργανώσεις

22. Ενώσεις προσώπων, οργανώσεις εργαζομένων ή άλλες οργανώσεις ή νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν ως καταστατικό σκοπό, μεταξύ άλλων, την εξάλειψη των διακρίσεων ή/και την προώθηση της ισότητας ανδρών και γυναικών, δύναται, με την έγκριση προσώπου που νομιμοποιείται με βάση τον παρόντα Νόμο, να ασκούν είτε εξ ονόματος του προσώπου αυτού, είτε προς υποστήριξή του, τα δικαιώματα που προβλέπονται στα άρθρα 21 και 13 και, σε τέτοια περίπτωση, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 21 αναφορικά με το βάρος απόδειξης.

Ποινική ευθύνη για ψευδείς καταγγελίες

23. Πρόσωπο το οποίο εν γνώσει του προβαίνει σε ψευδή καταγγελία για αδίκημα βίας ή παρενόχλησης στον χώρο εργασίας είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

Αρμόδια Δικαστήρια και κυρώσεις

24.-(1) Επιφυλασσομένης της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος και της αρμοδιότητας Δικαστηρίου που ασκεί ποινική δικαιοδοσία για εκδίκαση αδικήματος βίας ή παρενόχλησης, και εφόσον ο παρών Νόμος δεν προβλέπει διαφορετικά, αρμοδιότητα για την εκδίκαση των εργατικών διαφορών και των λοιπών διαφορών ιδιωτικού δικαίου που αναφύονται εξ αφορμής της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου έχει το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.

(2) Σε περίπτωση αγωγής ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος και υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαιώματος σε δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, το αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο επιδικάζει στο δικαιούχο το μεγαλύτερο από τα ακόλουθα δύο (2) ποσά:

(α) Την επιδικαστέα, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, δίκαιη και εύλογη αποζημίωση· ή

(β) ολόκληρη τη θετική ζημιά περιλαμβανομένων των αποδοχών υπερημερίας και χρηματική ικανοποίηση για τυχόν ηθική ή σωματική βλάβη του ενάγοντος, που προκλήθηκαν από την απόφαση, πράξη ή παράλειψη η οποία κηρύχθηκε άκυρη, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του Άρθρου 146 του Συντάγματος:

Νοείται ότι, σε κάθε περίπτωση, στο επιδικαζόμενο πιο πάνω ποσό, προστίθεται νόμιμος τόκος από την ημερομηνία που επήλθε η ανωτέρω ζημιά ή/και βλάβη έως και την ημερομηνία πλήρους καταβολής της αποζημιώσεως.

(3) Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών επιδικάζει δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, η οποία καλύπτει τουλάχιστον ολόκληρη τη θετική ζημιά ή/και βλάβη, περιλαμβανομένων των αποδοχών υπερημερίας και περιλαμβάνει και χρηματική ικανοποίηση για τυχόν ηθική ή σωματική βλάβη του αιτητή, που προκλήθηκε από τον παραβάτη:

Νοείται ότι, σε κάθε περίπτωση, στο επιδικαζόμενο πιο πάνω ποσό, προστίθεται και νόμιμος τόκος από την ημερομηνία της παραβάσεως έως την ημερομηνία πλήρους καταβολής της αποζημιώσεως.

(4) Σε περίπτωση απόλυσης κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, εκτός από την επιδίκαση της κατά το εδάφιο (3) αποζημιώσεως, και χωρίς να εξετάσει την καλή ή κακή πίστη του εργοδότη, διατάζει την επαναπρόσληψη του εργαζόμενου και υποχρεώνει τον εργοδότη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, εφόσον ο εργαζόμενος το έχει ζητήσει ως θεραπεία:

Νοείται ότι, σε περίπτωση επαναπρόσληψης ο εργαζόμενος, εφόσον έχει επιδικαστεί σ' αυτόν η κατά το εδάφιο (3) αποζημίωση, δεν δικαιούται σε αναδρομική καταβολή μισθών ή άλλων ωφελημάτων, το χρονικό όμως διάστημα της απολύσεως θεωρείται ως υπηρεσία για όλους τους άλλους σκοπούς.

(5) Ανεξάρτητα από τις κυρώσεις που προβλέπονται στα εδάφια (3) και (4), το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, εκδίδει διάταγμα δεσμευτικής αναγνωρίσεως των δικαιωμάτων του αιτητή σε σχέση με την καταγγελλόμενη παράβαση.

(6) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, η οποία εφαρμόζεται σε περίπτωση απόλυσης που έγινε κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κατά την εκδίκαση από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών των προβλεπόμενων στο εδάφιο (1) διαφορών, εφαρμόζονται και οι διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 21 σε σχέση με την αντιστροφή του βάρους αποδείξεως.