4.-(1) Ιατρός υπόκειται εις πειθαρχική δίωξιν:
(α) εάν καταδικασθή υπό Δικαστηρίου δι’ αδίκημα ενέχον έλλειψιν τιμιότητος ή ηθικήν αισχρότητα
(β) εάν επέδειξε στα πλαίσια της ιδιότητάς του ως ιατρού διαγωγή επονείδιστη ή ασυμβίβαστη προς το ιατρικό επάγγελμα:
(γ) εάν επέτυχε την εγγραφήν του ως ιατρού δυνάμει του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου διά ψευδών ή δολίων παραστάσεων.
(2) Ιατρός διωχθείς διά ποινικόν αδίκημα και ευρεθείς ένοχος δεν δύναται να διωχθή πειθαρχικώς επί τη αυτή κατηγορία, δύναται όμως να διωχθή διά πειθαρχικόν αδίκημα προκύπτον εκ της διαγωγής του η οποία σχετίζεται μεν προς την ποινικήν υπόθεσιν αλλά δεν εγείρει το αυτό επίδικον θέμα ως το της κατηγορίας κατά την ποινικήν δίωξιν.
(3) Η διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών σε τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε από ποινικό ή πολιτικό δικαστήριο σε διαδικασία στην οποία ιατρός υπήρξε διάδικος δύναται να γίνει δεκτή από το Πειθαρχικό Συμβούλιο ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη.
(4) Η συμμετοχή ιατρού σε Εταιρεία Ιατρών υπό οποιαδήποτε ιδιότητα ή η συνεργασία του με αυτή με οποιοδήποτε τρόπο ή η εργοδότησή του από αυτήν ή η ιδιότητα του ιατρού ως αντιπροσώπου ή προστηθέντος της Εταιρείας Ιατρών δεν απαλλάσσει τον ιατρό από τυχόν προσωπική πειθαρχική ευθύνη ούτε επηρεάζει οποιαδήποτε πειθαρχική διαδικασία δυνάμει του παρόντος Νόμου.