3.-(1) Το προσωπικόν των κυπριακών πλοίων αποτελείται εκ πλοιάρχου και ναυτικών κεκτημένων το κατά τον παρόντα Νόμον αναγκαίον πιστοποιητικόν ναυτικής ικανότητος και πιστοποιητικό εξειδικευμένης εκπαίδευσης ή και εξ ετέρων επαγγελματιών μη ναυτικών, εφωδιασμένων όμως δι’ ειδικής αδείας ασκήσεως του επαγγέλματος αυτών, και ναυτολογουμένων κατόπιν εγκρίσεως της αρμοδίας αρχής.
(2) Η οργανική σύνθεσις του προσωπικού των Κυπριακών πλοίων, η εξασφαλίζουσα τα κατώτατα όρια ασφαλείας πλου θέλει καθορισθή διά Κανονισμών εκδοθησομένων κατά τας προνοίας του παρόντος Νόμου.
(3) Ο πλοίαρχος ασκεί την διακυβέρνησιν του πλοίου και παν ό,τι είναι αναγκαίον διά τον ασφαλή πλουν αυτού. Ο πλοίαρχος οφείλει να διακυβερνά το πλοίον αυτοπροσώπως κατά τον εις λιμένας, όρμους, διώρυγας ή ποταμούς είσπλουν, δίοδον ή έκπλουν.
(4) Το πλήρωμα ασκεί τα κατά τον παρόντα Νόμον ή διά Κανονισμών εκδοθησομένων δυνάμει του παρόντος Νόμου, ανατιθέμενα εις εν έκαστον μέλος αυτού καθήκοντα.
(5) Όστις ναυτολογεί πλοίαρχον ή μέλος του πληρώματος κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ή των επί τούτω εκδοθησομένων Κανονισμών, καθ’ όσον αφορά εις την οργανικήν σύνθεσιν του προσωπικού ή τα αναγκαία προς ναυτολόγησιν προσόντα, είναι ένοχος αδικήματος και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις φυλάκισιν διά διάστημα μη υπερβαίνον το εν έτος ή εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας 1000 ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης.