33.-(1) Πρόσωπο που εξαντλεί πλήρως το δικαίωμα του ως προς τις παροχές που καταβάλλονται με βάση το άρθρο 32, επανακτά το δικαίωμα αυτό με την καταβολή εισφορών πάνω σε ασφαλιστέες αποδοχές ίσες τουλάχιστο με εικοσιεξαπλάσιο του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών σε σχέση με περιόδους εισφορών οι οποίες αρχίζουν μετά την ημερομηνία εξάντλησης του δικαιώματος του, για καταβολή επιδόματος ανεργίας ή ασθενείας, σε καμιά όμως περίπτωση δεν επανακτά το δικαίωμα για επίδομα ασθενείας ή ανεργίας, εκτός αν παρέλθουν δεκατρείς ή είκοσι έξι εβδομάδες, αντίστοιχα, από την ημερομηνία εξάντλησης του σχετικού δικαιώματος:
Νοείται ότι πρόσωπο το οποίο έχει συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα ετών και δε λαμβάνει σύνταξη επανακτά το δικαίωμα του για επίδομα ανεργίας σαν να επρόκειτο για επίδομα ασθενείας. Για τους σκοπούς της επιφύλαξης αυτής, “σύνταξη” σημαίνει οποιαδήποτε σύνταξη αφυπηρέτησης από επαγγελματικό σχέδιο συντάξεων η οποία δεν υπολείπεται του ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών ή εφάπαξ πληρωμή από ταμείο προνοίας ίση τουλάχιστο με το δεκαπλάσιο του ετήσιου ποσού των εν λόγω αποδοχών κατά το χρόνο της αφυπηρέτησης.
(2) Εν η περιπτώσει η περίοδος διακοπής της απασχολήσεως καθ’ ην πρόσωπον τι εξήντλησε το προς λήψιν επιδόματος δικαίωμα του δυνάμει του άρθρου 32, εξακολουθεί και μετά την επανάκτησιν του τοιούτου δικαιώματος, το τμήμα της περιόδου προ και το τμήμα αυτής μετά την επανάκτησιν λογίζονται ως χωρισταί περίοδοι διακοπής της απασχολήσεως.