5.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου χορηγείται σε Υπουργό ή σε Κυβερνητικό Εκπρόσωπο, ο οποίος έχει συμπληρώσει συντάξιμη υπηρεσία όχι λιγότερη των τριάντα μηνών, ετήσια σύνταξη ίση με το ένα έκτο του ποσού των ετήσιων απολαβών του κατά την ημερομηνία της αποχωρήσεως του. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατόν για κάθε έτος υπηρεσίας πέραν των τριάντα συμπληρωμένων μηνών ή κατά το ποσοστό που αναλογεί στο διανυθέν μέρος του έτους σε συμπληρωμένους μήνες, με ανώτατο όριο τα δύο τρίτα του ποσού των ετήσιων απολαβών του κατά την ημερομηνία της αποχωρήσεως του:
Νοείται ότι σε Υπουργό ή πρώην Υπουργό ή σε Κυβερνητικό Εκπρόσωπο ή πρώην Κυβερνητικό Εκπρόσωπο, ο οποίος έχει συμπληρώσει συντάξιμη υπηρεσία λιγότερη των τριάντα συμπληρωμένων μηνών αλλά όχι λιγότερη των δεκαοκτώ μηνών, χορηγείται από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, ετήσια σύνταξη ίση με τόσα τριακοστά του ποσού της σύνταξης που θα κέρδιζε αν ασκούσε το αξίωμα του για τριάντα μήνες, όσοι είναι οι μήνες κατά τους οποίους άσκησε το αξίωμα του.
(2) Η εν τω εδαφίω (1) προβλεπομένη σύνταξις καταβάλλεται εις μηναίας δόσεις της πρώτης αρχομένης από της επομένης της συμπληρώσεως του εξηκοστού έτους της ηλικίας του συνταξιοδοτουμένου, εάν όμως ούτος συνεχίζη να κατέχη το αξίωμα μετά την συμπλήρωσιν του εξηκοστού έτους η καταβολή της συντάξεως άρχεται από της επομένης της αποχωρήσεως του.
(3) Η καταβολή της εν τω εδαφίω (1) συντάξεως αναστέλλεται εις ην περίπτωσιν ο συνταξιοδοτούμενος ήθελεν αναλάβει οιονδήποτε έτερον λειτούργημα ή αξίωμα εν τη Δημοκρατία και κατά την διάρκειαν της ασκήσεως του τοιούτου λειτουργήματος ή αξιώματος.
Νοείται ότι αν ο μηνιαίος μισθός, η αντιμισθία, η χορηγία ή η αποζημίωση είναι χαμηλότερη από τη μηνιαία σύνταξη καταβάλλεται σ’ αυτόν τόσο μέρος της σύνταξης όση είναι η διαφορά της από το μισθό, την αντιμισθία, τη χορηγία ή την αποζημίωση.