11.-(1) Ο Έφορος δι' ητιολογημένης αυτού εγγράφου πράξεως γνωστοποιεί εγγράφως εις την ενδιαφερομένην ασφαλιστικήν εταιρείαν ότι προτίθεται να προβή εις ακύρωσιν της παρασχεθείσης αυτή αδείας, εάν καθ' οιονδήποτε χρόνον-
(α) ούτος ήθελεν ικανοποιηθή-
(ι) ότι εάν η εταιρεία ήθελεν υποβάλει αίτησιν αδείας ασφαλιστού, αύτη θα απεκλείετο συμφώνως ταις διατάξεσι των παραγράφων (α), (β), (γ) και (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 8, υπό την επιφύλαξιν εν πάση περιπτώσει των διατάξεων του εδαφίου (3) του αυτού άρθρου, τοιαύτης αδείας διά τον ασφαλιστικόν κλάδον δι' ον κατέχει άδειαν ή
(ιι) ότι η εταιρεία παρέλειψε να καταθέση παρ' αυτώ οιονδήποτε έγγραφον συμφώνως ταις διατάξεσι του άρθρου 28 ή
(ιιι) ότι, μετ' εξέτασιν οιουδήποτε εγγράφου ή λογαριασμών υποβαλλομένων αυτώ δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου γενομένων Κανονισμών, και λαμβανομένης υπ' όψιν της οικονομικής της εταιρείας καταστάσεως, αύτη ενδέχεται να καταστή ανίκανος εν τη εννοία του άρθρου 36 όπως εξοφλήση τας οφειλάς αυτής ή
(ιν) ότι η εταιρεία παρέλειψε να συμμορφωθή προς τινα των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή του ασφαλιστικού δικαίου χώρας τινός εκτός της Δημοκρατίας κειμένης υφ' ου διέπεται η ως είρηται εταιρεία, αίτινες αφορώσιν εις την διατήρησιν αποθέματος κλάδου ζωής ή την τοποθέτησιν ασφαλίστρων εις τραστ (trust) ή
(β) η εταιρεία ήθελε καταδικασθή διά το εν άρθρω 66 προνοούμενον αδίκημα και δεν ασκηθή έφεσις κατά της τοιαύτης καταδίκης, ή ασκηθείσης εφέσεως αύτη ήθελεν εγκαταλειφθή ή απορριφθή
(γ) ήθελεν εκδοθή δικαστική απόφασις εναντίον της εταιρείας, ήτις ήθελε μείνει ανεκτέλεστος διά περίοδον τεσσαράκοντα και δύο ημερών και δεν ασκηθή έφεσις κατά της τοιαύτης αποφάσεως ή ασκηθείσης εφέσεως αύτη ήθελεν εγκαταλειφθή ή απορριφθή
(δ) η εταιρεία ήθελε παύσει να πληροί τας απαιτήσεις του άρθρου 9 και των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών.
(2) Εν η περιπτώσει επιδίδεται τη εταιρεία γνωστοποίησις δυνάμει του εδαφίου (1) και η εταιρεία δεν εκκαλεί ταύτην συμφώνως τω άρθρω 9 ή 14, αναλόγως της περιπτώσεως, ή εκκαλέσασα ταύτην αποσύρει είτα την ασκηθείσαν έφεσιν, ή οσάκις η έκβασις της ασκηθείσης εφέσεως είναι η επικύρωσις της περί ακυρώσεως της αδείας αποφάσεως, ο Έφορος προβαίνει εις την ακύρωσιν της αδείας λαμβάνων υπ' όψιν τας κατά την εκδίκασιν της εφέσεως επενεχθείσας εις την αρχικήν απόφασιν αλλοιώσεις, γνωστοποιεί δε εγγράφως το γεγονός εις την ενδιαφερομένην εταιρείαν.
(3) Παρά την επενεχθείσαν ακύρωσιν της αδείας ασφαλιστικής τίνος εταιρείας δυνάμει του παρόντος άρθρου, αύτη δύναται κατά νόμον να εξακολουθή εισπράττουσα ασφάλιστρα και να αντιμετωπίζη τας υποχρεώσεις αυτής εν τη συνήθει πορεία της ασκήσεως ασφαλιστικής επιχειρήσεως, απαγορεύεται όμως η έκδοσις νέων ασφαλιστηρίων ως και η υπ' αυτής, ως ασφαλιστού, σύναψις νέων συμβάσεων διά την συνομολόγησιν των οποίων απαιτείται η κατοχή αδείας δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(4) Αι διατάξεις του εδαφίου (3) δέον όπως μη ερμηνεύωνται ως απαλλάττουσαι την εταιρείαν οιασδήποτε ποινικής ευθύνης - πλην της ευθύνης, ην δυνατόν να υπέχη διά την μη κατοχήν αδείας δυνάμει του παρόντος Νόμου - ή οιασδήποτε αστικής φύσεως τοιαύτης.
(5) Τα εδάφια (3) και (4) θα τυγχάνουν ωσαύτως εφαρμογής επί ασφαλιστικών εταιρειών των οποίων η άδεια έχει ακυρωθή συνεπεία εκούσιας αποχωρήσεως εκ της Δημοκρατίας ή των οποίων η άδεια αφεθή να εκπνεύση.