32.-(1) Tηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού ένα πρόσωπο δικαιούται επίδομα ασθένειας για κάθε ημέρα ανικανότητας προς εργασία η οποία αποτελεί μέρος περιόδου διακοπής απασχολήσεως και επίδομα ανεργίας για κάθε ημέρα ανεργίας η οποία αποτελεί μέρος τέτοιας περιόδου, αν την ημέρα αυτή ικανοποιεί τις σχετικές προϋποθέσεις εισφοράς και είναι ηλικίας μεταξύ δεκαέξι και εξήντα τριών ετών ή μεταξύ εξήντα τριών ετών και της συντάξιμης ηλικίας και δε δικαιούται σύνταξη γήρατος.
(2) Ο ανώτατος αριθμός ημερών για τις οποίες καταβάλλεται επίδομα ασθενείας και ανεργίας σε κάθε περίοδο διακοπής της απασχόλησης είναι 156 ημέρες για το καθένα από τα επιδόματα αυτά:
Νοείται ότι κανείς δε δικαιούται επίδομα όπως αναφέρεται πιο πάνω για τις πρώτες τρεις ημέρες οποιασδήποτε διακοπής της απασχόλησης. Επίσης πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις εισφοράς, δυνάμει ασφαλιστέων αποδοχών που έχουν καταβληθεί δυνάμει του άρθρου 12 δε δικαιούται επίδομα ασθενείας για τις πρώτες δεκαοκτώ ημέρες της περιόδου διακοπής, εκτός εάν η ανικανότητα του για εργασία οφείλεται σε ατύχημα ή αν μέσα σε τέσσερις ημέρες από την έναρξη της ανικανότητας του για εργασία το πρόσωπο αυτό εισέρχεται σε νοσηλευτικό ίδρυμα για συνεχή περίοδο έξι τουλάχιστον ημερών, ενώ πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις εισφοράς, δυνάμει ασφαλιστέων αποδοχών που έχουν καταβληθεί δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 15, δε δικαιούται επίδομα ανεργίας για τις πρώτες τριάντα ημέρες της περιόδου αυτής.
(3) Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου-
(α) ημέρα τις δεν θεωρείται-
(i) ως ημέρα ανικανότητος προς εργασίαν εκτός εάν ο αιτών αποδείξη ότι την εν λόγω ημέραν ούτος είναι ανίκανος προς εργασίαν ή ότι τον συνεβούλευσεν ιατρός όπως την ημέραν ταύτην απόσχη οιασδήποτε εργασίας είτε διότι ευρίσκεται υπό παρακολούθησιν λόγω του ότι είναι φορεύς μεταδοτικής τινος νόσου, είτε διότι ήλθεν εις επαφήν μετά προσώπου πάσχοντος εκ τοιαύτης νόσου˙
(ii) ως ημέρα ανεργίας εκτός εάν ο αιτών αποδείξη ότι είναι άνεργος μεν, ικανός δε και διαθέσιμος προς εργασίαν κατά την ημέραν ταύτην ή ότι είναι άνεργος και κατά την ημέραν ταύτην τυγχάνει επαγγελματικής εκπαιδεύσεως δυνάμει σχεδίου εγκεκριμένου υπό του Υπουργού˙
(β) ημέρα ανικανότητος προς εργασίαν δεν θεωρείται ημέρα ανεργίας˙
(γ) η Κυριακή και αι καθοριζόμεναι υπό του Διευθυντού έτεραι ημέραι της εβδομάδος, δεν θεωρούνται ως ημέραι ανικανότητος προς εργασίαν ή ως ημέραι ανεργίας˙
(δ) ημέρα τις δεν θεωρείται ως ημέρα ανεργίας εάν κατά την ημέραν ταύτην ο ησφαλισμένος ασκή επί κέρδει επάγγελμα, εκτός εάν-
(i) θα ηδύνατο υπό ομαλάς συνθήκας να ασκήση το επάγγελμα τούτο, επιπροσθέτως της συνήθους αυτού εργασίας και εκτός των συνήθων ωρών εργασίας˙ και
(ii) αι εξ αυτού αποδοχαί διά την ημέραν ταύτην δεν υπερβαίνωσι καθωρισμένον ποσόν ή εφ’ όσον κερδαίνονται αποδοχαί αναφορικώς προς χρονικόν διάστημα μείζον της μιας ημέρας, ο ημερήσιος μέσος όρος των ούτω κερδαινομένων αποδοχών δεν υπερβαίνη το ως είρηται καθωρισμένον ποσόν˙
(ε) ημέρα καθ’ ην πρόσωπον τι ευρίσκεται εν διακοπαίς δεν θεωρείται ως ημέρα ανεργίας˙
(στ) ουδείς θεωρείται άνεργος καθ’ οιανδήποτε ημέραν, εάν παρά το γεγονός ότι έληξεν ή διεκόπη η απασχόλησις αυτού, ούτος λαμβάνη διά την ημέραν ταύτην αποδοχάς ή ετέραν πληρωμήν ουσιωδώς ίσην προς τας αποδοχάς ας θα ελάμβανε διά την ημέραν ταύτην, εάν δεν έληγε ή διεκόπτετο η απασχόλησις, ως αποζημίωσιν διά την απώλειαν των τοιούτων αποδοχών˙
(ζ) ουδείς θεωρείται άνεργος καθ’ οιανδήποτε ημέραν εάν δεν εργάζηται συνήθως καθ’ εκάστην ημέραν της εβδομάδος (εξαιρουμένης της Κυριακής ή της εις την περίπτωσιν αυτού δυνάμει της παραγράφου (γ) του παρόντος εδαφίου καθοριζομένης ημέρας) και κατά την εβδομάδα εν η περιλαμβάνεται η ως είρηται ημέρα, ούτος απησχολήθη καθ’ ην έκτασιν ήτο σύνηθες εις την περίπτωσιν αυτού˙
(η) ουδείς θεωρείται άνεργος καθ’ οιανδήποτε ημέραν εάν ούτος είναι λιμενεργάτης (εγγεγραμμένος ή μη) και κατά την εβδομάδα εν η περιλαμβάνεται η ως είρηται ημέρα αι αποδοχαί αυτού δεν υπολείπονται καθωρισμένου ποσού.
(4) Ημέρα εν σχέσει προς την οποίαν εφαρμόζονται αι διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (3) δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν κατά τον υπολογισμόν οιασδήποτε περιόδου συναπτών ημερών καθ’ όσον αφορά εις επίδομα ασθενείας ή ανεργίας.
(5) Εάν ο εργοδότης συνεχίζη να καταβάλλη εν όλω ή εν μέρει τας αποδοχάς ησφαλισμένου δι’ ον χρόνον ούτος δικαιούται εις επίδομα ασθενείας, το τοιούτον επίδομα, αναλόγως της περιπτώσεως, αποσβέννυται ή μειούται κατά το ποσόν κατά το οποίον το άθροισμα του επιδόματος και του ποσού του καταβαλλομένου μέρους αποδοχών υπερβαίνει τας πλήρεις αποδοχάς του μισθωτού.
(6) Το επίδομα ανεργίας εις το οποίον δικαιούται πρόσωπον τι διά πάσαν ημέραν ανεργίας κατά την οποίαν το πρόσωπον τούτο τυγχάνει επαγγελματικής εκπαιδεύσεως δυνάμει σχεδίου εγκεκριμένου υπό του Υπουργού δύναται να καταβάλληται εις την αρμοδίαν διά την εφαρμογήν του τοιούτου σχεδίου αρχήν.
(7) Όταν ησφαλισμένος, ο οποίος ελάμβανεν επίδομα ασθενείας εντός οιασδήποτε περιόδου διακοπής απασχολήσεως, δεν δικαιούται συντάξεως ανικανότητος δυνάμει του άρθρου 38 εντός της εν λόγω περιόδου διά μόνον τον λόγον ότι δεν προβλέπεται να παραμείνη μονίμως ανίκανος προς εργασίαν, θα δικαιούται από της πρώτης ημέρας κατά την οποίαν θα κατεβάλλετο εις αυτόν σύνταξις ανικανότητος, εις επίδομα ασθενείας διά περίοδον μη υπερβαίνουσαν τας εκατόν πεντήκοντα εξ ημέρας, εφ’ όσον εξακολουθεί να είναι ανίκανος προς εργασίαν.
(8) Το ύψος του κατά το προηγούμενον εδάφιον καταβαλλομένου επιδόματος υπολογίζεται εν αναφορά προς τον αριθμόν των ασφαλιστικών μονάδων επί του οποίου υπελογίσθη το ύψος του επιδόματος ασθενείας το οποίον τελευταίως ελάμβανεν ο ησφαλισμένος.