45.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, οσάκις μισθωτός υφίσταται σωματικήν βλάβην συνεπεία επαγγελματικού ατυχήματος, ούτος δικαιούται εις επίδομα σωματικής βλάβης δι’ εκάστην ημέραν, καθ’ ην συνεπεία της σχετικής σωματικής βλάβης ην υπέστη είναι ανίκανος προς εργασίαν και διά χρονικόν διάστημα δώδεκα μηνών αφ’ ης επισυνέβη το σχετικόν ατύχημα:
Νοείται ότι δεν καταβάλλεται επίδομα σωματικής βλάβης αναφορικώς προς τας τρεις πρώτας ημέρας οιασδήποτε περιόδου διακοπής της απασχολήσεως.
(2) Μισθωτός τις δεν δικαιούται εις επίδομα σωματικής βλάβης δι’ οιονδήποτε χρονικόν διάστημα καθ’ ο λαμβάνει πλήρεις αποδοχάς παρά του εργοδότου αυτού, εν η δε περιπτώσει ο εργοδότης καταβάλλει προς αυτόν μέρος μόνον των αποδοχών, το επίδομα σωματικής βλάβης μειούται κατά το ποσόν κατά το οποίον το άθροισμα του επιδόματος και του καταβαλλομένου μέρους αποδοχών υπερβαίνει τας πλήρεις αποδοχάς του μισθωτού.
(3) Εάν ο μισθωτός κατέστη ανίκανος προς εργασίαν καθ’ οιονδήποτε χρόνον της ημέρας του ατυχήματος, η τοιαύτη ημέρα λογίζεται ως ημέρα ανικανότητος προς εργασίαν.