49.-(1) Οσάκις μισθωτός υφίσταται σωματικήν βλάβην συνεπεία επαγγελματικού ατυχήματος, η δε σχετική σωματική βλάβη επάγεται τον θάνατον αυτού, καταβάλλονται παροχαί λόγω θανάτου εις τους επιζώντας αυτού συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος άρθρου.
Νοείται ότι θάνατος δικαιούχου συντάξεως αναπηρίας υπολογισθείσης ή λογισθείσης εις βαθμόν αναπηρίας εκατόν επί τοις εκατόν λογίζεται ως οφειλόμενος εις σωματικήν βλάβην συνεπεία επαγγελματικού ατυχήματος.
(2) Η χήρα του θανόντος δικαιούται εις παροχήν λόγω θανάτου, εάν κατά τον χρόνον του θανάτου του συζύγου αυτής αύτη συνέζη μετ’ αυτού ή συνετηρείτο αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον υπό του θανόντος.
(3) Η δυνάμει του εδαφίου (2) παροχή λόγω θανάτου είναι:-
(α) σύνταξις (εν τω παρόντι Νόμω καλουμένη “σύνταξις χήρας”) αρχομένη από του θανάτου του συζύγου, καταβλητέα εφ’ όρου ζωής ή μέχρι της συνάψεως νέου γάμου˙ και
(β) εφ’ άπαξ ποσόν καταβλητέον άμα τω τερματισμώ της συντάξεως συνεπεία συνάψεως νέου γάμου, ίσον προς το γινόμενον του εβδομαδιαίου ύψους της συντάξεως εις ην εδικαιούτο αμέσως προ του νέου γάμου, επί τον αριθμόν 52, εξαιρουμένης, όμως, οιασδήποτε αυξήσεως δι’ εξαρτωμένους.
(4) Ο χήρος θανούσης δικαιούται εις παροχήν λόγω θανάτου εάν κατά τον θάνατον της συζύγου αυτού ούτος-
(α) ήτο μονίμως ανίκανος να συντηρήση εαυτόν˙ και
(β) συνετηρείτο αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον υπ’ αυτής ή ούτω θα συνετηρείτο εάν δεν επισυνέβαινε το σχετικόν ατύχημα.
(5) Η δυνάμει του εδαφίου (4) παροχή λόγω θανάτου είναι σύνταξις (εν τω παρόντι Νόμω καλουμένη “σύνταξις χήρου”) αρχομένη από του θανάτου της συζύγου και καταβλητέα εφ’ όρου ζωής.
(6)(α) Εάν ο θανών καταλείπη ανήλικον τέκνον του οποίου και ο έτερος γονεύς απεβίωσε, χορηγείται επίδομα ορφανίας διά το εν λόγω τέκνον.
(β) Επίδομα ορφανίας χορηγείται και δι’ ανήλικον του οποίου ο εις μόνον γονεύς απεβίωσε λόγω της σχετικής σωματικής βλάβης, εφ’ όσον ο ανήλικος συνετηρείτο εξ ολοκλήρου ή κατά κύριον λόγον υπό του αποβιώσαντος γονέως κατά τον χρόνον του θανάτου του και ο επιζών γονεύς δεν συνέζη μετά του αποβιώσαντος γονέως.
(γ) Όταν ο θάνατος του ησφαλισμένου δεν παρέχη δικαίωμα εις σύνταξιν χήρας ή χήρου ή εις επίδομα ορφανίας δυνάμει της παραγράφου (α) ή της παραγράφου (β), χορηγείται επίδομα ορφανίας δι’ έκαστον ανήλικον τέκνον του αποβιώσαντος ησφαλισμένου αναφορικώς προς το οποίον θα ήτο καταβλητέα αύξησις συντάξεως χήρας ή χήρου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 59.
(δ) Το εν τη παραγράφω (γ) αναφερόμενον επίδομα ορφανίας χορηγείται και εις περίπτωσιν καθ’ ην η σύνταξις χήρας η καταβλητέα αναφορικώς προς τον θάνατον του γονέως ετερματίσθη ή τερματίζεται δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (3).
(ε) Το κατά το παρόν άρθρον επίδομα αναφορικώς προς ανήλικον μη συμπληρώσαντα το δέκατον όγδοον έτος της ηλικίας του ή ανήλικον ο οποίος είναι δι’ οιονδήποτε λόγον ανίκανος να ενεργήση, καταβάλλεται εις το πρόσωπον το έχον την επιμέλειαν του ανηλίκου, εις οιανδήποτε δε ετέραν περίπτωσιν καταβάλλεται εις τον ανήλικον.
(στ) Εις περίπτωσιν κτήσεως ή ανακτήσεως δικαιώματος εις επίδομα ορφανίας δυνάμει του παρόντος εδαφίου παν ποσόν καταβληθέν εν σχέσει προς τον ανήλικον δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (3) ή του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου, λογίζεται ως καταβληθέν δυνάμει των παραγράφων (α) έως (δ), αναλόγως της περιπτώσεως, καθ’ ην έκτασιν η αντίστοιχος περίοδος συμπίπτει μετά της περιόδου καταβολής επιδόματος μετά την εν λόγω κτήσιν ή ανάκτησιν.
(7) Παν πρόσωπον αναφορικώς προς το οποίον καταβάλλεται επίδομα ορφανίας δυνάμει της παραγράφου (α) ή της παραγράφου (β) του εδαφίου (6), παύον να είναι ανήλικον, άλλως ή λόγω θανάτου, προ της υπ’ αυτού συμπληρώσεως της ηλικίας των δεκαεπτά ετών, δικαιούται εις εφ’ άπαξ ποσόν ίσον προς το γινόμενον του εβδομαδιαίου ύψους του επιδόματος ορφανίας επί τον αριθμόν 52 ή τον αριθμόν των εβδομάδων διά τον οποίον θα κατεβάλλετο επίδομα ορφανίας μέχρι της υπ’ αυτού συμπληρώσεως της ηλικίας των δεκαεπτά ετών, εάν ο τελευταίος αριθμός είναι μικρότερος του αριθμού 52.
(8) Eάν ο θανών δεν καταλείπη σύζυγον ή ανήλικον ο γονεύς του θανόντος δικαιούται παροχής λόγω θανάτου εάν κατά τον χρόνον του θανάτου ούτος συνετηρείτο αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον υπό του θανόντος ή ούτω θα συνετηρείτο εάν δεν επισυνέβαινε το ατύχημα.
(9) Η δυνάμει του εδαφίου (8) παροχή λόγω θανάτου είναι σύνταξις (εν τω παρόντι Νόμω καλουμένη “σύνταξις γονέως”) αρχομένη από του θανάτου του ησφαλισμένου και καταβλητέα εφ’ όρου ζωής, ή εις την περίπτωσιν μητρός, μέχρις ου αύτη συνέλθη εις νέον γάμον ή εις γάμον.
(10) Το εβδομαδιαίον ύψος των παροχών λόγω θανάτου εξευρίσκεται ως καθορίζεται εις το Μέρος ΙΙ του Πέμπτου Πίνακος.