4.-(1) Ιατρός υπόκειται εις πειθαρχική δίωξιν:
(α) εάν καταδικασθή υπό Δικαστηρίου δι’ αδίκημα ενέχον έλλειψιν τιμιότητος ή ηθικήν αισχρότητα
(β) εάν επέδειξε κατά την άσκησιν του επαγγέλματος του διαγωγήν επονείδιστον ή ασυμβίβαστον προς το ιατρικόν επάγγελμα:
Νοείται ότι ως ασυμβίβαστος προς το ιατρικόν επάγγελμα διαγωγή θεωρείται, πλην άλλων, πάσα παράβασις των διατάξεων του άρθρου 22 του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου
(γ) εάν επέτυχε την εγγραφήν του ως ιατρού δυνάμει του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου διά ψευδών ή δολίων παραστάσεων.
(2) Ιατρός διωχθείς διά ποινικόν αδίκημα και ευρεθείς ένοχος δεν δύναται να διωχθή πειθαρχικώς επί τη αυτή κατηγορία, δύναται όμως να διωχθή διά πειθαρχικόν αδίκημα προκύπτον εκ της διαγωγής του η οποία σχετίζεται μεν προς την ποινικήν υπόθεσιν αλλά δεν εγείρει το αυτό επίδικον θέμα ως το της κατηγορίας κατά την ποινικήν δίωξιν.
(3) Η διαπίστωσις των πραγματικών περιστατικών εν αποφάσει εκδοθείση εν αγωγή πολιτικού δικαστηρίου εις την οποίαν ιατρός υπήρξε διάδικος γίνεται δεκτή υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου ως εκ πρώτης όψεως απόδειξις.