37.-(1) Δι' εγγράφου ειδοποιήσεως του Εφόρου επιδιδομένης εις ασφαλιστικήν εταιρείαν υποκειμένην εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου και δυναμένην να διαλυθή υπό του Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου, ο Έφορος-
(α) δύναται να απαιτήση όπως η εταιρεία παράσχη αυτώ εντός της εν τη ειδοποιήσει τεταγμένης προθεσμίας τοιαύτης φύσεως επεξηγήσεις, στοιχεία, λογαριασμούς, ισολογισμούς, συνόψεις και καταστάσεις, ως ούτος ήθελε κρίνει αναγκαίας ίνα διαπιστώση κατά πόσον η εταιρεία είναι, ή ήτο φερέγγυος εις δεδομένην ημερομηνίαν (ουχί προγενεστέραν της περιόδου εις ην αφορώσιν οι δυνάμει του άρθρου 28 τελευταίοι κατατεθέντες λογαριασμοί και ισολογισμός της εταιρείας) ειδικώς καθοριζομένην εν τη ειδοποιήσει και
(β) δύναται να απαιτήση όπως αι τοιαύται επεξηγήσεις, στοιχεία, λογαριασμοί, ισολογισμοί, συνόψεις ή καταστάσεις υπογράφωνται υπό των εν τη ειδοποιήσει καθοριζομένων μελών του διοικητικού συμβουλίου και ετέρων υπαλλήλων της εταιρείας
, όπως συνοδεύωνται υπό αντιγράφων των εν τη ειδοποιήσει ωσαύτως καθοριζομένων εγγράφων και όπως η ορθότης τούτων πιστοποιήται υπό ελεγκτού εγκεκριμένου παρά του Εφόρου, ή υπό ούτω εγκεκριμένου αναλογιστού, ή υπό αμφοτέρων.
(2) Εάν μετά την δυνάμει του εδαφίου (1) γενομένην επίδοσιν ειδοποιήσεως εις τινα ασφαλιστικήν εταιρείαν-
(α) αύτη, προ της παρελεύσεως της εν τη ειδοποιήσει τεταγμένης προθεσμίας, δεν συμμορφωθή προς τας εν τη ειδοποιήσει περιεχομένας απαιτήσεις, εκτός καθ' ην έκτασιν αύται ήθελον ανακληθή υπό του Εφόρου · ή
(β) ο Έφορος, εξετάσας τα παρασχεθέντα συμφώνως τη ειδοποιήσει στοιχεία, κρίνη σκόπιμον διά τον ως είρηται σκοπόν όπως πράξη ούτω,
ο Έφορος δύναται να ειδοποιήση εγγράφως την εταιρείαν ότι προτίθεται να διορίση ένα ή πλείονα πρόσωπα προς διεξαγωγήν ερεύνης επί της καταστάσεως της εταιρείας, εφ' ης και θα υποβάλωσιν έκθεσιν εν ω τρόπω ήθελεν ο Έφορος καθορίσει- περαιτέρω δε ότι θα χωρήση εις τον τοιούτον διορισμόν μετά την πάροδον επτά ημερών από της επιδόσεως της ειδοποιήσεως, εκτός εάν αύτη εντός της άνω προθεσμίας των επτά ημερών ήθελεν υποβάλει έγγραφον ένστασιν κατά του τοιούτου διορισμού.
(3) Εάν η εταιρεία εντός της ειρημένης προθεσμίας υποβάλη τω Εφόρω έγγραφον ένστασιν κατά του τοιούτου διορισμού, ο Έφορος δύναται να ζητήση την επί τούτω άδειαν του δικαστηρίου, ήτις και χορηγείται εκτός εάν αποδειχθή τω δικαστηρίω επαρκώς υπό της εταιρείας ότι δεν απαιτείται ευλόγως τοιούτος διορισμός διά τον ως είρηται σκοπόν ο Έφορος προβαίνει εις τον διορισμόν ευθύς ως ήθελε χορηγηθή η αιτηθείσα άδεια.
(4) Επί διορισμών γενομένων δυνάμει του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 160 του περί Εταιρειών Νόμου, καθ' ον τρόπον τυγχάνουσιν εφαρμογής και επί προσώπων διοριζομένων δυνάμει του εν λόγω άρθρου.
(5) Ο Έφορος καταβάλλει εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας παν έξοδον συναφές προς έρευναν διεξαγομένην υπό προσώπου διοριζομένου δυνάμει του παρόντος άρθρου:
Νοείται ότι-
(ι) εν η περιπτώσει το δικαστήριον ήθελε παράσχει άδειαν διορισμού, δύναται συγχρόνως κατά το δοκούν να διατάξη την εταιρείαν όπως καταβάλη τω Εφόρω ολόκληρον το ποσόν ή μέρος των τοιούτων εξόδων· και
(ιι) εν η περιπτώσει ήθελεν εκδοθή δικαστικόν διάταγμα διαλύσεως της εταιρείας καθ' οιονδήποτε χρόνον εντός δώδεκα μηνών από της ημερομηνίας καθ' ην εγένετο η έκθεσις του ούτω διορισθέντος προσώπου προς τον Έφορον, ή εάν εγένοντο πλείονες της μιας εκθέσεις, από της ημερομηνίας της πρώτης εκθέσεως, τα εν λόγω έξοδα λογίζονται, διά τους σκοπούς του περί Εταιρειών Νόμου, ως έξοδα προσηκόντως διενεργηθέντα διά την διάλυσιν της εταιρείας, το δε ποσόν τούτων, αφαιρουμένου προηγουμένως παντός ποσού όπερ ήθελε καταβληθή τω Εφόρω κατ' εντολήν του Δικαστηρίου δυνάμει της προηγουμένης παραγράφου, καταβάλλεται εκ των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας ίσω λόγω προς τα εγκεκριμένα έξοδα άτινα επάγεται η αίτησις διαλύσεως.