3.-(1) Διαρκούσης της εκρύθμου καταστάσεως και εν πάση περιπτώσει διά περίοδον αρχομένην από της ημερομηνίας δημοσιεύσεως του παρόντος Νόμου εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας και λήγουσαν την 31ην Ιανουαρίου, 1983, εκτός εάν εν τω μεταξύ ήθελε θεσπισθή πλήρης και ωλοκληρωμένη νομοθεσία περί ενοικιοστασίου, και παρά τας διατάξεις οιουδήποτε ετέρου εν ισχύϊ Νόμου το πληρωνόμενον ενοίκιον υπό ενοικιαστού κατά την ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου παγοποιείται και ουδεμία εις τούτο αύξησις δύναται να επιβληθή.
(2) Ουδέν των εν τω εδαφίω (1) διαλαμβανομένων εφαρμόζεται εις ην περίπτωσιν ο ενοικιαστής τυγχάνει πρόσφυξ και το ενοικιαζόμενον υπ’ αυτού ακίνητον αναφέρεται ως ακίνητον διά κατοικίαν ρυθμιζόμενον διά των διατάξεων του περί Ενοικιάσεως Ακινήτων διά Κατοικίαν Προσφύγων (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου του 1978.
Διά τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου “πρόσφυξ” έχει την εις τον όρον τούτον αποδιδομένην έννοιαν υπό του εδαφίου (1) του άρθρου 2 του περί Ενοικιάσεως Ακινήτων διά Κατοικίαν Προσφύγων (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου του 1978.
(3)Οσάκις ο ενοικιαστής έχη καταστή θέσμιος ενοικιαστής συμφώνως προς τας διατάξεις του περί Ενοικιοστασίου (Τροποποιητικός) Νόμου του 1980, αι διαλαμβανόμεναι εν τω εδαφίω (1) διατάξεις εφαρμόζονται μόνον μετά παρέλευσιν δύο μηνών από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου και ουδόλως αποστερείται ο ενοικιαστής ή ο ιδιοκτήτης οισδήποτε κατοικίας ή καταστήματος του δικαιώματος να αποταθή δι’ αιτήσεως του εις το Δικαστήριον διά τον καθορισμόν του ενοικίου του πληρωτέου εν σχέσει προς την τοιαύτην κατοικίαν ή κατάστημα.