38.-(1) Το δικαστήριον δύναται, συμφώνως τω περί Εταιρειών Νόμω, να διατάξη την διάλυσιν ασφαλιστικής εταιρείας υποκειμένης εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου, αι δε διατάξεις του ως άνω Νόμου θα τυγχάνωσιν εφαρμογής, υπό την επιφύλαξιν, ότι το δικαστήριον δύναται να διατάξη διάλυσιν της εταιρείας τη αιτήσει δέκα ή πλειόνων κατόχων ασφαλιστηρίων συνολικής αξίας δέκα χιλιάδων τουλάχιστον λιρών:
Νοείται ότι δεν υποβάλλεται τοιαύτη αίτησις ειμή τη αδεία του δικαστηρίου·
τοιαύτη δε αδεία δεν παρέχεται μέχρις ου αποδειχθή τω δικαστηρίω ότι η σχετική αίτησις είναι εκ πρώτης όψεως (prima facie) δικαιολογημένη, και παρασχεθή τω δικαστηρίω η υπό τούτου κρινομένη ως εύλογος εγγύησις διά τα έξοδα, άτινα υπάγεται η αίτησις διαλύσεως.
(2) Ο Έφορος δύναται, τη αδεία του δικαστηρίου, να υποβάλη, συμφώνως ταις διατάξεσι του περί Εταιρειών Νόμου, αίτησιν διαλύσεως ασφαλιστικής εταιρείας, υποκειμένης εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου, ήτις δύναται να διαλυθή δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου επί τω λόγω ότι-
(α) η εταιρεία αδυνατεί να εξοφλήση τας οφειλάς αυτής εν τη εννοία των άρθρων 211 και 212 του περί Εταιρειών Νόμου ή
(β) διορισθέντος προσώπου τινός προς διεξαγωγήν ερεύνης περί την κατάστασιν της εταιρείας δυνάμει του άρθρου 37, έλαβε χώραν τοιαύτη άρνησις ώστε, δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου 161 του περί Εταιρειών Νόμου, ως τούτο εφαρμόζεται δυνάμει του ως είρηται άρθρου 37, αύτη να δύναται, ή θα ηδύνατο να δικαιολογήση την επιβολήν ποινής επί τίνος υπαλλήλου ή αντιπροσώπου της εταιρείας.