20.-(1) Aι καθ’ έκαστον έτος εισφορών πληρωθείσαι υπό και πιστωθείσαι υπέρ ησφαλισμένου ασφαλιστέαι αποδοχαί μετατρέπονται εις ασφαλιστικάς μονάδας διά της διαιρέσεως του ολικού ποσού των τοιούτων πληρωθεισών και πιστωθεισών αποδοχών διά του ποσού των κατά το επόμενον έτος εισφορών ετησίων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, στρογγυλευομένου του πηλίκου της τοιαύτης διαιρέσεως εις το πλησιέστερον εκατοστόν:
Νοείται ότι διά τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, το δι’ εκάστην εβδομάδα εισφορών πιστωθέν ποσόν ασφαλιστέων αποδοχών δεν δύναται να είναι κατώτερον του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών του επομένου έτους εισφορών:
Νοείται περαιτέρω ότι προς εξεύρεσιν των ασφαλιστικών μονάδων του έτους εισφορών 1982 και 1983, το ποσόν των υπέρ ησφαλισμένου πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών, των χορηγηθεισών αναφορικώς προς το έτος 1982 και την περίοδον από 1ης Ιανουαρίου 1983 μέχρι της 3ης Απριλίου 1983 δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 18 εάν μεν είναι χαμηλότερον του ποσού των £17.500 μιλς την εβδομάδα λογίζεται ως ίσον προς το ποσόν των £19.600 μιλς την εβδομάδα, εάν δε είναι ίσον ή μεγαλύτερον του ποσού των £17.500 μιλς την εβδομάδα, αναπροσαρμόζεται διά του πολλαπλασιασμού αυτού επί τον συντελεστήν 1.12.
Διά τους σκοπούς μετατροπής των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών εις ασφαλιστικάς μονάδας διά το έτος εισφορών 1982, το ποσόν των ετησίων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών διά το έτος εισφορών 1983 καθορίζεται εις £1,019.200 μιλς.
(2) Αι καθ’ έκαστον έτος καταβληθείσαι υπό ή πιστωθείσαι υπέρ ησφαλισμένου εισφοραί δυνάμει του καταργηθέντος Νόμου μετατρέπονται εις ασφαλιστικάς μονάδας διά της διαιρέσεως διά του αριθμού 52 του γινομένου του αριθμού των ως είρηται εισφορών επί τον αριθμόν 1.04.
(3) Προκειμένου περί συντάξεως γήρατος, συντάξεως ανικανότητος και συντάξεως χηρείας, αι ασφαλιστικαί μονάδες διά την προ της ορισθείσης ημερομηνίας περίοδον, η οποία λαμβάνεται υπ’ όψιν διά τον υπολογισμόν του εβδομαδιαίου μέσου όρου ασφαλιστέων αποδοχών, εξευρίσκονται διά του πολλαπλασιασμού του ολικού αριθμού των εβδομάδων εισφορών αναφορικώς προς τας οποίας κατεβλήθησαν ή επιστώθησαν εισφοραί εντός της ως είρηται περιόδου, επί 0.02.
(4) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 18 ησφαλισμένος δεν δύναται να έχη πέραν της μιας ασφαλιστικής μονάδος δι’ οιονδήποτε έτος εισφορών προ της ορισθείσης ημερομηνίας.
(5) H πρώτη ασφαλιστική μονάς ή μέρος αυτής αποτελεί το κατώτερον τμήμα των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών του ησφαλισμένου κατά το υπό αναφοράν έτος εισφορών, οιαδήποτε δε μονάς ή μέρος μονάδος πέραν της πρώτης αποτελεί το ανώτερον τμήμα των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών αυτού διά το έτος τούτο:
Νοείται ότι διά το πρώτον έτος εισφορών οιονδήποτε ποσόν πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών ησφαλισμένου διά την περίοδον από της ορισθείσης ημερομηνίας μέχρι τέλους του ως είρηται έτους εισφορών υπερβαίνον το γινόμενον του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών επί τον αριθμόν των εβδομάδων των εμπιπτουσών εις την ως είρηται περίοδον κατανέμεται εις το ανώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών:
Νοείται περαιτέρω ότι οσάκις λαμβάνεται υπ’ όψιν περίοδος μικροτέρα ενός έτους εισφορών, το ποσόν των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών του ησφαλισμένου κατά την μικροτέραν αυτήν περίοδον το μη υπερβαίνον το γινόμενον του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών επί του αριθμού των εβδομάδων των εμπιπτουσών εντός της περιόδου ταύτης κατανέμεται εις το κατώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών, οιονδήποτε δε υπόλοιπον εις το ανώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών.